Επιπλέον ετικέτες

Ο καθυστερημένος.

Αυτός που συχνάζει στα μπουζούκια μπας και του κάτσει καμιά χαζογκόμενα.

Συνήθως ο μπουζουκάγκουρας-μπουζουκοπίθηκος είναι ιδίας καταγωγής με τον αυστραλοπίθηκο. Αφού καθίσει σε ένα τραπέζι που χωράνε άνθρωποι στις διαστάσεις του Τζον Κόρφα και δώσει 150 ευρώ για μια φιάλη νοθευμένο τσόνι η κατεσάρ, σηκώνεται να κάνει το κομμάτι του χορεύοντας ποζεροζεϊμπέκικο, με το τσιγάρο στο στόμα και τον νταλγκά να τρέχει απ' τα μπατζάκια.

- ... Μετά την εξεταστική, μαλάκες θα το κάψουμε! Θα πάρουμε τα καλύτερα νιαμού της σχολής και θα πάμε στον πούσταρχο.
- Τι λες ρε μαλάκα μπουζουκοκάγκουρα, τράβα μόνος σου!
- Ταγάρι...

(από kapetank, 09/03/10)(από kapetank, 09/03/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Nτιτζέι (DJ), ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού, που παίζει υπερβολικά πολλές φορές το «I Will Survive». Mία φορά είναι ήδη υπερβολικά πολλές.

Μωρέ καλό μπαράκι, καλή ατμόσφαιρα... αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά... πολλοί άντρες, καθόλου γυναίκες. Άσε που είχε και ντιγκέι...

Πηγή: Πλαθολόγιο - H απουστειρωμένη έκδοση, εκδ. Intro 2008, του Λύο Καλοβυρνά

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία