Άνθρωπος ή αντικείμενο που χρησιμεύει για να τραβάει την προσοχή προς όφελος κάποιου άλλου αντικειμένου ή ανθρώπου, π.χ. ένα πολύ καλό κομμάτι σε μια βιτρίνα με σαβούρες.

- Κοίτα με τι γκομενάρα κυκλοφορεί αυτός ο τύπος! Και δεν του φαίνεται!
- Μπα, αδελφάρα είναι, την γκόμενα την έχει για κράχτη!

(από HODJAS, 27/05/10)(από GATZMAN, 29/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ψηλός και άχαρος άνθρωπος.

Κάποτε αγόρασα ένα σετ εργαλείων για το τζάκι και ο καταστηματάρχης είπε στον υπάλληλο: «Φέρε έναν κρεμανταλά από την αποθήκη!» (!)

- Με έσπρωξε ένας κρεμανταλάς στο μπάσκετ και με σακάτεψε!

ο κρεμανταλάς του τζακιού (β παράγραφος) (από GATZMAN, 22/10/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είμαι γκέι.

- Ο Λάκης είναι γκέι;
- Τι να σου πω, υποπτεύομαι ότι τη λαδώνει τη μπάμια!

Βλ. σχετικό λήμμα την τρίζει την όπισθεν

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άνω-κάτω, συνώνυμο του γυαλιά-καρφιά.

- Μπήκανε μέσα οι μπράβοι και τα κάνανε λαμπόγιαλο!

Ξεκαρδιστικό απόσπασμα από το επεισόδιο "Σεισμοί, λοιμοί και... Κατακουζηνοί" από την ελληνική σειρά "Κων/νου κι Ελένης" (από elias-jelay, 30/12/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πλύσιμο των πιάτων και γενικότερα, κάθε αγγαρεία.

- Εγώ ήλθα να κάνω την πρακτική μου, να εκπαιδευτώ, να μάθω κάποια πράγματα, όχι να κάνω μόνο λάντζα! (ταιριάζει σε μαθητευόμενους τεχνίτες, νοσηλευτές, ειδικευόμενους ιατρούς, δικηγόρους που κάνουν την πρακτική τους κλπ.)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άνω-κάτω, γυαλιά-καρφιά.

Μπουκάρανε οι μπράβοι μέσα στο μαγαζί και τα κάνανε λίμπα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έγινε Λούης = εξαφανίστηκε, έφυγε γρήγορα. Από τον Ολυμπιονίκη Σπύρο Λούη.

Βούτηξε τα λεφτά και μέχρι να τον πάρουν χαμπάρι, είχε γίνει Λούης!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κοντά κομμένα μαλλιά, στα οποία οι όρθιες και σκληρές τρίχες αγκυλώνουν! (οι Ιάπωνες έχουν τέτοια μαλλιά συνήθως.)

ή (συχνότερα στις μέρες μας): μαλλλιά διαμορφωμένα με gel, ώστε να έχουν σηκωμένες μύτες, σαν καρφιά.

Άλα της μάγκα, με το μαλλί-καρφάκια!

(από gaidouragathos, 04/08/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μακρύ, ίσιο μαλλί, γυρισμένο προς τα πάνω, στην άκρη.

Επειδή μοιάζει με λασπωτήρα αυτοκινήτου.

- Να! Αυτός εκεί είναι ο Λάκης, ο μελαχρινός με το μαλλί-σπόιλερ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ρύγχος εργαλείου ή συσκευής.

Μου κλέψανε τον ναργιλέ, με το χρυσό μαρκούτσι. (ρεμπέτικο άσμα)

στο φιλντισένιο μου μαρκούτσι... (από gaidouragathos, 12/11/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία