Συνώνυμο του πουτσοχώραφο.
Μέρος γεμάτο με άντρες.
- Έχετε γυναίκες στη σχολή σου;
- Μπα φίλε, πουτσολίβαδο είμαστε...
Συνώνυμο του πουτσοχώραφο.
Μέρος γεμάτο με άντρες.
- Έχετε γυναίκες στη σχολή σου;
- Μπα φίλε, πουτσολίβαδο είμαστε...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Κατάστημα ὑγειονομικοῦ ἐνδιαφέροντος, τοῦ τύπου παστερία, τρατορία κ.τ.τ. (καὶ τῶν τοιούτων), ὅπου συχνάζουν πουστερίες καὶ πουστέρια.
Δὲν πρέπει νὰ τὴν συγχέουμε μὲ τὴν
περὶ ἧς πλείονες πληροφορίαι ἐνταῦθα.
-Πῆγες στὴν παστερία τοῦ Λαλάκη;
-Πῆγα καὶ ἦταν ὅλο τὸ ἀδελφᾶτο ἐκεῖ. Αὐτὸ δὲν εἶναι παστερία.
Πουστερία εἶναι!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Παραλλαγή της σόλο -για τον πέο- καριέρας. Εννοείται οτι κολλώνται βαρέα και ανθυγιεινά ένσημα.
Η Τζούλια έφυγε από το Σειρινακη, θα κάνει ψωλο καριέρα
- Κάποτε έκανα σεξ, μετά ακολούθησα σόλο καριέρα.
- ψωλο καριερα
- Η άλλη δεν έχει αφήσει πούτσα για πούτσα στην Αθήνα και περίχωρα και φέτος άρχισε και τις ιντερνάσιοναλ εξορμήσεις ΛΟΛ
- ψωλο διεθνη καριερα (εδώ)
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο μεγάλος γαμιάς, αυτός που ξεσκίζει τα μουνιά.
- Σε πήδηξε ο Ρούλης μωρή;
- Αχ μεγάλος σκισομήτρας Βαρβάρα μου...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Αυτός που γουστάρει γριές/γέρους.
- Ρε μαλάκα δες ποια γαμάει ο Μήτσος.
- Τι λες; Μεγάλος γεροντολάγνος αδερφάκι μου.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το αουτσάιντερ που τη βγαίνει σα γενικός γαμάουα και κατατροπώνει τους γλειφτοσπασίκλες με τα κουστούμια και το καρέ μαλλάκι. Διαβασμένος, εμπεριστατωμένος, αγέρωχος - μιλάει και οι υπόλοιποι ανοίγουν βιβλία για να καταλάβουν τι λέει. Είναι ο μοναχικός καβαλάρης που εκδικείται για το λαό κάνοντας ακόμα και σκληρό σεξ σε όποιον/όποια του αντισταθεί.
- Πω, πω δεν του κουνήθηκε κανένας στη συνέλευση της πολυκατοικίας.
- Μεγάλος βαρουφάκ παιδί μου...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Συντομογραφία του «Παίρνει Πίπα Όρθια».
Χρησιμοποιείται ως συνθηματικό μεταξύ ανδρών συνήθως κατά την περιγραφή ή την θέαση ενός κοντού στο ύψος γκομενακίου, τόσο κοντού ώστε να ικανοποιεί τις προϋποθέσεις της έκφρασης. Προφέρεται «Πι-Πι-Ο» και είναι γένους ουδετέρου.
- Ρε μόρτη την θυμάσαι καθόλου τη Στέλλα που είχαμε δει τις προάλλες;
- Ποια Στέλλα λες δικέ μου; Το ΠΠΟ;
- Α να γεια σου! Αυτή!
- Πώς να μη θυμάμαι...
Στο μπαρ:
- Κώτσο, βλέπε γκομενάκι σωστό, τρεις η ώρα από σένα.
- Τελέρε; Αυτή είναι ΠΠΟ!
- Κλάιν ρε! Μην κολλάς.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ομάδα υποειδικοτήτων της Γυναικολογίας ασχολούμενη αποκλειστικά με το μουνί (όχι σάλπιγγες, ωοθήκες και εξαρτήματα). Στους γιατρούς αυτούς καταφεύγουν κυρίες ή/και δεσποινίδες με φαγούρα στο μουνί τους αγνώστου αιτιολογίας. Οι υποειδικότητες αυτές είναι: ''μουνίατρος - ψωλοχώστης'', ''μουνίατρος - χυσοβύζης'' και ''μουνίατρος - μουνογλείφτης''.
- Αχ έχω πάει γι' αυτή τη φαγούρα σε όλους τους γυναικολόγους βρε Σούλα μου και δεν βρίσκω γιατρειά!
- Σε μουνίατρο πήγες;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Αυτή που αρέσκεται στο στοματικό σεξ ακόμα και στα πεταχτά, σε κανένα σοκάκι, καμιά πιλοτή πολυκατοικίας ή στο ασανσέρ. Μεταφορικά η βλαμμένη και τεμπέλα γυναίκα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Αυτό που του αρέσει να χύνει σε γυναικεία βυζιά. Κατά μια ευρύτερη έννοια ο γαμάουας που προσφέρει απλόχερα τα «δώρα» του στη γυναίκα.
Αχ, Καλλιόπη μου, μεγάλος βυζοχύσης ο Πάρης.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!