Το πλακομούνι ή το πλακοκώλι με δέσιμο από δονητή διμούτσουνο. Δεν νομίζω ότι χρήζει περαιτέρω εξηγήσεως, καθώς υπάρχει κίνδυνος παρεξηγήσεως.

(Δεν προβλέπεται, θα μας κόψουν οι mods)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέγεται γι αυτούς που μεγαλοπιάνονται, ή γι' αυτούς που έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, ενώ η πραγματικότητα τους διαψεύδει, π.χ. όταν κάποιος συζητά συνέχεια για πολύ ακριβά αυτοκίνητα, αλλά τελικά κυκλοφορεί με παλιό Ζάσταβα που καίει λάδια.

  1. - Είδα το Νίκο και μου είπε ότι κοιτάει για πισίνα.
    - Τι λέει, μωρέ, ο φαντασμένος, αφού χρωστάει παντού και κάνει τράκα ακόμα και τσιγάρα. Η μύτη μας στον ουρανό κι ο κώλος μας στις στάχτες.

  2. Η Βάσω παράτησε τη δουλειά γιατί, λέει, δεν μπορεί να ανέχεται το μακρύ και το κοντό του καθενός. Εν τω μεταξύ δεν έχει μία. Τι να πω; Η μύτη μας στον ουρανό κι ο κώλος μας στις στάχτες…

(από panos1962, 19/12/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπερθετικός του μπόμπα. Σημαίνει άριστα, τέλεια, απίθανα. Προφανώς αποτελεί συμφυρμό τής μπόμπας με τον Πομπιντού (Ζορζ Πομπιντού: πρόεδρος της Γαλλίας από το 1969 μέχρι το 1974, οπότε και αποδήμησε).

  1. Πήγαμε Βελούχι για τριήμερο και περάσαμε μπομπιντού! Δε σου λέω τίποτα!

  2. Πήραμε καινούριο server και σύνδεση 100Mb μέσω οπτικής ίνας. Μιλάμε, μπομπιντού! Όλα σφεντόνα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέγεται για κάποιον που, άθελά μας, του δίνουμε αβάντες, τον ανεβάζουμε, τον κάνουμε μάγκα.

Χρησιμοποιείται ευρύτατα στην Θεσσαλονίκη.

Παίζουμε πόρτες, έχουμε πάρει σχεδόν το παιχνίδι, αλλά κάνουμε σαλτανάτι από υπερβολικό ενθουσιασμό και ο αντίπαλος, από κει που δεν είχε στον ήλιο μοίρα, μας χτυπάει δυο πούλια και κινδυνεύουμε να χάσουμε την παρτίδα:

-Όχι, ρε πούστη, σ' έκανα μάγκουρα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καθολική άρνηση επί της αρχής και των άρθρων, που λένε. Σημαίνει ότι αυτό που μας ζητούν δεν πρόκειται να γίνει, το Θεό μπάρμπα να 'χουν, με καμία κυβέρνηση, ούτε με σφαίρες.

  1. - Ρε συ θα μου δώσεις το εργαλείο να το κάνω μια βόλτα;
    - Με τίποτα. Άμα το στουκάρεις πουθενά, θα μου πάρεις καινούργιο;

  2. - Μη μου κάνεις κόνξες, αφού στο τέλος θα πηδηχτούμε.
    - Με τίποτα! Μην κάνεις όνειρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

'Ελεεινή ανδρική έκφραση που δηλώνει πληθώρα ευκαιριών για άκρατη σεξουαλική δραστηριότητα: περίσσευμα μουνιών, μουνοθύελλα, που δύσκολα μπορεί κανείς να διαχειριστεί μόνος.

Στην κυριολεξία σημαίνει «δεν προλαβαίνεις να γαμάς, χρειάζεσαι κι άλλες ψωλές».

- Πήγα στη Μήλο τον Αύγουστο, λίγο να ησυχάσω, να ξεκουραστώ. Εσύ είσαι που το λες; Έπεσα σε εκδρομή τρίτης λυκείου με κάτι λυσσάρες από Θεσσαλονίκη, ψωλές να 'χεις να γαμάς!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η σοκολάτα Toblerone στα ελληνικά. Παιχνίδι με τη ταυτόηχη φράση «τον πλέρωνε», δηλαδή «τον πλήρωνε».

Διευκρινίζεται ότι η σλανγκιά είναι στην προφορά (στον τονισμό). Απλώς βγάζει λίγο γέλιο να πεις «τομπλέρονε», αντί «τομπλερόν», ή «τομπλερόνε» που λεν οι μπαστουνόβλαχοι.

  1. - Πήρες κάνα γλυκό, ρε συ, ή πάλι στην ξέρα μας έχεις;
    - Τι λε, ρε μαλάκα, άνοιξ' το ψυγείο! Μέχρι και τομπλέρονε πήρα…

  2. - Τι έφερες από τα ντιούτι φρί;
    - Τι να φέρω; Τα ίδια, κανένα Τζόνι, καμιά τομπλέρονε, τέτοια…

(από panos1962, 29/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηρισμός έκφυλης, τρυφηλής γυναίκας. Γυναίκα, έρμαιο του σεξουαλικού πάθους, δέσμια της μανίας της για ερωτικές απολαύσεις και ξεσκίσματα γενικότερα. Πουτάνα, όχι κατ' επάγγελμα.

  1. - Την είδες την καινούρια; Τι μουνί, Θεέ μου!
    - Αυτή είναι ζήτω ο πούτσος. Θα μας φάει.

  2. Ήρθε μια το πρωί να πληρώσει, ζήτω ο πούτσος! Ακόμη τον παίζω

Ζήτω ο πούτσος! (από panos1962, 29/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέγεται το πολύ δύσκολο εγχείρημα, το δυσκολέτο. Από το τουρκικό civi = καρφί. Στην κυριολεξία σημαίνει το αγροτικό εργαλείο με το οποίο ανοίγουμε τρύπες στο χώμα για τοποθέτηση του σπόρου. Παραθέτουμε λίστα με τις συνήθεις χρήσεις του όρου:

  • Στη μαθητική διάλεκτο σημαίνει το πολύ δύσκολο θέμα.
  • Στην οικονομία σημαίνει το υπέρογκο χρέος, ή το φέσι.
  • Στον εργασιακό τομέα σημαίνει το πολύ δύσκολο έργο.
  • Στο στρατό έχει την έννοια της δύσκολης άσκησης, αλλά και της επίπονης αγγαρείας. Σημαίνει ακόμη και το γερμανικό νούμερο σε σκοπιά ή περίπολο.
  1. — Πώς ήταν τα θέματα;
    — Βατά, σε γενικές γραμμές. Στην τεχνολογική όμως τους έβαλαν κάτι τσιβιά...

  2. — Θα βγεις απόψε;
    — Τι να βγω, ρε μαλάκα; Μ' έβαλε ένα τσιβί ο ανθύπας! 2-6 στην βόρεια πύλη και καπάκι συντήρηση στον όρχο οχημάτων.

  3. Μ' ήρθε ένα τσιβί από την εφορία! 32.000€ ΦΠΑ οικοπεδούχων. Είμαι για φούντο!

Φάγαμε ένα τσιβί, να, τέτοιο! (από panos1962, 14/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει τον πολύ γερό άνθρωπο, όχι τόσο τον μυώδη, όσο αυτόν που έχει πολύ μεγάλη αντοχή, υπερφυσικές δυνάμεις και φοβερή κράση.

Δεν γνωρίζουμε την ετυμολογία, αλλά εικάζω ότι είναι αρκτικόλεξο από το χώρο του αθλητισμού ή από το στρατό, π.χ. Π.ΣΩ.ΜΥ. ή κάτι τέτοιο.

  1. - Ρε συ, πήγαμε Λιτόχωρο και πέσαμε στον μαραθώνιο του Ολύμπου. Είχε κάτι ψωμιά... Ο ένας ανεβοκατέβηκε Μύτικα σε τέσσερις ώρες και δεν ίδρωσε η πούτσα του.

  2. - Πάμε να φύγουμε, όλοι ψωμιά είναι εδώ, θα μας τσακίσουν.

  3. - Στην παρέλαση οι Ρώσοι είχαν σημαιοφόρο τον Καρέλιν. Τι ψωμί είναι αυτός, ρε μαλάκα; Τη σημαία την κράταγε με το' να χέρι σαν σημαιάκι!

(από panos1962, 28/10/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία