Πρόκειται για ευρέως διαδεδομένη λέξη η οποία σημαίνει τον υπερήλικα, με μία δηκτική ωστόσο χροιά. Σημαίνει δηλαδή τον μεγάλο σε ηλικία και ανίκανο, εξαιτίας της ηλικίας αυτής, για τα περισσότερα πράγματα.

-Όλο το βράδυ μου έκανε καμάκι ο πατέρας του Γιώργου. Δε βλέπει που δεν μπορεί να περπατήσει καλά καλά, θέλει και έρωτες το ραμολί, κατάλαβες;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κατάσταση σταρχιδισμού, προέρχεται απο το γαλλικό je m'en fous που σημαίνει «δεν με νοιάζει».

  1. - Κάθε μέρα έξω και βόλτες μου είσαι, και κάνα βιβλίο δεν ανοίγεις. Όλο ζαμανφού μου είσαι!!

  2. - Ρε, η γκόμενα θα γίνει έξαλλη αν γυρίσεις αργά σπίτι.
    - Ζαμανφού ρε!

Σάκης Μπουλάς, "Ζαμανφού". (από Hank, 10/02/09)(από Khan, 04/05/14)

βλ. και ζαμάν φου, ζεμανφουτίδης, ζαμανφουτίστας

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το cult (θρησκεία, αίρεση). Είναι κάτι (συνήθως καλλιτεχνικό δημιούργημα) που έχει δημιουργήσει φανατικούς οπαδούς.

Συνήθως αυτό το κάτι δεν κατάφερε να κάνει μεγάλη επιτυχία στο ευρύ κοινό, ή δεν κατάφερε να ολοκληρωθεί, αλλά όσο περιορισμένο αντίκτυπο είχε, τόσο φανατικοί είναι οι θαυμαστές του μερικά χρόνια μετά.

- Το σάββατο έχουμε βραδιά βιντεοταινίας, έρχεσαι;
- Ωχου ρε συ, μαλακίες θα βλέπουμε τώρα; Τι βρίσκετε σε αυτή την ογδονταρία;
- Έλα ρε που το παίζεις ποιοτικός... Αφού είναι καλτ τα '80ς!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκ του Αγγλικού high. Κάτι το χλιδάτο, όμως και κιτσάτο. Γκλαμουριά, μάλλον απροσδόκητη. Χρήση, συνήθως, ειρωνική. Συνήθως είπαμε.

- Και με το που προσγειωνόμαστε, περιμένει σωφέρ. Με καπέλο. Και μας πάει στη Ρολζρόις. Που έχει μπαρ. Που είναι πίτα στις σαμπάνιες. Χαϊλίκια πράματα.
- Νταξ, αφού είσαι χάι μεγάλε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παράφραση του γαλλικού savoir-vivre (προφέρεται «σαβουάρ-βίβρ» και είναι οι περίφημες «συνταγές» για καλούς τρόπους). Με τον όρο αυτόν περιγράφεται ο χοντροκομμένος άνθρωπος ή αυτός /-ή που παρουσιάζει ανάρμοστη συμπεριφορά.

- Ωραία γκόμενα η Στέλλα και πολύ σαβουάρ-βίβρ, φίλε μου...
- Τι σαβουάρ-βιβρ και μαλακίες... επειδή έχει τζακούζι στο σπίτι της και κρυστάλλινα ποτήρια; Σιγά και τη μόστρα... Θες να πεις σαβούρα-βίβρ... Δεν θυμάσαι που στον γάμο της πήγε στην εκκλησιά μασώντας τσίχλα;
- Έλα ντε... Και φορούσε και στριγκάκι... Ωραία περάσαμε εκείνη τη μέρα πάντως...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απαστράπτουσα χλιδή, πραγματική ή επινοημένη. Οι φέροντες χαρακτηριστικά γκλαμουριάς αποκαλούνται γκλαμουράτοι.

Η έκφραση συνήθως εμπεριέχει ψήγματα σαρκασμού, εκτός εάν ο χρήστης της στερείται παντελώς της αίσθησης του γελοίου.

Είναι απίστευτο, αλλά η λέξη αποτελεί Ελληνικό αντιδάνειο: γκλαμουριά > glamour > gramarye (μαγεύω, στα Σκωτικά) > grammar (η μάθηση, κυρίως απόκρυφων και μαγικών τεχνών, στα μεσαιωνικά Αγγλικά) > γραμματική. (Βλέπε www.etymonline.com)

«Ένα στίγμα που ανάλογο δίνουν πια σχεδόν όλα τα ξένα φεστιβάλ- η γκλαμουριά, η νοτιοευρωπαϊκή κυρίως ιδέα του φεστιβάλ ΄ντυνόμαστε καλά και πάμε να δούμε τον σταρ΄ εξαφανίζεται, ακόμα και στη Βερόνα.» (Τέρμα στους σταρ και στην γκλαμουριά, ΤΑ ΝΕΑ, 28 Ιουνίου 2008)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ιταλικής προελεύσεως (subito) και σημαίνει ξαφνικός, που δεν τον περιμένεις.

Ο σούμπιντος συνήθως εμφανίζεται στην πιο ακατάλληλη στιγμή. *Πας να λουφάρεις για να γλυτώσεις το καθάρισμα της αποθήκης στο γραφείο και τσουπ! σούμπιντος ο διευθυντής βρίσκεται μπροστά σου! *Έχεις ψαρέψει μια χαζογκόμενα και την πας για ποτό και ό,τι άλλο προκύψει, πίνεις το ποτό σου και τσουπ! εμφανίζεται σούμπιντος ο δικός της, τον οποίο έχει ξεχάσει ν' αναφέρει σε σένα! *Πυροβολάς ελεύθερα γιατί ξέρεις ότι η γκόμενά σου παίρνει αντισυλληπτικά και, πριν προλάβεις να πάρεις μια ανάσα, σούμπιντη η δικιά σου πετάγεται και σε βάζει να τρέξεις να βρεις φαρμακείο γιατί σήμερα το ξέχασε!

Πήγα να την κάνω κοπάνα από την ώρα της ιστορίας και την στιγμή που βρισκόμουν στην πόρτα εμφανίστηκε σούμπιντη η φιλόλογος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ορισμός που δηλώνει την ποιότητα και την πυκνότητα ενός σώματος, αντικειμένου ή υλικού.

  1. Το γραφείο είναι από μασίφ ξύλο.

  2. Οι βέργες είναι μασίφ, δεν είναι κούφιες.

  3. Ρε μαλάκα! Τι γκόμενα είναι αυτή; Πολύ μασίφ πράγμα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Η στάση ζωής του σνομπ
  2. Το σινάφι των σνομπ.
  3. Ο ίδιος ο σνομπ. Συνώνυμο: «σνομπάκιας».

Λέγεται ειρωνικά, κυρίως για όσους δεν τους παίρνει με τίποτα να το παίζουν σνομπ.

  1. Αυτός μας το παίζει αριστερός, αλλά είναι μία σνομπαρία άλλο πράμα!

  2. Μην καλέσεις την Ελένη στο πάρτυ γιατί θα πλακώσει όλη η σνομπαρία μαζί της και θα ξεκαβλώσουμε άσχημα.

  3. Ρε... σνομπαρία, δεν μας παίζεις τώρα που έγινες διάσημος; Το ξέχασες το χωριό σου;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο,τιδήποτε κοινότοπο και συνηθισμένο ή πολυχρησιμοποιημένο από τον απλό λαό, σε σημείο που να θεωρείται ξεπεσμένο ή ακόμη και παρακατιανό (ή αλλιώς ... σκέτη λαϊκούρα).

- Ρε παιδί μου, αυτή η Μαίρη, πώς το έκαψε έτσι το μαλλί της για να γίνει ξανθιά; Απαπα! πολύ μπανάλ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία