Γλύφανο ή αλεζουάρ (και αμερικλανιστί reamer)

Εργαλείο που σαν σκοπό έχει την λείανση μιας οπής που έχει τρυπηθεί με κοινό τρυπάνι.

Πρώτα πχ. ανοίγουμε μια τρύπα με τρυπάνι Φ 8,8 μμ και με το γλύφανο το πάμε 9 μμ ακριβώς.

Έτσι και το σκατό παραλληλίζεται με το τρυπάνι και η ψωλάρα ή ο σχοινοκαθαριστήρας παραλληλίζεται με το γλύφανο.

Χώσε μωρό μου το γλύφανό σου μέσα, τώρα που έχω χέσει και είμαι ανοιχτός (λέει ο πουστράκος στον βεληγκέκα του)

(από ο αυτοκτονημενος, 23/10/10)(από ο αυτοκτονημενος, 23/10/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τύπος και εργαλείο βασανιστηρίου, με μεταλλικές «αυγουλοθήκες» οι οποίες φυλακίζουν έναν-έναν ξεχωριστά τους όρχεις. Αφού το συνδέσουμε στην πρίζα, θερμαίνονται οι «αυγουλοθήκες» σε σημείο που ψήνονται οι όρχεις και τραβώντας απότομα ξεκολλούνται από το υπόλοιπο σώμα.

- Ε τώρα, δεν έχει εφαρμοστεί ακόμη, σόρρυ!

(από Vrastaman, 08/09/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που προσφωνείται απαξιωτικά αλλά με πραότητα όταν κάτι πρέπει να υποβιβαστεί.

- «Σήμερα στον ΑΝΤ1 τα καλλιστεία για την Miss Ελλάς 2016».
- Της ψωλής μου τα μαλλιά. Άλλαξε κανάλι ρε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ανδρικό σπέρμα, άκα το ψωλόχυμα, το ερωτικόν γλεύκος, το παχύρρευστον πίαρ.

Σλανγκιά του σλανγιωτάτου ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

- Αχ νάξερες -σ'τό ξαναλέω- νάξερες πόσο σου πάει το το ψωλόχυμα στο πρόσωπό σου... Σού το γέμισα παντού... Σού το έκανα μούσκεμα... θ'αθελα να είχα έναν καθρέφτη νε το έβλεπες και συ... Θαρρώ όμως πως θ'ελεις και άλλο σπέρμα.... Μπόλικη, παχειά ψωλόκρεμα... Δέν είναι έτσι, Φλώσσυ;
(Μέγας Ανατολικός, Κεφ. 13 σ.23).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπάρχουν τουλάστιχον τρεις μεγάλες κατηγορίες μουνοπορδής:

Κατά σειρά ορισμού:

1. Δεν ξέρω αν είναι μεταγλωτισμένο τελικά η όχι...απλά φαντάζομε μεταγλώτιση southpark στα ελληνικά και γελάω.. Δηλαδή τον έλληνα ηθοποιό να προσποιείτε μωρουδίστικη φωνή λέγοντας: «ρούφα τ' αρχίδια μου μουνοπορδή»

2. ΕΛΑ ΜΟΥΝΟΣΤΑΥΛΕ ΜΟΥΝΟΠΟΡΔΗ ΤΗΣ ΧΡΥΣΟΠΟΡΔΗΣ ΝΑ ΜΟΥ ΚΛΑΣΕΙΣ ΜΙΑ ΜΑΝΤΡΑ ΑΡΧΙΔΙΑ..

3. Είναι μία τιποτένια λεπτή μουνοπορδή.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Να προσθέσω τρία ακόμα είδη μουνικών στον έξοχο ορισμό στη καθ' ύλην αρμόδιας Iron:

  • Κρέμα ή φάρμακο για μουνολογικές παθήσεις.
  • Το γυναικομάνι, η θηλυκή εκδοχή του αρχιδόκαμπου.
  • Μουνικό οξύ, ένα οργανικό ισχυρό οξύ, μετρίως διαβρωτικό χωρίς ιδιαίτερες βιομηχανικές χρήσεις. Προσβάλλει το δέρμα και διαβρώνει και φθείρει τα εσώρουχα. Η οσμή του είναι ερεθιστική και θυμίζει καμένο ντουί. Το καθαρό μουνικό οξύ είναι τελείως άχρωμο, αλλά το μουνικό οξύ του εμπορίου είναι κιτρινωπό επειδή περιέχει προσμίξεις.

1. μουνικό (= αλοιφή για τη θεραπεία παθήσεων των εξωτερικών γεννητικών οργάνων της γυναίκας)

1. θυμάμαι τον Κώστα Πρέκα που ήτανε πολύ – μα πολύ εξοικειωμένος με το υγρό στοιχείο. Πρωταθλητής καταδύσεων ήτανε ο άνθρωπος. Έριχνε βουτιά απ’ τον ψηλότερο βατήρα στο κολυμβητήριο κι αναστέναζε το μουνικό στις κερκίδες

3. Μικροί κυνηγάγαμε τα μαύρα βρακιά που άπλωναν τα παλιά χρόνια οι θείτσες και γιαγιάδες, αυτά που είχαν ξασπρίσει στο γνωστό σημείο απ΄το «μουνικό οξύ», και με ψαλίδι το κόβαμε και το κρεμάγαμε δίπλα στα βρακιά!! Όλες τις γειτονιάς μόλις μας έπαιρναν είδηση έτρεχαν και τα μάζευαν!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

«Κουβάδες»: δείχνει τεράστια ικανοποίηση η και απόλαυση και αποτελεί τμήμα της έκφρασης «χύνω κουβάδες». Επίσης δεν αναφέρεται μόνο σε σεξουαλικά αντικείμενα αλλά και σε οτιδήποτε μπορεί να προσφέρει απόλαυση η ευχαρίστηση. Επίσης χρησιμοποιείται ως παραίνεση.

1) Συζήτηση μεταξύ φίλων. Ερώτηση: είναι καλό το τελευταίο π.χ. (ταινία, δίσκος, παιχνίδι, βιβλίο);
Απάντηση: Καλά μιλάμε, κουβάδες!

2) Πήγαινε να φας στο τάδε εστιατόριο, το φαγητό είναι κουβάδες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει ερωτικό παιχνίδι (sex toy) που αποτελείται από αλυσίδα ή σχοινί με μπίλιες/χάντρες που εισέρχεται στον πρωκτό.

- Μάκη μου, τι δώρο θες για τη γιορτούλα σου;
- Αχ, το έχω απωθημένο να παίξω μ' ένα κωλομπεγλέρι σπέσιαλ!
- Ό,τι θέλει το παιδί.

- Και που λες, μπαίνω στο γραφείο του διοικητή και τον βρίσκω ξαπλωμένο ανάσκελα με τη μαλαπέρδα πάνω στη κοιλιά...μου λέει « έλα πιτσιρίκο να πούμε δυο κουβέντες σταράτες»..
- Ε τον βρωμιάρη...και τώρα τι θα κάνεις;
- Το μόνο που μένει να κάνω είναι να τον κεράσω ένα κωλομπεγλέρι δυόμισι μέτρα...

(από Afentikos, 14/02/15)(από Afentikos, 14/02/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σύνθετη λέξη από το τυρί και την ουρήθρα. Περιγράφει τα άσπρα στίγματα που παρουσιάζονται στο πέος, συνήθως σε περιπτώσεις φίμωσης ή/και βρόμας.

Σαν τυρόπιτα η πούτσα του. Τίγκα στη τουρήθρα.

(από liakos356, 19/02/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απαραίτητο συστατικό διαφόρων παρασκευασμάτων, κυρίως φαγώσιμων ή πόσιμων. Προκύπτει από το χύσαμε όλοι.

Μόλις μου είπαν ότι είχαν ρίξει μέσα στο γάλα χυσαμόλη, το ξέρασα κατ' ευθείαν! Μετά τους άρχισα στις μπουνιές να μάθουν να κάνουν τέτοιες πλακίτσες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία