Επιπλέον ετικέτες

Έκφραση θαυμασμού που αναφέρεται συνήθως σε δυναμικές γυναίκες, με χαρακτηριστικά ανδρών.

- Την πήρες τελικά την δουλειά που έλεγες;
- Μου την έφαγε μια γκόμενα με αρχίδια!

(από allivegp, 22/05/09)(από patsis, 21/05/10)(από patsis, 13/03/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η πεμπτουσία του Ελληνικού τρόπου ζωής. Και με τα καλά του και με τα κακά του.

Λέξη πολυσήμαντη, ανάλογα με τα συμφραζόμενα και με τη διάθεση, που μπορεί να σημαίνει πράγματα τόσο αντιφατικά όσο και η Ελληνική καθημερινότητα.

Σε φάση πρώτη, η σημασία είναι θετική. Νωχελικά ευχάριστο χάσιμο χρόνου, συνήθως με παρέα. Χαλαρά. Άραγμα, τεμπελιά. Πλάκα, μάλλον με διάθεση ειρωνείας, κέφι. (Παράδειγμα 1).

Εξηγούμαστε για να μη παρεξηγούμαστε:

Τετράωρες φραπεδιές συνοδευόμενες από κουβέντες π.χ. για παλιές γκόμενες και καινούργιες μεταγγραφές είναι χαβαλές. Σχεδόν ορισμός. Τετ-α-τετ με το αίσθημα σε μπαράκι, έξοδος για φαγητό σε μουράτο ρεστωράν και clubbing δεν είναι χαβαλέ. Συνήθως είναι κούραση.

Μπιρίμπα απογευματινή είναι χαβαλέ, ειδικά όταν διανθίζεται με ανέκδοτα. Πόκα δεκατετράωρη, αντιθέτως, είναι δουλειά και μάλιστα σκληρή και με άγχος.

Για τα παιχνίδια στον υπολογιστή, εξαρτάται. Γενικά, ο,τιδήποτε απαιτεί να ανοίξουμε λογιστικό φύλλο σε παράπλευρο λάπτοπ για να κρατάμε λογαριασμό για το γίνεται στο παιχνίδι, δεν είναι χαβαλέ – είναι πρότζεκτ.. Ένα ήπιο shoot ‘em up, ειδικά αν υπάρχει κερκίδα, μπορεί να είναι.

Σε φάση δεύτερη, τα πράγματα αρχίζουν να παρεκτρέπονται. Η ειρωνεία γίνεται σαρκασμός (Παράδειγμα 2) και ένας γενικός τζερτζελές εξελίσσεται σε μπούγιο, σασυρμά και φασαρία (Παράδειγμα 3).

Διευκρινιστικά και πάλι:

Μιάμιση ωρίτσα υπονοούμενα για το πόσο κοντοτσούτσουνοςείναι ο Γιαννάκης μπορεί να είναι χαβαλές. Οριακά. Να ενημερώσουμε, όμως, την γκόμενα την οποίαν ψήνει ότι ο Γιαννάκης την έχει ακριβώς δέκα πόντους και το έχουμε αυτό από καλή πηγή διότι μας το είπε ο Θεμιστοκλής με τον οποίον ο Γιαννάκης ανακάλυπτε μια άλλη πλευρά του εαυτού του πριν έξι μήνες – αυτό αρχίζει να γίνεται αδιακρισία.

Να ενσκήψουμε δέκα μαντραχαλαίοι στο σπίτι της Γιολάντας το Σαββατοκύριακο που λείπουν οι γονείς της, να πιούμε όλα τα αποθέματα Τζακ του μπαμπά της και να καπνίσουμε όλους τους Μοντεχρήστους του, μπορεί να είναι χαβαλές. Αν υπάρχει καλή μουσική. Τα ανωτέρω συν να κάνουμε ώπα τον γάτο της Γιολάντας στον οποίον προηγουμένως είχαμε ταίσει τα χρυσόψαρα – αυτό κάπου παραβαίνει τους πατροπαράδοτους κανόνες της φιλοξενίας.

Σε φάση τρίτη, η σημασία είναι σαφώς αρνητική. Συλλογικός ξυσταρχιδισμός. Σύννεφο η μαλακία. Προχειρότητα. Μια στο καρφί και μια στο πέταλο. Κοροϊδία (Παράδειγμα 4).

Εννοείται ότι χαβαλέ με αυτή την κακή έννοια κάνουν μόνον οι άλλοι, ποτέ εμείς. Όταν ο δημόσιος υπάλληλος ξύνει τα αρχίδια του διαβάζοντας εφημερίδα μέχρι τις 11, ασφαλώς και κάνει χαβαλέ και είναι προσωπικά υπεύθυνος για την παράλυση της κρατικής μηχανής. Όταν εμείς κάνουμε χαβαλέ, ξύνοντας τα αρχίδια μας και διαβάζοντας εφημερίδα μέχρι τις 11.30, απλώς ασκούμε ένα κεκτημένο δικαίωμα παντός Έλληνος εργαζομένου.

Ο χαβαλές μπορεί να είναι και προσδιορισμός ατόμου. Πάλι αντιφατικά, περιγράφει είτε τύπο ωραίο και πλακατζή (Παράδειγμα 5) είτε τον απόλυτο σπασαρχίδη παραλία(Παράδειγμα 6).

Και, η λέξη “χαβαλέ”, χωρίς άρθρο, είναι και επιρρηματικός τύπος. Μπορεί να σημαίνει εύκολα, άκοπα (Παράδειγμα 7) ή, απ’την άλλη, άδικα, κρίμα, τζάμπα και βερεσέ (Παράδειγμα 8).

Λέγεται ότι ο χαβαλές υπάρχει στο DNA του Έλληνα. Αυτό είναι μάλλον αλήθεια χωρίς να σημαίνει ότι και ένας ξένος που εγκαθίσταται στην Ελλάδα δεν μπορεί να μπει στο πνεύμα και μάλιστα σχετικά γρήγορα π.χ. οι ξένοι προπονητές ποδοσφαίρου, οι περισσότεροι.

  1. - Βρεθήκαμε με τα παιδιά για καφέ και κάτσαμε μέχρι τη μία. Ωραίο χαβαλέ, μας τσάκισε ο ψηλός με τ’ανέκδοτα του ...

  2. – Καλά ρε μαλάκα, δεν ντρέπεστε λίγο; Το παιδάκι πρώτη φορά έφερνε την κοπέλα στην παρέα και σεις τον είχατε όλο το βράδυ στο χαβαλέ και στο δούλεμα ...

  3. – Έγινε χοντρός χαβαλές το Σάββατο ... φύγαμε από Τούμπα καρφί για Τσιμισκή, πέσαμε πάνω σε κάτι σκουλήκια στην Έκθεση και τους τρέξαμε μέχρι τη Διαγώνιο ...

  4. – Δεν μπορώ να καταλάβω τι χρώμα μαλακία βαράνε στο Υπουργείο ... Τέτοιο χαβαλέ δεν έχουν ξαναδεί τα μάτια μου ... τη μια ο υπεύθυνος είναι σε αναρρωτική, την άλλη η προϊσταμένη έχει πάει σε επιμορφωτικό σεμινάριο, τρεις μήνες ζητάω μια βεβαίωση και με έχουν γράψει κανονικά στην αρχίδα τους ... Τσάμπιονς Ληγκ στο χαβαλέ να γινόταν, χαλαρά θα την παίρνανε την κούπα ...

  5. – Έξω καρδιά ο μπατζανάκης σου, ε; Και τις πλακίτσες του και τα τσιπουράκια του ... πρώτος χαβαλές ο τύπος ...

  6. – Γαμώ την αγανάκτησή μου ρε Γιώργο, τι χαβαλές είσαι σε ρε αδερφάκι μου; Δεν σου είπα πριν φύγω να τηλεφώνησεις στον υδραυλικό; Μια βδομάδα στάζει η βρύση γαμώ την καταδίκη μου και το μόνο που κάνεις είναι να την κοιτάς και να μετράς τις σταγόνες ...

  7. – Δυο γκολάκια στα πρώτα είκοσι λεπτά, στο χαβαλέ το πήραμε το ματς.

  8. – Χαβαλέ τη χάσαμε τη δουλειά, πρόεδρε ... δέκα χιλιάρικα χαμηλότερη προσφορά να κάναμε θα την παίρναμε, αλλά ο δικός σου που ήξερε και καλά μας παραμύθιασε και κάτσαμε στον άξονα των Ψ ...

(από dryhammer, 05/07/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ένας περιφραστικός τρόπος να πεις κάποιον χαζοχαρούμενο. Χρησιμοποιείται με διάθεση συνήθως περιπαικτική και όχι προσβλητική για να χαρακτηρίσει ανθρώπους εύθυμους και γελαστούς περισσότερο από το συνηθισμένο.

Μην της δίνετε σημασία παιδιά, έτσι γελάει όλη την ώρα... Χαζό παιδί χαρά γεμάτο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ατάκα παλιού και πασίγνωστου ανεκδότου, η οποία πλέον αυτονομήθηκε σύμφωνα με το πνεύμα των καιρών και υφίσταται ως ξεχωριστή και επίσημα αναγνωρισμένη οντότητα, χρησιμοποιούμενη για να περιγράψει μία κατάσταση όπου το υποκείμενο κουρντίζεται και φτιάχνεται μόνο του για κάτι χωρίς να υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ότι αυτό που τον καίει θα στραβώσει.

Για όσους έζησαν τα προηγούμενα χρόνια σε μία γυάλα και δεν γνωρίζουν το ανέκδοτο, τύπος μένει από λάστιχο μέσα στο δάσος μαύρα μεσάνυχτα και δεν έχει γρύλο για να σηκώσει το αυτοκίνητο. Βλέπει ένα αγροτόσπιτο στα 500 μέτρα και ξεκινάει.

Όσο περπατάει σκέφτεται και μονολογεί: «Αγροτόσπιτο είναι, σίγουρα θα έχει εργαλεία. Δε μπορεί, ένα γρύλο θα έχει. Για φαντάσου να έχει γρύλο και να μη τον δίνει. Εγώ να το δανειστώ για μισή ώρα θέλω, δεν θα του τον πάρω. Ρε τον πούστη, τον αρχιτσιγκούναρο. Σιγά ρε μπαγλαμά μη σου φάω το γρύλο. Αλλά πρέπει να πέσεις εσύ στην ανάγκη μου να σου σιάξω εγώ τη γραβάτα. Μα τι μάρκα μαλάκας είναι αυτός; Βραδιάτικα να μη βοηθάει, που κανονικά θα 'πρεπε αυτός να έρθει και να αλλάξει το λάστιχο, ο μαλάκας. Αλλά φταίω εγώ που κάθομαι και παρακαλάω».

Χτυπάει την πόρτα και μόλις ανοίγει ο χωρικός, του λέει «ρε άι σιχτίρ κι εσύ κι ο γρύλος σου».

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παραλλαγή του γαμάει και δέρνει.

Καλά ποιος είμαι; Ο γαμών και σπέρνων;

Δες και σπέρνει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ασήμαντο, ανάξιο λόγου.

Αυτή είναι τραγουδίστρια του κώλου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αδιαφορώ, κάνω πως δεν καταλαβαίνω, το φιλοσοφώ, το διασκεδάζω.

Το έριξε στο σορολόπ.

Άσ' τον μωρέ αυτόν τον σορολόπ (= μην ασχολείσαι με τον άστατο).

Ένα, δυο, τρία, ωπ! (από poniroskylo, 14/12/09)(από dryhammer, 26/05/14)

Δες και σορολόπ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φαφλατάς και μεγαλόστομος.

(πομφόλυγα = φούσκα)

-Ήλθε και αυτός ο πομφολυγοπαφλάζων, με ύφος δεκαπέντε καρδιναλλίων, και μας τα έπρηξε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πλήρης αδυναμία συντονισμού, σύγχυση, ο καθένας το δικό του. Επί ατόμου: αφερέγγυος, μη προβλέψιμος, με τάση προς παλινωδίες. Επίσης, κλινικά αφηρημένος και απρόσεκτος.

  1. - Καλά, κυβέρνηση είν' αυτή; Ο κάθε μαλάκας υπουργός το μακρύ του και το κοντό του.
    - Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν, αγόρι μου. Δεν βγάζεις άκρη, γάμησε τα.

  2. - Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν το άτομο, τελείως όμως - τη μία έτσι την άλλη γιουβέτσι.

Ολόκληρη η έκφραση: τρεις λαλούν και δυο χορεύουν κι άλλοι τρεις του αγναντεύουν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προέρχεται από γαλλικό enfant gateaux = παιδί-γλυκό, βουτυρόπαιδο. Το λέμε όταν, συνήθως σε συγκεντρώσεις, μαζεύεται κόσμος δήθεν, σνομπ και γλοιώδης.

Χτες στο πάρτυ της νομικής ήταν μαζεμένο όλο το αφάν γκατέ και έφυγα 1 ώρα αρχύτερα...

αποφασίσαμε να παραμείνει ο ορισμός αν και λάθος, επειδή έχει ενδιαφέρον το πώς προσλαμβάνεται η έκφραση από κάποιον που δεν ξέρει καλά την προέλευσή της. Πιθανόν επίσης ο Ikaros να κάνει λογοπαίγνιο.

Ο σωστός ορισμός αναφέρεται παρακάτω, στα σχόλια, από τους ironick, Sarant και Ο ΑΛΛΟΣ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία