Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Άτομο σπαστικό συνήθως, του οποίου τα κόμπλεξ οφείλονται, κυριολεκτικά και μη, σε αποχή απο το σεξ.

Μας ζάλισε αυτή η αγάμητη, επειδή δεν την γαμάει κανένας νομίζει ότι όλοι είμαστε μαλάκες.

Παρόμοιο με το ανέραστος, στο πιο χυδαίο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σκλάβος του αιδοίου.
Βλ. μουνόδουλος, μουνοτρέχας.

Ο μουνοείλωτας βρήκε την Κλεοπάτρα και χαίρεται ο μαλάκας.

Σχετικά: μουνοσαλιάρης, πουτόπιστος, χαζομούνης

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που ασχολείται με το πετσάκι του πέους του, ο μαλάκας.

Επίσης χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάποιον που κάνει κάτι ριψοκίνδυνο χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες.

Καλά πόσο πετσάκιας είσαι; Έκανες όλη τη διαδρομή με χαλασμένα φώτα;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μουνόπανο ρε παιδιά, τι σερβιέτα και ευγένειες...

Άντε πηδήξου, μουνόπανο του κερατά!

(από Galadriel, 25/01/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ο ομοφυλόφιλος που έχει πολύ αδρά χαρακτηριστικά και γενικά είναι επιθετικός και αρρενωπός.

-Κοίτα τον τύπο με τη χάρλεϊ, όλο σφήνες μου κάνει!
- Φαίνεται αγριόπουστας, μην του κολλάς καθόλου γιατί κινδυνεύεις...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σχηματίζεται κατά το στα τσακίδια, του οποίου είναι και συνώνυμο.

  1. - Ουφ, έφυγε επιτέλους αυτός ο ψωλοβρόντης! - Στα γαμήδια!

  2. - Ρε άντε στα γαμήδια από δω!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο του καραπουτσακλάρα. Δίνει περαιτέρω έμφαση από το στην πούτσα μου και καθιερώθηκε μετά το γνωστό ξέσπασμα Μαλεζάνι μετά από έναν αγώνα ΠΑΟ-Ηρακλή και το σκετσάκι με το οποίο ο Μητσικώστας σατίρισε το γεγονός.

-Καλά μαλάκα, άμα ξαναδείς χάρη από μένα...
-Στην καρακατσοκλάρα μου! Ανάγκη σε είχα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εμφατικό, μαλάκας και αρχίδης μαζί.

- Δεν με άφησε να μπω στα κλαμπάκι.
- Άντε ρε τον μαλακαρχίδη!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ήπια βρισιά, συνήθως μεταξύ φίλων. Λέγεται ως απάντηση σε ανοησία, πείραγμα και λοιπά.

- Ρε, τι μαλλί είν' αυτό ρε βλάκα;! Σαν μουνί κλαμένο είσαι ρε!...
- Δεν μου λες, σε γάμησα ή μου ξέφυγες;

Δες ακόμη: σ' έχουνε γαμήσει τέτοια ώρα;, φταίω εγώ που δε σε γάμησα μικρό.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όταν κάποιος μας εκνευρίζει. Η έκφραση εννοεί «γαμώ το μουνί της Εύας που σε γέννησε».

Επίσης:

Γαμώ τον Χριστό σου
Γαμώ το σπίτι σου
Γαμώ το σόι σου
Γαμώ την τύχη σου
Γαμώ το κέρατό σου

Και για μας:

Γαμώ την πουτάνα μου
Γαμώ την τύχη μου
Γαμώ την πανακόλα μου
Γαμώ την τρέλα μου
Γαμώ το μουνί μου
Γαμώ το κέρατό μου
Γαμώ το σπίτι μου

Ουδέν σχόλιον...

Δες και γαμώ + αντικείμενο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία