Σλανγκασίστ σφυρίζων: Πως λέμε νετάρω - θεώρησε το παραγγελιά :-) Από εδώ

Το νετάρω στην ναυτική ορολογία το βρίσκουμε με την έννοια του τελειώνω μιά δουλειά.

Μόλις νετάρουμε με το καλαφάτισμα του καϊκιού, θα πιάσουμε να μινιάρουμε. Τη μουράβια θα τη περάσουμε στο τέλος, λίγο πριν το ρίξουμε στη θάλασσα.

καλαφάτισμα: τοποθέτηση βαμβακερού κορδονιού στους αρμούς ξύλινου σκάφους για στεγανοποίηση.

μινιάρω: βάφω με μίνιο (υπόστρωμα για να "πιάσει" η μπογιά).

μουράβια: υφαλόχρωμα

Επίσης με την έννοια του ξεμπερδεύω κυριολεκτικά

Τι ρέματα ήτανε αυτά ρε φίλε! Το παραγάδι ήτανε όλο στριμένο, είδα κι έπαθα να το νετάρω.

και μεταφορικά

Πλάκωσε το λιμεναρχείο, δεν είχαμε και τις άδειες μαζί μας, πώς νετάραμε είναι θαύμα!

Τέλος το νετάρω χρησιμοποιείται και με την έννοια του εξαντλούμαι, που αναφέρεται σε κάθε είδους ασχολία, όχι κατ' ανάγκην ναυτική.

Ρε τί γυναίκα ηφαίστειο ήταν αυτή! Δε μ' άφησε να κοιμηθώ όλη νύχτα. Με νετάρισε!

Ετυμολογία: [βεν. netar -ω (ιταλ. [nettare])] από εδώ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

σλανγκασίστ : ..."Όπως ακριβώς επιτίθενται στις μεζέδες με το τσατάλι (αντί ροπάλου) διάφοροι γουλόζοι που ξεχνούν ότι υπάρχουν και άλλοι στο τραπέζι και κυρίως ότι με το ουζάκι τσιμπάμε, δεν σκουρδουλιάζουμε"...

Από το λήμμα σκουρδουλιάζω του Βάνια.

Στη ντοπιολαλιά της Κύθνου γουλούζης ή γλούζης είναι ο αχόρταγος Κυριολεκτικά

Ρε το γουλούζη! Ούλα τά'φαε, δε μού΄φησε μπουκιά!

ή μεταφορικά

Ρε το γουλούζη, μόλις την είδε, κόντεψε να τηνε ρουφήξει απ' τα φιλιά!

Ετυμολογία: από το ιταλικό goloso: άπληστος (ισπανικά: goloso).

Επίσης υπάρχει και το ουσιαστικό: η γλουζιά.

Τέτοια γλουζιά δεν είχα ξαναδεί! Έπαιρν' ένα παϊδάκι απ' την πιατέλα, το δακούσε, και τ' άφηνε μισοφαωμένο στο πιάτο του. Ύστερα έπαιρνε άλλο κι άλλο. Μετά μασούσε όλη νύχτα, κι οι άλλοι μείναμε νηστικοί. Στο τέλος όμως τονε βάλαμε και πλέρωσε το ρεφενέ! (Πραγματικό περιστατικό).

δακούσε (από το δακώ): δάγκωνε

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φιλική συμμετοχή dryhammer

Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας

"Το «α βάρα» ήταν ένα φραγκολεβαντίνικο κοινό ναυτικό κέλευσμα. Είναι το αντίστοιχο του επίσημου κελεύσματος: «άπωσον!» (σημ. Δ.Μ. :σπρώξε μακριά)

Πρόκειται για δύο λέξεις “a vara”. Η λέξη βάρα σήμαινε ξύλο που, τιθέμενο πλαγίως, συγκρατεί το σκάφος. Κατ΄ επέκταση κάθε ξύλο που τίθεται πλαγίως.

Η σημασία του προστάγματος αβάρα ήταν: να πλεύσεις με τη βάρα, δηλ. σπρώχνοντας. Συνήθως το κέλευσμα «αβάρα!» δίνεται από τον λέμβαρχο προς τον πρόκωπο της λέμβου που προσπαθεί με τη βάρα να αποτρέψει τη συνέχεια της πλεύσης του σκάφους βάζοντας το κοντάρι (τη βάρα) ως αντέρεισμα (κόντρα) στο πλησιέστερο σταθερό έρεισμα (βράχο, προβλήτα, άλλο σκάφος ή και προς το βυθό όταν είναι ρηχά).Οταν επλεαν α βαρα τα αλλα μεσα προσωθησης ειναι αδρανη. Άρα τη βάρα χρησιμοποιούσαν και για να έλξουν το πλεούμενο. Για το σκοπό αυτό η βάρα είχε στην άκρη της μια μύτη σαν δόρυ αλλά και ένα γάντζο όπως και η πίκα.

ΣΥΝΩΝΥΜΑ (σημ. Δ.Μ. για τη βάρα): πίκα και στάλιξ ή σταλίκι

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ

Από το Λατινικό ρήμα varare που σημαίνει διασχίζω, περνώ.

Φαίνεται να σχετίζεται με το αρχαίο βαρέω = πιέζω που ήταν εν χρήσει με μεταφορική σημασία. Το βαρώ με την σημασία του κτυπώ προέκυψε στο μεσαίωνα. Κατά τον Μπαμπινιώτη 171 από την βαρεία σφύρα την σημερινή βαριά." Από εδώ

Τα παραπάνω (από το Στουγιαννίδη) δείχνουν την εξέλιξη του όρου. Στις μέρες μας εξακολουθεί να χρησιμοποιείται από τους ανθρώπους της θάλασσας ως προστακτική του ρήματος αβαράρω που επίσης χρησιμοποιείται. Στα μικρά σκάφη γίνεται με τα χέρια, αν και είναι επικίνδυνο να πιαστούν αυτά ανάμεσα στο σκάφος μας και το "απωθούμενο" σκάφος ή την προκυμαία.

  1. ΑΒΑΡΑ ΜΑΛΑΚΑ! Πέσαμε απάνω στο ξένο καΐκι! Θες να πληρώνουμε κερατιάτικα πρωί-πρωί;

(Ένα πλεονέκτημα του προστάγματος αυτού είναι ότι είναι ευδιάκριτο και χάρη στα "α", προσφέρεται για πολύ δυνατές κραυγές. Αν συνδυαστεί δε με το "μαλάκα", το αποτέλεσμα είναι πιο εμφατικό).

Δεν έπιασε το "ανάποδα" κι όπως πήγα ν' αβαράρω μού 'πιασε το χέρι η κουπαστή. Ίσα που πρόλαβα να το τραβήξω με κάτι γρατζουνιές. Λίγο ήθελε να μου το κάνει λιώμα!

Επίσης χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια του "μακριά" (από κάποιον).

Ήρθε πάλι και μου τό' παιζε φίλος. Λες και δεν ξέρω τι κουφάλα είναι! Ρε αβάρα!

Ο Τσιφόρος χρησιμοποιεί (με την προηγούμενη έννοια) την έκφραση:

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη που έγινε γνωστή από την ατάκα του Βέγγου ως γκαρσόνι (Θρασύβουλας), που δεν δέχεται να τον καλούν με παλαμάκια, επειδή "είναι το ίρτζι του". (Από την ταινία "Ο ατσίδας" ή "το στρίβειν δια του αρραβώνος").

Θρασύβουλας

Ετυμολογία από το τουρκικό ırz: τιμή, αγνότητα, αξιοπρέπεια από (εδώ) κι από (εδώ)

Οι Τούρκοι ακόμα λένε αρναβούτ καφάς (αρβανίτικα-αγύριστα κεφάλια) τους πείσμονες απο ιμπρέτι/ίρτζι. (Σχόλιο του Χότζα από εδώ).

Ιμπρέτι (τουρκικό ibret) = παράδειγμα, δείγμα από εδώ

Πάντως στα προαναφερόμενα παραδείγματα έχει (και) την έννοια της ιδιορρυθμίας/ιδιοτροπίας και του πείσματος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηριστική έκφραση της Κύθνου, που σημαίνει πως κάποιος έχει μπει για τα καλά στην εφηβεία. Είναι σαφής ο σεξουαλικός υπαινιγμός. Η έκφραση ήταν σε χρήση τις παλιότερες εποχές. Σήμερα δεν χρησιμοποιείται πια (έχω χρόνια να την ακούσω) μιας κι η νεολαία του νησιού "ενηλικιώνεται" πολύ πιο γρήγορα από τις παλιότερες γενιές.

Ρε συ, ούλη την ώρα στο καθρέφτη σε βλέπω και τη κολώνια που σού' φερα από την Αθήνα την κοντεύεις. Μου φαίνεται πως μπήκε ο πεντικός στη μάνικα.

...εχεις ξενυχτησει με τους αλλους,τρεχετε τις κοπελιες εχει αρχισει να περπατει ο πεντικος στη μανικα... από εδώ

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μετατροπή του όμικρον σε έψιλον στη λέξη ποντικός => πεντικός. Τί λένε οι ειδικοί επ' αυτού;

Μιας κι αναφερθήκαμε στα όχι και τόσο συμπαθή τρωκτικά ας αναφέρουμε μερικές ακόμα εκφράσεις με πεντικούς:

-Ψωμί πατείς!

Πεντικό μασείς!

Τυπική ανταλλαγή (ομοιοκατάληκτων) φράσεων που οδηγεί σε γείωση, αυτού που ξεκίνησε το διάλογο. Εν τούτοις ο "γειωμένος" έχει πετύχει να βάλει τον άλλον να πει τη "απαγορευμένη" λέξη πεντικός την ημέρα που δεν πρέπει: Την πρώτη του Φλεβάρη, ανήμερα του αγίου Τρύφωνα. Σύμφωνα με κάποια λαϊκή δοξασία-πρόληψη του νησιού, όποιος πει αυτή τη λέξη τη συγκεκριμένη ημέρα θα υποστεί την καθόλου ευπρόσδεκτη επίσκεψη των τρωκτικών στο σπίτι, στην αποθήκη, στη σοδειά του ή όπου αλλού έχει φυλαγμένα τρόφιμα. Αυτή η δοξασία πρέπει να έχει παλιές ρίζες και να σχετίζεται με αντίστοιχες προλήψεις για την Πρωτοχρονιά, αν και προσωπικά δεν γνωρίζω κάποιο ημερολόγιο, που ν' αρχίζει την Πρώτη του Φλεβάρη. Όσον αφορά στη μή αναφορά και/ή στη μετονομασία επιβλαβών ζώων, ασθενειών κλπ. υπάρχουν πολλά παραδείγματα από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας όπως: Εύξεινος Πόντος, Ευλογιά, Cavo d' Oro, παλιοαρρώστια (καρκίνος) κλπ. Δεν είναι τυχαίο ότι σε πολλά μέρη δεν λένε τη λέξη "ποντίκι" όλο το χρόνο και τα αποκαλούν "κουφά".

... Οξω ψύλλοι πεντικοί, πάρτε όρη και βουνί...

... Όπως λουλουδίζει ο σταυρός να λουλουδίζουνε τα ορνίθια σας.

Απόσπασμα από ένα είδος καλάντων (νομίζω πως αλλού λέγονται χελιδονίσματα) και ευχές που λέγονται την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Στην Κύθνο υπήρχε ( και σε κάποιο βαθμό διατηρείται) το έθιμο οι νεοι,την ημέρα αυτή, να φτιάχνουν ένα καλαμένιο σταυρό στολισμένο με λουλούδια και να επισκέπτονται τα σπίτια των κοριτσιών που έκαναν μαζί Κούλουμα, όπου λένε αυτά τα "κάλαντα". Εκεί τους φιλεύουν με αυγά. Αυτά τ'αυγά είναι ο "μεζές" για το φαγοπότι που ακολουθεί και το απαραίτητο γλέντι. Για το λόγο αυτό η Κυρική της ορθοδοξίας λέγεται και "Αυγουλού".

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

σλανγκασίστ από Βάνια (σχόλιο στο λήμμα σκουρδουλιάζω):

@don: διαβάζεις και τις τελείες. Βρήκες τους γουλόζους,τα τσατάλια όμως; Δώσε Κύθνο!

Ναυτική έκφραση αναφερόμενη σε ιστιοφόρα εμπορικά σκάφη (εν χρήσει μέχρι το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, μετά τον οποίον όλα σχεδόν τα εμπορικά καΐκια έγιναν μηχανοκίνητα).

Καταμεσίς του μπουγαζιού πέσαμε σε καραντί. Σε λιγάκι κάτι έκανε να φυσήξει, μια μπαχαρία, ήτανε πρύμα ο καιρός, κάναμε τσατάλια τα πανιά και φτάσαμε σιγά-σιγά.

καραντί: άπνοια (με "βουβό" κύμα)

πρύμα (ο καιρός): ούριος άνεμος

Το είχα ακούσει από τον παππού μου τον καπτα-Μήτσο (1893-1974) πως "έκανε τα πανιά τσατάλια" όταν ταξίδευε "στα πρύμα", δηλαδή όταν ουριοδρομούσε. Έστρεφε το ένα πανί πλάγια προς τη μιά μεριά του σκάφους και το άλλο προς την αντίθετη, ώστε νά'ρθουν σχεδόν κάθετα ως προς τον άξονα του σκάφους. Κατ' αυτόν τον τρόπο "έπιαναν" περισσότερο αέρα (μιλάμε για δικάταρτα καϊκια με ιστιοφορία μπρατσέρας, όπου τα πανιά, κανονικά, ήταν διατεταγμένα παράλληλα με τον άξονα του σκάφους).

Σκαρίφημα 1

Αριστερά στο Σκαρίφημα 1 είναι μιά κανονική πλεύση (πλαγιοδρομία) με τά πανιά στην ίδια πλευρά του σκάφους και σχεδόν παράλληλα προς τον διαμήκη άξονα, ενώ δεξιά (ουριοδρομία) τα πανιά είναι σε αντίθετες πλευρές και σχεδόν κάθετα στον άξονα του σκάφους (τσατάλια).

Ετυμολογία από το τουρκικό çatal: πηρούνι.

(Πιθανή) εξήγηση του όρου: Αν έβλεπε κανείς τις αντένες των πανιών από την πρύμη του σκάφους, όπως ήταν τοποθετημένες από την μιά κι από την άλλη πλευρά των καταρτιών σχημάτιζαν (με τα κατάρτια) μια μεγάλη τρίαινα => πηρούνι => çatal.

Σκαρίφημα 2

Το σκαρίφημα 2 δείχνει πώς φαίνεται από την πλευρά της πρύμης ένα σκάφος που ουριοδρομεί με τα πανιά τσατάλια. Μπορεί κανείς να διακρίνει την "τρίαινα" που σχηματίζουν οι αντένες των πανιών με τα κατάρτια.

Μπρατσέρα

Η μπρατσέρα του καπτα-Μήτσου "Παναγία Περιβολή" ζωγραφισμένη από το λαϊκό θαλασσογράφο Γλύκα το 1924.

Η μπρατσέρα (ιταλικό brazzera) ήταν μικρό ιστιοφόρο σκάφος, με δύο κατάρτια, με πανιά τραπεζοειδούς σχήματος (ψάθες) και δυό φλόκους στον πρόβολο (μπαστούνι ή μπομπρέσο). Μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν το πιό συνηθισμένο μεταφορικό μέσο για εμπορεύματα και επιβάτες, ιδιαίτερα στα μικρά νησιά της λεγόμενης "αγόνου γραμμής" για τα βαπόρια.

μπρατσέρα μου έλα γιαλό

Προσωπικά, το θεωρώ "ναυτικό όρο" και όχι μέρος της Θερμιώτικης ντοπιολαλιάς.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μπαίνω μπροστά και/η εμποδίζω, στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Στις περισσότερες περιπτώσεις εμποδίζεται η διέλευση κάποιων ζώων με κινήσεις των χεριών και αντίστοιχα ηχητικά μηνύματα του τύπου: Οοοοόξ! Ξουτ! κττ.

Πάντα Καλλίτσα, πάντα κι ο τράος άκουρος! (εδώ η Καλλίτσα πρέπει να εμποδίσει την "απόδραση" του τράγου, από το χώρο που έχουν στριμωχτεί τα "ζα" για να τα κουρέψουν).

Ετυμολογία από το απαντώ (με την έννοια του αντικρίζω, στέκομαι απέναντι)

Στο επόμενο παράδειγμα, που κυκλοφορεί στο νησί σαν ανέκδοτο, το παντώ δεν αναφέρεται σε ζώα:

Ήντα να κάμω μάνα; Το βρατσί θε να βαστώ, τη ψωλή θε να παντώ; Ώσπου να μπήξω τη φωνή, μου τον έκαμε χωνί!

Το παντώ με την έννοια του συναντώ υπάρχει με την μορφή "μου πάντηξε".

-Μωρέ Μανωλιό, μπας κι είδες το προκομένο το Γιαννούλη;

-Ναι μπάρμπα, μου πάντηξε παραπάνω. Ενούς τσιγάρου δρόμος θά'ναι και δε θά'ναι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δέσιμο του μπροστινού ποδιού ενός βοοειδούς (συνήθως ταύρου) μ' ένα κοντό σκοινί, του οποίου η άλλη άκρη δένεται στα κέρατά του ζώου. Με το δέσιμο αυτό, το ζώο μπορεί μεν να περπατήσει αργά, αλλά δεν μπορεί να τρέξει και το κυριότερο να "κουτουλήσει". Χρησιμοποιείται σε άγρια και επιθετικά ζώα. Η λέξη υπάρχει στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Με μια ματιά, δεν την βρήκα στο γούγλη. Αν χρησιμοποιείται κι αλλού, κάθε συνεισφορά ευπρόσδεκτη. Ετυμολογία προφανής : πους (πόδι) + κέρας (κέρατο).

Ρήμα: Ποδοκερίζω

Άτιμο ζωντανό αυτός ο ταύρος! Ποδοκερισμένο τον είχα κι είδα κι έπαθα να τονε βγάλω απο το ντάμι!*

*ντάμι: σταύλος (από το τουρκικό dam: δώμα, σταύλος (εδώ). [δώμα-dam, σαν αντιδάνειο μου "μυρίζει". Τι λένε οι πιό ειδικοί;]

Για τα αιγοπρόβατα χρησιμοποιούν την παστούρα: ένα σκοινί μικρού μήκους, που δένουν τα δυό πόδια του ζώου μαζί (μπροστινό-πισινό), έτσι που το ζώο να μπορεί να περπατήσει, αλλά να μήν μπορεί να τρέξει και κυρίως να πηδήξει πάνω από τους μαντρότοιχους.

Συνώνυμα: πέδικλο, πεδούκλι, πεδούκλα

Ετυμολογία από το λατινικό pastor: ποιμήν, βοσκός.

Αυτός ο τράος, ο μουσκούρης, διάολος σκέτος. Ούτε παστούρα λοαριάζει, ούτε τίοτα! Σάρταρε το τοίχο, ίσαμ'ένα μπόι, μπήκε στο χωράφι του γείτονα και τού'λασε τσι ζίκες.

μουσκούρης: ξανθοκόκκινος στη ντοπιολαλιά της Κύθνου.

ζίκα: η κατσίκα στη ντοπιολαλιά της Κύθνου.

Χαρακτηριστική είναι η "εξαφάνιση" κάποιων συμφώνων ανάμεσα σε φωνήεντα, όπως διάολος (λέγεται και σε πολλά άλλα μέρη), αλλά και λοαριάζει (λογαριάζει), τίοτα (τίποτα)

Ρήμα: παστουρώνω (μτχ. παστουρωμένος, αντιθ. ξεπαστούρωτος)

Το ξεπαστούρωτος χρησιμοποιείται μεταφορικά και για ανθρώπους που δεν ανέχονται δεσμεύσεις, που έχουν "ξεφύγει".

Ο Γιώργης; Δε βρίσκεις άκρια με δαύτονε! Ξεπαστούρωτος!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φιλική συμμετοχή dryhammer

Δεν συμμετέχει ο Γιώργος Νταλάρας

Πλεύση ιστιοφόρου σε κατεύθυνση σχεδόν αντίθετη προς αυτήν του ανέμου. (Στην πραγματικότητα η ελάχιστη γωνία πλεύσης, ως προς την κατεύθυνση του ανέμου είναι γύρω στις 45 μοίρες, εξαρτώμενη από τον τύπο του σκάφους και το είδος της ιστιοφορίας του).

Ένα σκάφος ταξιδεύει όρτσα, όταν πλέει (ανεβαίνει), όσο πιο αντίθετα στον άνεμο μπορεί. Είναι η πιο εκπληκτική πλεύση, με το σκάφος να γέρνει πολύ (κουπαστάρει), τα πανιά να τραβούν τα ξάρτια, να πιέζεται το κατάρτι και να βουτάει με αφρούς στο κύμα η πλώρη,βρέχοντας το κατάστρωμα και το πλήρωμα. Από (εδώ).

Ετυμολογία από τα ομόρριζα ιταλικό orza και γαλλικό orza. Από (εδώ).

Συνήθως όταν ο καπετάνιος δώσει την εντολή "όρτσα!" πρέπει ο τιμονιέρης να στρέψει την πλώρη του σκάφους προς την κατεύθυνση του ανέμου, ενώ ταυτόχρονα το πλήρωμα φέρνει τε πανιά σχεδόν παράλληλα με τον διαμήκη άξονα του σκάφους.

Ανίθετο: "πόντζα!". Με την εντολή αυτή ο τιμονιέρης στρέφει την πλώρη του σκάφους μακριά από την κατεύθυνση του ανέμου, και το πλήρωμα φέρνει τα πανιά υπό γωνία, ως προς το διαμήκη άξονα.

Κατά την Επανάσταση του '21, μετά την εισβολή του Ιμπραήμ, ο τότε πρωθυπουργός Κουντουριώτης, διόρισε αρχιστράτηγο ένα δικό του άνθρωπο (οι εμφύλιες διαμάχες ήταν στα χειρότερά τους) τον Υδραίο πλοίαρχο Κυριάκο Σκούρτη (εδω), ο οποίος ηγήθηκε των Ελληνικών δυνάμεων στη μάχη στο Κρεμμύδι (εδώ). Κι όπως γράφει ο Μακρυγιάννης:

Έλεγε των στεργιανών, «Όρτσα, πότζα!» Εκείνοι έλεγαν «Τι λέγει αυτός, γαμώ το καυλί τ’;» (Σαραντάκος)

Αποτέλεσμα: συντριβή με περισσότερους από πεντακόσους Έλληνες νεκρούς.

"όρτσα α λά μπάντα!". Στροφή προς την κατεύθυνση του ανέμου, έτσι ώστε η πλώρη, αφού έλθει στιγμιαία σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση με τον άνεμο (μηδενική γωνία) στη συνεχίζει να στρέφει απομακρυνόμενη από την κατεύθυνση του ανάμου μέχρις ότου τα πανιά "ξαναπάρουν" τον αέρα και η πλεύση συνεχίσει στα όρτσα, αλλά με αντίθετη γωνία. Με τον ελιγμό αυτόν ("τακ" στην ορολογία των ιστιοπλόων) το ιστιοφόρο κατευθύνεται αντίθετα προς την κατεύθυνση του ανέμου με διαδοχικά ζικ-ζακ.

Το αντίθετο είναι το "ποντζα α λα μπαντα". Με τον ελιγμό αυτο αλλάζουμε κατεύθυνση πλεύσης απομακρύνοντας την πλώρη από την κατεύθυνση του ανέμου μέχρις ότου πλεύσουμε με αντίθετη γωνία προς τον άνεμο.

Στο μελτέμι τα ορτσάροντας με κόντρα φλόκο

Στο γαρμπή τ’ αρμενίζοντας πόντζα α λα μπάντα

Οδυσσέας Ελύτης "Το Άξιον Εστί"

Το ρήμα είναι ορτσάρω.

ορτσάρισε κι έλα γιαλό

πού'χω δυο λόγια να σου πώ.

Αιγαιοπελαγίτικο τραγούδι

Επίσης χρησιμοποιείται και μεταφορικά γιά να δείξουμε πως πάμε "κόντρα" σε κάποια πράγματα ή καταστάσεις.

Όρτσα, διάλε την πίστη του, κι όπου το βγάλ' η βράση,

γιά πού θα σάσει μια δουλειά γιά που θα 'σοχαλάσει.

Νίκος Καζαντζάκης (Αναφορά στο Γκρέκο)

Όρτσα τα πανιά

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συγκροτημένη ομάδα μελών ενός πολιτικού κόμματος που έχουν κοινή ιδεολογική ταυτότητα και επιδιώξεις και συνεδριάζουν μυστικά για να αποφασίσουν ποια στάση θα κρατήσουν στα επίσημα κομματικά όργανα. (Από εδώ).

Ετυμολογία από τη ρωσική, фракция (εδώ), που με τη σειρά της προήλθε από τη λατινική fractio (εδώ).

Αυτοί έχουν κάνει φράξια και πάνε να διασπάσουν το κόμμα. (Από εδώ).

Παράγωγα φραξιονιστής, φραξιονισμός, φραξιονιστικός.

Άλλη μια λέξη της κομματικής αργκό προερχόμενη από το χώρο της κομμουνιστικής αριστεράς, με τη γνωστή γλωσσική διαδρομή: Λατινικά => Ρωσικά (συνήθως μέσω κάποιας άλλης Ευρωπαϊκής γλώσσας, κυρίως της Γερμανικής => Ελληνικά. (Δες και κοοπτάτσια).

Βέβαια όπως συνήθως συμβαίνει (το'χα πάθει και γώ άλλωστε, εδώ) η λέξη απέκτησε άλλη σημασία στ' αυτιά των "αμύητων", όπως φαίνεται στο παράδειγμα:

Σκηνή από το "φοιτητικό" καφενείο, δίπλα στο Πολυτεχνείο, λίγο μετά τη μεταπολίτευση. Ο καφετζής έχει ακούσει τη λέξη και τα παράγωγά της, "μεταφράζοντάς τα κατά το δοκούν". Σχολιάζει το "εξάπορτο" που έκανα στον αντίπαλο "φράζοντας" τα πούλια του:

Τι βλέπω Μήτσο, φραξιονιστικές ενέργειες;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία