ἤ μανιτάρι

σλανγκασίστ ἀπὸ sceptic (λῆμμα μανίτες)

Παρωχημένη σλὰνγκ/ἀργκὸ τοῦ ὑποκόσμου τῆς προπολεμικῆς ἐποχῆς. Ἀναφέρεται ὡς μανιτάρι στὸ γλωσσάρι του Τσιφόρου... Ἐπίσης ἀναφέρεται στὸ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟΝ τῆς ΛΩΠΟΔΥΤΙΚΗΣ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑΣ τοῦ Ε. Θωμόπουλου (ἐφ. Ἀκρόπολις, ΤΕΤΑΡΤΗ, 2 Μαΐου 1934) ποὺ δημοσίευσε ὁ Ν. Σαραντάκος:"Μανιτάρι = Η μέθοδος κλοπής των πορτοφολιών" Ἐπίσης ὑπάρχει καὶ μὲ τὶς δυὸ μορφὲς μανιτάρι καἰ μανίτα στὸ τραγούδι "Ὁ Ἀμερικάνος" τοῦ Ἰάκωβου Μοντανάρη ἀπὸ τὸ 1935:

Ρίξανε τὸ μανιτάρι μιὰ βραδιὰ μὲ τὸ φεγγάρι

Πιάσαν' ἕν' Ἀμερικάνο στὴ μανίτα σὰν τὸ χάνο

Τοῦ πασάραν τὴ μανίτα καὶ τοῦ λένε καληνύχτα

Ἄν θυμᾶμαι καλὰ (νομίζω τὸ 'χω διαβάσει στὸν Τσιφόρο, χωρὶς νὰ εἶμαι σίγουρος) τὸ κόλπο γινόταν ὡς ἑξῆς: Ἕνας ἀπὸ τὴν ὁμάδα ἄφηνε νὰ τοῦ πέσει ἔνα πορτοφόλι. Τὸ πορτοφόλι ἦταν φουσκωμένο, ἀλλὰ στὸ πάκο μὲ τὰ χαρτονομίσματα μόνο τὰ δυὸ ἀκριανὰ ἦταν κανονικὰ, ἐνῶ τὰ ἐνδιάμεσα ἦταν χαρτιὰ, ἐφημερίδες κλπ. Ἦταν κομμένα ὅμως προσεκτικὰ ὥστε νὰ μοιάζουν μὲ πραγματικὰ χαρτονομίσματα. Μόλις τὸ ὑποψήφιο θύμα ἔβλεπε τὸ πορτοφόλι ἐμφανιζόταν κι ἄλλο μέλος τῆς ὀμάδας κι ἔλεγε πὼς τὸ βρῆκαν μαζί. Τότε ξαναγύριζε αὐτὸς ποὺ τὸ εἶχε, δῆθεν, χάσει καὶ ἄρχιζε νὰ ρωτάει ἄν βρέθηκε ἕνα πορτοφόλι μὲ τόσα λεφτὰ (ἔλεγε κάποιο μεγάλο ποσὸ). Αὐτὸς ποὺ τὸ βρήκε συνήθως ἀπαντοῦσε ἀρνητικὰ καὶ τὸ δεύτερο μέλος τῆς ὀμάδας ἐπιβεβαίωνε πὼς δὲν βρέθηκε τίποτα. Αὐτὸς ποὺ τὸ εἶχε "χάσει" συνέχιζε νὰ γυροφέρνει στὴν περιοχὴ "ψάχνοντας". Μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία, ὅταν αὐτὸς ποὺ τὸ εἶχε "χάσει" ἀπομακρυνόταν λίγο, ὁ δεύτερος ἔλεγε στὸ θύμα: "Ἐπειδὴ ἐγὼ πρέπει νὰ φύγω, ἐσύ κάνε πὼς ψάχνεις γιὰ νὰ μὴν καρφωθοῦμε. Δῶσε μου ἐμένα ὅ,τι λεφτὰ ἔχεις πρόχειρα καὶ ἀργότερα συναντιόμαστε στὸ τάδε μέρος γιὰ νὰ μοιραστοῦμε τὰ λεφτὰ τοῦ πορτοφολιοῦ.Ἐκτὸς ἄν θὲς νὰ σοῦ δώσω ἐγώ κάτι καὶ νὰ πάρω τὸ πορτοφόλι." Τὸ θύμα φυσικὰ προτιμοῦσε νὰ κρατήσει τὸ φουσκωμένο πορτοφόλι καὶ μετὰ νὰ τὴ σκάσει στὸν "ἀφελὴ", πέφτοντας θύμα τῆς ἀπληστίας του.

Ἡ μέθοδος ποὺ περιγράφω παραπάνω ἐπιβεβαιώνεται περιληπτικὰ καὶ στὸ προαναφερόμενο δημοσίευμα τοῦ Ν. Σαραντάκου:

"Ούτε η μέθοδος του μανιταριού (το ρίξιμο του πορτοφολιού με τις εφημερίδες) πιάνει."

Νὰ καὶ τὸ τραγούδι "ὁ Ἀμερικάνος" τοῦ Μοντανάρη. Τραγουδάει ἡ Στέλλα Βογιατζῆ.

https://www.youtube.com/watch?v=V5umC2dVrXQ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

μπουλασιλίκι, μπουλασικλίκι, μπουλασίκης

Τουρκομερίτικη ρεμπετιά που παραπέμπει σε θυμό, αγριάδα, ή και αγύριστο κεφάλι.

♪♫ Ασ' το μπουλασιλίκι σου, αμάν αμάν,
και πάψε το σινάχι
Και δεν ανακατεύομαι σινάχη μου
σε ότι κι αν σου λάχει
♪♫
(Μ. Βαμβακάρης, «Ο σινάχης», 1934)

Η σλανγκιά χρησιμοποιείται ενίοτε κι ως φιλοφρόνηση:

Η προσφώνηση «μπουλασίκι μου» χρησιμοποιείται θετικά, όπως ντερβίση μου, μάγκα μου, κλπ. Τη συναντάμε και στη Δροσούλα του Καζαντζή. (Γεια σου, ρε Βασιλάκη μπουλασίκη μου και ψάχνοντας το Μαχαλόμαγκα μες στην ταβέρνα…) (εκεί)

Ετυμολογικά, μάλλον ενοχοποιείται το bulaşık / bulaşıcılık που (μεταξύ άλλων) σημαίνει βρωμιάρης, μιαρός, επαίσχυντος, ύποπτος, σκιερός, και παράνομος. Σκεπτόμενoς πάντως εκτός κυτίου o Sarant αναρωτιέται εάν κάποιοι παπαρετυμολογούν τον μπουλασίκη ως είδος υπερθετικού του ασίκης, προφ εκ των bol bol (πολύ) και aşιk (ερωτιάρης).

Σλανγκασίστ: Ξη και Δων.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πανωφόρι, το παλτό, αλλά και το παλτό. Το αναφέρει ο ΝΤΙΝΟΣ στο λεξικό του μάγκα.
Πρωτοακούστηκε το 1932 στην παρλάτα του Πέτρου Κυριακού, "ΤΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΜΑΓΚΑ" Πέτρος Κυριακός - Το λεξικό του μάγκα

♪♫ Σπλάχνο λέω τη γκόμενά μου και τη μάνα μου γριά μου
Το παρλάν λέω oμιλώντα, το παλτό Επαμεινώντα
Λέω τον πλούτο μπερεκέτι και την πιάτσα λέω κουρμπέτι
Το απών το λέω ερήμη, τ ακακαΐδι καρντερίμι
Ξέρω κι άλλα αλλά δεν τα σκάω μύτη και πουλεύω σαν σπουργίτι
♪♫

Ο Νίκος Τσιφόρος, στα "Παιδιά της Πιάτσας" (1960), το εξηγεί καλυτερότερα:

«Κάποτε ένας μάγκας χρειάστηκε ένα παλτό να περάσει το χειμώνα. Βρήκε μια χλαίνη που είχε κλέψει ένας φίλος του φαντάρος, που τον λέγαν Επαμεινώντα. Ο μάγκας έβαψε την χλαίνη μπλε για να μη γνωρίζεται, τηνε κόντηνε, γιατί το κοντό παλτό ήτανε τότε μόδα και, μια και του την είχε δώσει ένας Επαμεινώντας, τη βάφτισε «Παμεινώντα». Η λέξη έμεινε στην argot για παλτό / πανωφόρι».

στο "λεξικό του μάγκα"

Το τελευταίο διάστημα σημειώνεται ασυνήθιστα έντονη σλανγκική δραστηριότητα στα ΜΜΕς, που οφείλεται κτγμ στην είσοδο του ντελαμαγκέν Μεϊμαράκη στη πρώτη γραμμή της πολιτικής επικαιρότητας. Ωσεκτουτού εμφανίζεται πρώτο τραπέζι κάλτσα, όλη η ετοιμόσλανγκη Ελλαδούλα πού 'βοσκε μέχρι τούδε σε τριτοτέταρτους λειμώνες.

Μέχρι στιγμής ο Μεϊμαράκης έχει πει τον Τσίπρα: ψευτράκο, αλητάκο, πονηρούλη και αυτοφωράκια. Στο ντιμπέιτ θα τον πει κουραμπιέ, μαρίκα, σελέμη, μπανιστηρτζή και κουραδόμαγκα. Και η υψηλού επιπέδου πολιτική αντιπαράθεση θα λήξει την Παρασκευή πριν τις εκλογές με τους χαρακτηρισμούς σορόκα, χαλβά, μπεμπέ, λούγκρα και Παμεινώντα... (matrix24)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

σινάχης, συνάχης

Παλιά ρεμπετιά για φυλή τζόρικων κακοπρέζονων του κατώτατου λουμπεναριού.

- Τους συναχηδες [Κοκαινοποτες, περιθωριοποιημενοι ακομη και απ τους ιδιους τους ρεμπετες, που συνηθως κατεληγαν στην πρεζα.] (εδώ)

Συνάχης εν δράσει

Σώζεται κυρίως μέσω του ομώνυμου τραγουδιού του Μάρκου Βαμβακάρη:

♪♫ Με ποιον τα’χεις συνάχη μου
αμάν αμάν να πας να καθαρίσεις
την ηθική σου θίξανε, συνάχη μου,
και πας να εγκληματίσεις
♪♫
«Ο συνάχης»)

Ο Συνάχης, 1934

Οι γνώμες διίστανται για την ορθογραφία και την ετυμολογία. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι ετυμολογείται απ το συνάχι, δεδομένου ότι τα μαστούρια και δη οι κοκάκηδες παρουσιάζουν χρόνια συμπτώματα οιονεί κρυολογήματος. Άλλοι προκρίνουν την μορφή σινάχης, ισχυριζόμενοι ότι δεν έχει σχέση με το συνάχι - χωρίς ωστόσο να αντιπροτείνουν κάποια αληθοφανή εναλλακτική ετυμολογία.

- με βάση τον Ηλία Πετρόπουλο, στο τραγούδι αυτό δεν ισχύει το γράμμα υψιλον, διότι «δεν πρόκειται για την γνωστή ενοχλητική αρρώστεια. Σινάχης ειναι ο απειλητικός μουτρωμένος. Ο ξακουστός κουτσαβάκης και νταής αμαξάς Σινάχης, που τον φοβόταν όλη η Παλιά Αθήνα, δεν είχε άδικα αυτό το παρατσούκλι. (εκεί)

- Όταν «O Σινάχης» ξεχυθεί απ' τα ηχεία, τότε ρεμπέτικο και blues ενώνονται εις σάρκα μιαν. Οι χορδές της ακουστικής κιθάρας πάλλονται ενόσω τα τάστα του μπουζουκιού δέχονται ευχάριστα πίεση. (εδώ)

Βλ. και συναχωμένος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πορτοφόλι γεμάτο με χαρτονομίσματα, στην αργκό των κλεφτρονιών.

«Τα λεμονάδικα»:
Εμείς τρώμε τα λάχανα
βουτάμε τις παντόφλες
για να μας βλέπουν ταχτικά
τις φυλακής οι πόρτες.

(από Khan, 06/11/11)

βλ. και πράσο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία