Ο βλάκας αλλά και μαλάκας.
βλάκας + λακαμάς (μαλάκας στα ποδανά) = βλακαμάς
-Εδώ κάνεις κλικ, όχι εκεί πάνω. Βλακαμά!
Ο βλάκας αλλά και μαλάκας.
βλάκας + λακαμάς (μαλάκας στα ποδανά) = βλακαμάς
-Εδώ κάνεις κλικ, όχι εκεί πάνω. Βλακαμά!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Λέγεται κυρίως για άτομα μπουχέσες οι οποίοι κλάνουν μεντολάστιχα σε καθετί που τους τρομάζει ή δεν μπορούν / φοβούνται να το πράξουν, ενώ φαίνονται αρχιδάτοι.
Πορτιέρης σε νυχτερινό κέντρο που του λες γαμώ την μάνα σου και κλαίει.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο υπερθετικός του «μαλάκας».
- Αυτός; πολύ φλόμπας ρε παιδάκι μου...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο κακάσχημος άντρας νεαρής ηλικίας 18~21 χρόνων περίπου, γεμάτος καυλόσπυρα, που νομίζει και συμπεριφέρεται σα να είναι ο ωραιότερος στον κόσμο.
Σιγά να μην πάω μ' αυτόν, σαν ψωλόχυμα είναι.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το άτομο που συνέχεια χαλάει τη δουλειά σου. Ο άνθρωπος της ακατάλληλης στιγμής.
Την ώρα που ήμουν έτοιμος να στην βυσματώσω, ο αρχιδογαμιώλαρος χτύπησε το κουδούνι.
%
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο αρχηγός στο μινάρισμα (= στη μαλακία). Έχει και αρχοντικό ύφος (ως μπέης)...
- Ποιος ρε μινάρα; Ο Ντούλης; Τι να μας πει κι αυτός;... Έχει κάνει το μινάρισμα επάγγελμα ο μιναρόμπεης...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Και κλαπαρχίδης.
Αυτός που (συνήθως λόγω ηλικίας) έχουν κρεμάσει τ' αρχίδια του, με αποτέλεσμα, όταν περπατάει γυμνός να χτυπάνε παλαμάκια!
Μεταφορικά, ο ανίκανος (όχι μόνο σεξουαλικά), ο άχρηστος.
-Τι να μας πει μωρέ ο κλαπαρχίδας, σάμπως μπορούσε να κάνει κάτι;
Δες και κλαπανάρας.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Γαμήσου αμέσως. Από το σαλτάρω (= κάνω άλμα), κάτι που γίνεται πολύ γρήγορα.
*.
-Σάλτα και γαμήσου λίγο παρακάτω, που' χει και άπλα να κάνεις τα τρελά σου.
Δες και *γαμιέμαι - Σχετικά: άι γαμήσου, άντε και γαμήσου, γαμήσου παραπέρα, άντε γαμήσου ρε να βγάλεις όνομα, ιά και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου και φέρε μου τα ρέστα, τράβα γαμήσου και φέρε μας και τις εισπράξεις
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο καθυστερημένος, βλάκας, αρκετά ηλίθιος. Από τον γνωστό πολυτάλαντο καλλιτέχνη.
- Πήρα τηλέφωνο στο ΚΕΠ να κανονίσω τα χαρτιά μου, και μου βγήκε ένας Κατέλης και δεν έβγαλα άκρη...
Βλ. και κατελισμός / Σχετικά: αρπαγμένος, κάθυστερ - καθυστέρα, βραδυφλεγής, richard, Σελήνη, ριτάρντεντ, μογγόλι, το, ληγμένος, -η, -ο
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο χέστης, ο επιδειξίας ο οποίος όταν δει τα σκούρα την κάνει με ελαφρά.
- Μου 'κανε ζοριλίκια χθες ένας κουραδοκεφτές και μόλις πήγα να τον ξαπλώσω, το έβαλε στα πόδια!
Βλ. και κλάνας, ο, χέστης, κατουρλής, ο, κότα, μπουγατσόφλωρος, κουραμπιές, χεσμεντέν, χεζμεντέν, ζάζος
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!