Δυσκόλεψαν οι συνθήκες, αντιμετωπίζουμε προβλήματα, πιεζόμαστε πολύ, εργαζάμαστε πυρετωδώς, τρομάζουμε. Βάζω στη θέση του κάποιον.
Στη φράση «Να σφίξουν λίγο οι κώλοι»: για να σοβαρευτούμε λίγο, να σταματήσει ο χαβαλές, να δουλέψουμε.
Συνώνυμο: πάθαμε κωλοσφίξιμο.
- Άσ' τα, σφίξαν οι κώλοι μετά που ήρθε ο νέος γενικός διευθυντής! Πάνε οι μέρες της ρέκλας!
(Μπορεί να συνοδεύεται και από μία χαρακτηριστική χειρονομία ανοιγοκλεισίματος των δακτύλων του δείκτη και του αντίχειρα)
- - Για να σφίξουν οι κώλοι εδώ μέσα γιατί πολύ αέρα πήραν μερικοί-μερικοί!