Συνώνυμο της αλκοόλας. Λέγεται και για τα δύο φύλα. Άκρως υποτιμητικό (ενώ το αλκοόλα έχει και μια χαριτωμενιά).
Πάρ' την από δω αυτή τη μπέκρα, μας χαλάει το μαγαζί ναουμ'.
Συνώνυμο της αλκοόλας. Λέγεται και για τα δύο φύλα. Άκρως υποτιμητικό (ενώ το αλκοόλα έχει και μια χαριτωμενιά).
Πάρ' την από δω αυτή τη μπέκρα, μας χαλάει το μαγαζί ναουμ'.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο εντελώς τελείως αλκοολικός - άντρας ή γυναίκα, ο μπεκρής, η μπέκρα.
Λέγεται και «αλκόλα».
Μεγάλη αλκοόλα η γυναίκα σου, με δύο ποτηράκια γίνεται ντίρλα, ούτε ξέρει πού βρίσκεται...
Τον πάω τον Τάκη, μεγάλη αλκοόλα, κάθε μέρα την ίδια ώρα, που ο κόσμος να χαλάει, είναι στο μαγαζί και την πίνει.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!