Οι βορειοελλαδίτες βάζουν μερικές φορές τον αιτιολογικό σύνδεσμο "γιατί" στο τέλος της δευτερεύουσας πρότασης:

Άντε ξεκίνα, αργήσαμε γιατί.

Ξέρω οτι λέγεται ακόμη σε κάποιο βαθμό σε όλη την Μακεδονία, στο δίχτυ όμως μπόρεσα να βρω μόνο αναφορά για τον νομό Σερρών (Αλιστράτη και Νέο Σούλι):

"Συνήθης είναι η χρήση του «γιατί» και του «αφού» στο τέλος της πρότασης π.χ. «έλα να σι πω δε βαστώ γιατί» (γιατί δεν αντέχω)".

Αλιστρατινό λεξιλόγιο

Η σύνταξη αυτή μοιάζει με την αντίστοιχη του αφού και του για, μόνο που τώρα φαίνεται να δικαιώνεται ο συσχετισμός που προτείνει η ironick με το αρχαίο γαρ και να αίρεται η επιφύλαξη του poniroskyloυ, μιας και εδώ έχουμε τον σύνδεσμο 'γιατί' ως ένα ξεκάθαρα αιτιολογικό 'επειδή':

Το αφού στο τέλος, όμως, δεν είναι αιτιολογικό και γι' αυτό νομίζω ότι οι συγκρίσεις με το γαρ δεν είναι εύστοχες, κτγμ. Δεν είναι τιποτε περισσότερο από ένα επιτατικό μόριο, που, ασφαλώς, διατηρεί το στοιχείο της αντίθεσης.

poniroskylo στο λήμμα αφού

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που συναντάται στη Βόρεια Ελλάδα και κατά πάσα πιθανότητα είναι τουρκικής προελεύσεως. Σημαίνει ότι συγκρούομαι σφοδρά με κάποιον, χωρίς να υπολογίζω τις συνέπειες και με μηδαμινές σχεδόν πιθανότητες επανασύνδεσης. Συνώνυμο με το γίναμε από δύο χωριά χωριάτες.

- Ο Στέλιος ήρθε χθες από τη Θεσσαλονίκη και βλέποντας ξαφνικά τον Βασίλη στο σπίτι γινήκανε ανάμια για τα κληρονομικά. Δεν θα το αντέξει η καημένη η μάνα τους, για πόσο καιρό θα συνεχιστεί αυτό άραγε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τρελαίνω κάποιον με τις μαλακίες που λέω. Όρος αυστηρά απευθυνόμενος από και προς Σαλονικιούς.

Ρε πάλι τα ίδια θα λέμε; Μη με γυρνάς τα μυαλά τόσα χρόνια ρε μαλάκα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει: «Ελένη ονομάζομαι, σου λένε!»

Από τις βορειοελλαδίτικες διαλέκτους που δεν χορταίνουν φωνήεντα (να πώς να περιγράψεις κάποιον που μιλά έτς).

Μια θεία με περήφανα αφτιά ρωτά ένα περαστικό κοριτσόπουλο:
- Πώς σι λεν;
- Ελέν(η), απαντά η μικρή.
- Πώωωως;
- Ελέν, ξαναλέει η τσούπα.
Στην τρίτη ερώτηση απαντά το: Ελέν(η) με λέν(ε) σε λέν(ε), τονίζοντας το πρώτο λε με νεύρο και απελπισία.

Χρησιμοποιείται για να σχολιάσει κάποιος τη μειωμένη ακοή κάποιου άλλου ή/και την αντιληπτική του βραδύτητα. Τέλος, για να σχολιάσει εμμέσως πλην σαφώς το δυσνόητο αξάν.

- Ρε φίλε, βάζεις ένα χέρι να βγω! λέει κάποιος που του κόλλησε το
όχημα.
- Αμέ. Πώς έγινε;
- Ααα; (του ξεφεύγει του παθόντος).
- Λέω, πώς κόλλησες;
- Ιγώ λαμώνω κι στο ισάδ(ι).
- Ελέν με λεν σε λεν (ή Ελενμελενσελέν).

Je suis une fille comme les autres (από Khan, 31/08/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Νάουσα Ημαθίας) Έκφραση που χρησιμοποιείται, όταν κάποιος είτε δεν καταλαβαίνει τα τεκταινόμενα ή την συνομιλία, είτε είναι αφηρημένος και δεν προσέχει. Bλ. και στον Πύργο λειτουργάνε.

Στην κυριολεξία, αναφέρεται σε κυκλικό δημοτικό χορό, κατά τον οποίο, κάποιος αφηρημένος χορευτής, δεν ακολουθεί τον βηματισμό των υπολοίπων και τραβάει κατά τον τοίχο μόνος του...

Μεταφρασμένο, βλάχικης ή ντόπιας (μακεδονίτικης) προελεύσεως.

- Κατέβηκα Σαλονίκη και είδα το Στόκα στο Μύλο. Πολλά γούστα φιλαράκι!
- Καλά ρε συ, σίγουρα πήγες ή μας παραμυθιάζεις; Αφού ο Μύλος έχει κλείσει για επισκευές για. Ρε μήπως ήσουνα στη Λαζαριστών; Ήταν σε ύψωμα ή κοντά στη θάλασσα;
- Ωχ! καλά που με το είπες, εκεί ήμουνα.
- Καααλά. Κατ' τον ντοίχο το χορό είσαι, με φαίνεται.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά:
κατιμάς ο (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :τουρκ.λ. katma = συμπληρωματικός] μικρό κομμάτι κρέας κατώτερης ποιότητας που προσθέτει ο κρεοπώλης στο ζύγισμα του καλού, για να καταναλωθεί κι αυτό. Αλλιώς κατμάς.

Μεταφορικά και σλαγκικά: Ό,τι μας περίσσεψε, με όλες τις εκφάνσεις της φράσης. Κάτι που σου πασάρουν υπούλως (σαν τον χασάπη ανωτέρω) ή επιλέγεις εξ ανάγκης (επειδή δεν έμεινε τίποτα καλύτερο, ή δεν σε παίρνει να ψωνίσεις καλύτερη ποιότητα λόγω τιμής). Κανείς δεν είπε ότι ο κατιμάς δεν τρώγεται - απλά είναι υποτιμημένος. Συχνά αναφέρεται σε ερωτικούς συντρόφους (Παραδείγματα 1, 2) ή σε παίκτες για διάφορα αγωνίσματα (Παράδειγμα 3).

Στον ερωτικό τομέα, η επιλογή του κατιμά λόγω ανάγκης, δεν αποτελεί απαραίτητα απόδειξη ότι κάποιος είναι σαβουρογάμης / σαβουρογάμα. Ίσα ίσα αποτελεί ένδειξη ότι το υποκείμενο είναι ευέλικτο και έχει αντιληφθεί ότι, λόγω νομοτελειακών καταστάσεων όπως η φυσική επιλογή, όποιο είδος δεν προσαρμόζεται στις συνθήκες είναι καταδικασμένο να εκλείψει.

Ο λαός είναι σοφός και το να ακολουθεί κανείς τις λαϊκές ρήσεις είναι σοφία. Στην περίπτωση επιλογής του κατιμά ακολουθείται το ρητό «Στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι».

Το υποκείμενο, για να αποφύγει τις συνέπειες των επιλογών του και την κοινωνική κατακραυγή μπορεί να ισχυριστεί ότι διετέλεσε μια εξυπηρέτηση, οπότε τελικά από δακτυλοδεικτούμενος με την κακή έννοια, γίνεται ήρωας.

Σχετικά λήμματα (μη εξαντλητική λίστα): σαβούρα, πατσαβούρα, πλέμπα, διπλοσάκουλο, τελειωμένος, γαμίκος κ.λπ.

Δεν πρέπει να συγχέεται με έννοιες όπως: Καπαμάς (φαγητό από κρέας με λάχανα), καπλαμάς (επικάλυμμα), κάτι μας... (-συνέβη, -βρήκε, -έτυχε κλπ ρήματα).

Παράδειγμα 1
- Καλά μωρέ Κατερίνα, είναι δυνατόν, πήγες με τον κουασιμόδα, τον τελειωμένοπου τα χει ρίξει σε όλες μας και έφαγε από όλες τον χυλό;
- Σοφία, δείξε σοφία κι άσε την κριτική. Αφού το ξέρεις, τα μισά καλά παιδιά είναι πιασμένα από πουτάνες και τρελές και τα μισά από τα υπόλοιπα είναι λούγκρες. Έκανα και 'γω τον συμβιβασμό μου με τον κατιμά, μέχρι να 'ρθει ο πρίγκιπας.
- Τον έβαλες να φοράει κολάν και καβάλα σε κανα άλογο για να σου 'ρθει η όρεξη;
- Ήπια πριν όλο το Βόσπορο και μετά περιορίστηκα στην ανάποδη καβαλαρία και στο πισωκολλητό. - Τι να σου πω ρε φιλενάδα, άντε και εις ανώτερα.

Παράδειγμα 2
- Γάμησες;
- Γάμησα...
- Λέγε ρε.
- Άσε.
- Λέγε λέμε! Ποια;
- Την Ποπάρα...
- Ε, όχι ρε πούστη εκεί ξέπεσες, στον κατιμά; - Μια εξυπηρέτηση ρε φίλε...
- Είσαι ήρωας κολλητέ, θα πας στον παράδεισο...

Παράδειγμα 3
Ο κατιμάς στον πάγκο, εκτός από τον Βάγγο. (από εδώ)

(από pavleas, 22/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα Αλεξανδρουπολίτικα, σημαίνει την κοπάνα από το σχολείο, αδικαιολόγητη ολιγόωρη απουσία από το μάθημα, με κύρια αιτία τον καφέ στο «Παράφωνο», γνωστό τόπο συνάντησης των σχολικών μαζών.

- Ρε συ, κάνουμε κατσάκι στα θρησκευτικά να πάμε για φραπεδούμπα;
- Πάμε Παράφωνο;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σιγά το πράγμα, δεν τρέχει και τίποτα.

- Έμαθες; Χώρισε ο Χρήστος με την δικιά του...
- Κλάιν μάιν ρε μαλάκα, αύριο θα έχει καινούργια γκόμενα...
(κάπως έτσι τέλος πάντων)

(από Vrastaman, 29/01/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το διάσημο ανά την επικράτεια κουλούρι Θεσσαλονίκης οφείλει την επιτυχία του, εν μέρει τουλάχιστον, στο χρυσίζον χρώμα του. Αν ήταν μαύρο, όπως η συγκεκριμένη έκφραση αναφέρει, θα σήμαινε ότι μάλλον είχε αρπάξει λίγο και σίγουρα δεν θα ήταν τόσο νόστιμο. Είτε αναφερόμαστε στον καταναλωτή του μαύρου κουλουριού, είτε, πολύ περισσότερο, στον παραγωγό του, γεγονός παραμένει ότι δεν είναι καλά τα πράγματα και δεν βλέπουμε να καλυτερεύουν και καθόλου.

- Έλα γλυκό μου να δείς το αδερφάκι σου. Είδες τι γλυκούλι που είναι; Και τι μικρό και χαριτωμένο; Ο μπαμπάς και η μαμά το αγαπούν κι αυτό όσο κι εσένα.
- Αααα...
- Άντε τώρα, πρόσεχε το λίγο εσύ, καλά;
- Μωρό, μαύρα τα κουλούρια σου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άκλιτη λέξη, η οποία υπάρχει στο λεξιλόγιο των ψαράδων της Ανατολικής Χαλκιδικής, απ' όπου και «αλιεύτηκε». Χαρακτηρίζει καταστάσεις που εξελίσσονται ομαλά. Προφέρεται και μπζβι από τους πολύ βαριεστημένους.

Όλα μπίζιβι! (όλα καλά)

Δε ξέρω τι έπαθε η μηχανή. Χθες ακόμα δούλευε μπίζιβι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία