Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Βρισιά που εξαπολύουν μητέρες στα παιδιά τους όταν προτιμούν χάμπουργκερ από τα Goody’s αντί για τα φασολάκια που πιάστηκε η μέση της να καθαρίσει.

-Τσόγλανε! Πιάστηκα να σου μαγειρέψω κι εσύ πήγες κι αγόρασες χάμπουργκερ;;; Ρυπαροφάγε!

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο/η ψυχολογικά διαταραγμένος /-η . Αυτός που γυαλίζει το μάτι του. Ο ελαφρά παρανοϊκός που όμως δεν μπορεί (ή δεν ενδιαφέρεται) πλέον να το κρύψει: πετάει ξεκάρφωτα, μιλάει χωρίς νόημα, κοιτάει επίμονα το κενό ή τα μάτια των άλλων χωρίς εμφανή λόγο. Ενδεχομένως αυτή η απόκλισή του από το φυσιολογικό να είναι αποτέλεσμα χρόνιας λήψης ναρκωτικών.

Χρησιμοποιείται και ο πληθυντικός του ουδέτερου («πειραγμένα») για πραγματικές καταστάσεις που αγγίζουν τα όρια του σουρεάλ ή για μορφή τέχνης που εμφανώς μεταδίδει την γνώριμη εκείνη αίσθηση για την ψυχική υγεία του δημιουργού της.

- Είδες cinema το καινούριο του Λίντς;
- Ποιο ρε λακαμά; Αυτά είναι πειραγμένα!

Οι ψυχικές νόσοι προσβάλλουν το 4% του γενικού πληθυσμού. Εκτός από αυτούς κυκλοφορούν και οι πειραγμένοι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο χρήστης ναρκωτικών ουσιών κυρίως ευφορικής κάνναβης, οι οποίες τον κάνουν να «ξεφεύγει» (δραπετεύει).

Από τα όσα γνωρίζουμε για αυτό το άτομο, το κύριο χαρακτηριστικό του είναι ότι «το σκάει»...

- Εκεί που καθόμασταν που λες και μιλάγαμε, ο Βαγγέλης το έσκαγε!!
- Σοβαρά μιλάς ρε; Α τον δραπέτη!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Απαρχαιωμένος χαρακτηρισμός του πρεζάκια. Αυτός που «πίνει» λάβδανο, παραμύθα, ζουζού κ.ά. Σήμερα έχει λίγο πολύ περιπέσει σε αχρησία.

- Τζάσε τον λαβδανάκια από τη μέση γιατί κάνει στα χάπατα τη ζωή πατίνι!! (έκφραση των πρεζάκηδων)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο dealer.

-Και να σου πω, παίζει να χει τίποτα καλό ο μαν σου αυτή την περίοδο;

(από poniroskylo, 23/07/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνήθως μετά το κώλιασμα έρχεται το κόλιαντρο.

Κόλιαντρο γίνεσαι όταν μετά απο πολλά τσιγάρα ξεπερνάς πρός το υπερβολικό το αρχικό κώλιασμα του τσιγάρου που σε έπιασε φυσιολογικά και συνεχίζεις πίνοντας και φτάνεις στο υπέρτατο σημείο που δεν καταλαβαίνεις τίποτα.

Επιθεωρητής κόλιαντρο είναι ο παλληκαράς στην παρέα σου που όταν δεν καταλαβαίνει κανείς πού είναι τα χαρτάκια και τα βλέπετε για βαρκούλες, σκάει απο το πουθενά σα να μην ήπιε όσο εσείς και συνεχίζει να στρίβει και να μην την ακούει με τπτ... Τυχερός; Μπα...

Μαλάκα κόλιαντρα γίναμε πάλι, άντε να δούμε ποιος θα κάνει τον επιθεωρητή αυτήν τη φορά...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο κλασμένος στον υπέρτατο βαθμό, κυρίως από ξίδια κι ενίοτε από ντράγκια (βαρβιτούρες κλπ).

Συνήθως καβατζάρει παγκάκι για να βγάλει το βράδυ του.

-Χούφτιασ'τη μαλάκα! Κόκαλο το γκομενάκι!
-(ΦΦΡΡΑΑΠΠ!) Αύριο θα ψάχνει για υμένα και πορτοφόλι. ΔΕ ΜΑΣ ΧΑΛΑΣΕΕ! χεχεε! -χεχεχεχε!...

«Κόκαλο με λένε και είμαι όλο λιώμα απ' το μπουκάλι του κρασιού αφήνω μόνο πώμα»

Νότια Μπάχαλα (lyrics)

(από OstySan, 16/05/10)

Δες και λιάρδα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μεθύστακας, αυτός που γίνεται λάσπη από το πιοτό συνεχώς.

- Θυμάσαι τον μπεκρούλιακα στη δουλειά; Τον λασπογιό;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

1) Πρόκειται για όρο ενδεικτικό της κατάστασης μιας απεριποίητης ηβικής περιοχής, η οποία θυμίζει έντονα τον επεξηγούμενο όρο.
2) Παρασυνθηματική λέξη για το χασίς.

1) Η Λυδία, μεγάλη φούντα... Ρώτα όλους τους πρώην της. 2) Στο πάρτυ θα έχει φούντα ή να φέρω από το σπίτι;;;

εδώ βαράει εξαφάνιση το ίδιο το αντικείμενο, δε θα βαράει η αργκό του;) (από xaxac, 07/10/08)και με τις 2 σημασίες (από Khan, 27/01/14)

Σχετικά με το 2): φουνταμενταλισμός, ο, χασίστες και φουντικοί, Ποκαφούντας, πρεζόφουντα, χάχα, η

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γίνομαι / έγινα γκολ: έχω λιώσει στο μεθύσι.

Άστα δικέ μου, ήπιαμε τα ξύδια μας χθες και γίναμε γκολ.

Δες και λιάρδα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία