Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Η φούνταμπάφος) η οποία είναι κακής ποιότητας, συνήθως από την Αλβανία.

Ρε μαλάκα πάλι μπουρούχα αλβανική θα πιούμε; Αφού ξέρεις ότι μου γαμάει το λαιμό!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το χόρτο, μπάφος, γάρο, ρο, φοσμπά, γενικώς ή το χασίς ή το τσιγαριλίκι.

  1. - Ρε συ τί λέει, θα πιούμε κάνα μαύρο;

  2. - Θα στρίψεις κάνα μαύρο να το σκάσουμε;

(από Khan, 12/02/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η χάχα (πληθ. οι χάχες) είναι το ναρκωτικό που φέρνει γέλιο (η φούντα).

Είχαμε κάνει τις χάχες μας και ήταν αδύνατο να είμαι σοβαρός στο μάθημα...

Σχετικά: φουνταμενταλισμός, ο, χασίστες και φουντικοί, Ποκαφούντας, πρεζόφουντα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στέλνω μια γκόμενα ή αλλιώς κερνάω το βελόνι. Δηλαδή τσουλάω το ασήμι, τρυπιέμαι, ρουφάω ζουζού.

ΛΕΛΟΣ: Άραγκον κοκαλεο και δε με πιάνει η αλκοόλη πλέον...
ΚΟΚΑΛΟΣ: Θα σου δώκω να τσουλήσεις πρώτο πράμα αδερφέ μου, λίρα εκατό σου λέω..
ΛΕΛΟΣ: Θα πονέσω;
KOKAΛΟΣ: Με το πρώτο σουτ θα σου φύγει ο ιδρώτας, εγγύηση!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έρχομαι σε κατάσταση νιρβάνας.

Ήπιε τόση πολλή νταφού χτες που την άκουσε κανονικά!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κατάσταση που συμβαίνει συχνά όταν έχεις φάει τριπάκι και προκαλείται από κάτι που ερεθίζει τις αισθήσεις ή τη σκέψη. Η λέξη χρησιμοποιείται καταχρηστικά από τους τρίπιους.

- Πω ρε μαν, θυμήσου τις προάλλες που φάγαμε, πώς ήταν!
- Άσε ρε μαχλέπα, είχα αγχωθεί τρελά με το κινητό που δεν είχε σήμα.
- Γιατί εγώ τι νομίζεις ότι έπαθα όταν είδα στην τηλεόραση τον Έλβις Πρίσλεϊ; Αγχώθηκα!
- Τι άγχος ρε παιδί μου αυτό το τριπάκι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

LSD σε μορφή εμποτισμένου χαρτιού το οποίο κόβεται σε ολόκληρο, μισό και τέταρτο. Διαφορετική εικόνα στο χαρτί σημαίνει και διαφορετική περιεκτικότητα σε LSD, επομένως διαφορετική ισχύ. Οι εικόνες ποικίλλουν με πιό χαρακτηριστικές τον Asterix, το βατραχάκι και το hoffman, το λεγόμενο και «ποδηλάτης».

Η λέξη προέρχεται από την αγγλική trip (ταξίδι) λόγω του χαρακτηριστικού ακούσματος που σου δίνει το LSD. Ο χρήστης του χαρακτηρίζεται με την αρκετά εμπνευσμένη έκφραση τρίπιος.

-Τι έπαθε ρε μαν ο Τεό και κοιτάει μιά ώρα το μπουκάλι;!
-Έφαγε μισό ποδηλάτη δικέ μου...
-Πω μαέβιους! Τρίπιος κιετσ'...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ο/η ψυχολογικά διαταραγμένος /-η . Αυτός που γυαλίζει το μάτι του. Ο ελαφρά παρανοϊκός που όμως δεν μπορεί (ή δεν ενδιαφέρεται) πλέον να το κρύψει: πετάει ξεκάρφωτα, μιλάει χωρίς νόημα, κοιτάει επίμονα το κενό ή τα μάτια των άλλων χωρίς εμφανή λόγο. Ενδεχομένως αυτή η απόκλισή του από το φυσιολογικό να είναι αποτέλεσμα χρόνιας λήψης ναρκωτικών.

Χρησιμοποιείται και ο πληθυντικός του ουδέτερου («πειραγμένα») για πραγματικές καταστάσεις που αγγίζουν τα όρια του σουρεάλ ή για μορφή τέχνης που εμφανώς μεταδίδει την γνώριμη εκείνη αίσθηση για την ψυχική υγεία του δημιουργού της.

- Είδες cinema το καινούριο του Λίντς;
- Ποιο ρε λακαμά; Αυτά είναι πειραγμένα!

Οι ψυχικές νόσοι προσβάλλουν το 4% του γενικού πληθυσμού. Εκτός από αυτούς κυκλοφορούν και οι πειραγμένοι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απαρχαιωμένος χαρακτηρισμός του πρεζάκια. Αυτός που «πίνει» λάβδανο, παραμύθα, ζουζού κ.ά. Σήμερα έχει λίγο πολύ περιπέσει σε αχρησία.

- Τζάσε τον λαβδανάκια από τη μέση γιατί κάνει στα χάπατα τη ζωή πατίνι!! (έκφραση των πρεζάκηδων)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο συμπαγής, ευθύβολος εμετός, απόρροια εκτεταμένης κατανάλωσης αλκοόλ.

-Και αφού πιώ το δέκατο υποβρύχιο βγαίνω λίγο να πάρω αέρα, και με το που βγαίνω φεύγει στα καπάκια ρουκέτα στο πεζοδρόμιο... Ε, έτσι ίσιωσα και άρχισα τις τεκίλες!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία