1. Το αποπάτημα, το σκατό, η κουράδα.

  2. Στα κρητικά το κοπάδι προβάτων.

βλέπε και:
-ξεκουραδώνω: κλέβω από κάποιον το κουράδι του, το κοπάδι με τα πρόβατά του.
-μεγαλοκουραδάρης: ο τσέλιγκας, αυτός που έχει πολλά πρόβατα.

Πολλές παρεξηγήσεις έχουν γίνει -κατά το παρεθόν κυρίως- εξαιτίας αυτής της σύγχισης. Χαρακτηριστικό περιστατικό περιγράφεται στο θεατρικό έργο του Δ. Βυζάντιου Βαβυλωνία, όπου ένας στερεοελλαδίτης πυροβολεί έναν Κρητικό επειδή ο τελευταίος τον κατηγόρησε ότι κατά την τελευταία επανάσταση οι συντοπίτες τού πρώτου κατέβηκαν στην Κρήτη και του έφαγαν τα κουράδια του (=τα πρόβατά του).

- Στον γάμο μου θα φάμε το κουράδι μου!
- Τώρα ποιο από τα δύο, για να δω αν θα έρθω ή όχι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

κολύμπα, η (πληθ: οι κολύμπες).

Ουσιαστικό, θηλυκού γένους, χανιώτικης καταγωγής. Σημαίνει «λακκούβα με νερό». Οι κολύμπες απαντώνται συχνότατα σε όλο το μήκος του εθνικού οδικού δικτύου ως αποτέλεσμα βροχόπτωσης και κύριος σκοπός τους είναι να εκνευρίζουν τους οδηγούς των οχημάτων και παράλληλα να καταβρέχονται οι περαστικοί.

Επειδή ακριβώς απουσιάζει ως όρος από την υπόλοιπη Ελλάδα, οι χανιώτες έχουν πέσει πολλάκις θύματα χλευασμού για αυτή την τόσο ευφυή λέξη.

Εκεί που πήγαινα να περάσω το δρόμο, παραπάτησα κι έσκασα βαρδύς- πλατύς μέσα σε μια κολύμπα κι έγινα λούτσα...

(από mafie, 27/08/11)Κολυμπάρι Χανίων (από GATZMAN, 28/08/11)

Βλ. και τάφος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η δαγκάνα των υδρόβιων καρκινοειδών οργανισμών (ακα. μαλακόστρακα, απλώς δεν ήμουν σίγουρη για το πως κλίνεται στην γενική πληθυντικού και είπα να το αποφύγω). Και πάλι στην Κρήτη, συγκεκριμένα στην περιοχή της Ιεράπετρας, ενδεχομένως εν γένει του νομού Λασιθίου.

Μπρε Μανούσο, ζάε μια χαρχάλα πού 'σει τούτοσές ο καβρός (ακα. καβούρι)! Άνε σ' αμπώξει καμιά στο πουλί, θα σ' τόνε κόψει απ' τον πάτο!

(από mafie, 18/06/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ετσά λένε στην Κρήτη τον ολόκληρο παστό μπακαλιάρο (κάτι φιλετάρες που, παλιότερα τουλάστιχον, κρεμόσαντε σαν τα τσουτσούνια απ' το ταβάνι του καταστήματος και σήμερα που εκυριλέψαμεν τα βρίσκεις στη βιτρίνα από μέσα). Άντε να βρείτε καμιά φωτό στον γούγλη για να καταλάβετε και την ετυμό του πράγματος, που είναι μωρέ σύντεκνοι σαν πατούσα. Πάω και γω να δω αν η καλή μου έκανε τη σκορδαλιά κατά πως πρέπει, σύμφωνα με τις πάγιες οδηγίες μου.

Ο παστός μπακαλιάρος, το ψάρι του βουνού όπως λέγεται, έχει ιδιαίτερο ρόλο στην κρητική κουζίνα. Στην ενδοχώρα του νησιού, έφταναν δύσκολα τα ψάρια σε παλιότερες εποχές, κι αν έφταναν δεν είχαν τρόπους να τα διατηρήσουν. Ο μπακαλιάρος το έλυνε αυτό το πρόβλημα. Μάλιστα πάντα οι προμήθειες και οι προετοιμασίες του λιομαζώματος περιελάμβαναν μερικά «χνάρια» μπακαλιάρο. Χνάρι λέμε στην Κρήτη τον ολόκληρο παστό μπακαλιάρο, όπως τον αγοράζουμε. επαέ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη της κρητικής για τα άνοστα, ανούσια και μη χορταστικά φαγητά.

Μήπως από το σαχλός;

Αν ήξερε η μάνα μου ότι τώρα τρώω σούσι, θα έσκαγε που μου αρέσουν αυτά τα σουχλοφάητα, έτσι τα λέει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλαμοστέλιαρο -το λέει η ίδια η λέξη- είναι το «στελιάρι» της «παλάμης».

Στελιάρι λέμε το στρογγυλό, λείο, μακρύ, ξύλινο (συνήθως) κοντάρι κάθε εργαλείου (του κασμά, της τσάπας, της αξίνας, του φτυαριού κλπ). Το φτυάρι στη Κρήτη λέγεται και «παλάμη» (η).

Άρα «παλαμοστέλιαρο» είναι το στελιάρι της παλάμης (και μην ακούω ανοησίες)! Καμία σχέση με παλαμάρι.

Μπαίνεις σε κατάστημα εργαλείων στη Κρήτη και ζητάς :
- Ένα παλαμοστέλιαρο παρακαλώ.
και αμέσως σου δίνουν ένα στελιάρι του φτιαριού.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η συνομοταξία των λέξεων με τις οποίες δηλώνεται ο συρφετός άχρηστων μικροπραγμάτων έχει και Κρητικό μέλος: είναι η λέξη κούρκουτα.

Από τις άλλες σχετικές λέξεις που έχουν λημματογραφηθεί αναφαίνονται δυο κατηγορίες, σχηματικά, α) αυτά που έχουν να κάνουν με αποσκευές και φορητή οικοσκευή: τσιμπράγκαλα, συμπράγκαλα, ζυμπράγκαλα, τσουμπλέκι(α), τσαμπασίρια β) τα ακίνητα, αυτά που έχουν συσσωρευθεί σε ένα τόπο: καλαμπαλίκια, τσάντζαλα μάντζαλα.

Επίσης, είτε ως περιληπτικά ουσιαστικά, είτε ως δηλωτικά ενός μεμονωμένου μικροπράγματος, υπάρχουν και τα μπούμπιστρο, καλαμπαλίκι, καβλιτζέκι.

Η κατηγοριοποίηση είναι σχηματική και εκτενής ανάλυση υπάρχει στα περισσότερα λήμματα. Είναι, άλλωστε, δύσκολο να οριστούν οι όροι που ακριβώς υπάρχουν για να μας διευκολύνουν όταν δε θέλουμε να ορίσουμε κάτι.

Σε κάθε περίπτωση ο όρος κούρκουτα είναι εξαιρετικά εύχρηστος στην Κρήτη. Τα κούρκουτα ανήκουν μάλλον στη δεύτερη από τις πιο πάνω κατηγορίες, είναι για τον Κρητικό τα πράγματα που συσσωρεύονται σε ένα τόπο και εμποδίζουν. Πολύ συχνά είναι τα πράγματα που μαζεύουν είτε τα παιδιά είτε οι γέροι: κουτιά και παρακουτάκια, ντενεκεδάκια, σπασμένα μικροέπιπλα, μπιμπελό τις κακιάς ώρας κλπ...

Τα κούρκουτα παραπέμπουν και στον ήχο που κάνουν, τη φασαρία που προκαλείται κατά το συμμάζεμά τους ή όταν κάποιος σκοντάφτει πάνω τους. Γι' αυτό και θεωρώ ότι είναι ηχοποιήτη λέξη. Στο γλωσσάρι του ο Ξανθινάκης θεωρεί τη λέξη συγγενική με το κουλουβάχατα και το κουλουκούτερα (=χωρίς τάξη, ανακατωμένα).

Απαντά με την ίδια έννοια και η λέξη κουρκουταρία.

Απαντά επίσης το ρήμα κουρκουθιαίνω (κουρκουτιαίνω) = μπουνταλιάζω, γίνομαι χαζός, γίνομαι κουφιοκέφαλος, κούφιος όπως τα άδεια συνήθως κούρκουτα.

1....Ίντα μωρέ μου τ' αναμάζωξες έτανά τα κούρκουτα, γαμώ τον αντίθεό σου...

  1. - (Στα Αγγλικά των παιδικών μας χρόνων)
    - Τι κουρκουταρία ρε μαλάκα έχεις στην κασετίνα σου....Μπράβο...
    - (με υπερηφάνεια) Φίλε, δεν έχω πετάξει ούτε ένα κουτί μυτών μηχανικού μολυβιού από την πρώτη μικρή...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οι σφαίρες, στην κρητική (βλ. κομπιουτεράκια)

- Πόσες καραμέλες έπαιξες στον πρόγαμο;
- Έξε χιλιάδες.
- Ώφου μάνα μου!

(από nick, 16/09/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκτός από τη γνωστή έννοια, στην Κρήτη σημαίνει και στάχτη (από ξύλο) και χρησιμοποιείται στη ζύμη για τα κουλουράκια ώστε να γίνονται πιο αφράτα και κρατσανιστά. Τώρα γιατί το λένε έτσι, αφήνω τη φαντασία σας ελεύθερη. Εγώ νομίζω πως, για κάποιο λόγο, στο συλλογικό φαντασιακό των Κρητών το γκρίζο χρώμα της στάχτης παραπέμπει στα γκρίζα μαλλιά των γέρων που συνήθως είναι άλουστοι. Ίσως ο Χαλ να ξέρει να μας πει κάτι συγκεκριμένο.

- Στα κουλουράκια η μάνα μου βάζει πάντα αλουσιά, γι' αυτό γίνονται έτσι νόστιμα.
- Αλουσιά;;; Μπλιάξ!!!! Τι είν' αυτή η αηδία;
- Ηρέμησε ρε πούστη, στάχτη είναι.
- Καλά, άσε, δεν θα πάρω.
- Είσαι και πολύ μαλάκας, μη σώσεις να δοκιμάσεις. Λες και σου είπα ότι βάζει σκατά μέσα.

O Σκύλος απ\' την Ανδ αλουσιά (από Vrastaman, 20/01/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η Κρήτη εκσυγχρονίζεται. Και για το ξεκαθάρισμα λογαριασμών χρησιμοποιεί πια την τεχνολογία. Ονομαστικά μόνο. Γιατί, στην κρητική, η λέξη «κομπιουτεράκια» είναι η τελευταία συνθηματική λέξη της μόδας για τα όπλα.

- Μπρε Θειά! Στο χωριό σου έχει κομπιουτεράκια;
(η θεία έχει μείνει λίγο πίσω και εννοεί την αριθμομηχανή)
- 'ντα στην Αθήνα τα έχω παιδί μου, ήντα να τα κάμω επά πέρα...
(κόκκαλο ο τύπος)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία