Η μετοχή μιας εταιρείας, στην χρηματοοικονομική διάλεκτο των αλογομούρηδων της Σοφοκλέους.

Τα «βαριά χαρτιά» (πχ μεγάλες τράπεζες, ΟΤΕ κλπ) υποτίθεται προσδίδουν σταθερότητα σε ένα χαρτοφυλάκιο (γράφε: πίτσες μπλε!) ενώ τα χαρτιά-σαπάκια ενέχουν υψηλότερο ρίσκο αλλά υπόσχονται καλύτερες αποδόσεις (γράφε: σε στέλνουν στο φτωχοκομείο μια ώρα αρχύτερα).

«Ασήμωσε να σε πω τα καλά χαρτιά» (Ρετρό άρθρο του ΒΗΜΑτος, 23 Ιανουαρίου 2000)

« Η οικονομική ευδαιμονία που έφερνε η αύξηση των μετοχών, τους έκανε να ξεχνούν ότι στην πράξη τα χαρτιά που είχαν στα χέρια τους είχαν αξία μόνο αν μετατρέπονταν σε πραγματικό χρήμα. Αλλά για ποιο λόγο να κάνουν κάτι τέτοιο όταν με αυτά τα χαρτιά κέρδιζαν τόσα – εικονικά – χρήματα σε λίγες ημέρες, που η πραγματική τους εργασία δεν μπορούσε να τους τα αποφέρει σε πολύ μεγαλύτερο διάστημα;» (Το ΠΟΝΤΙΚΙ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Στην ναυτική ορολογία, το μπουγέλο αναφέρεται στον κουβά.

Πάρε το μπουγελάκι σου και σ' άλλη παραλία!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πολυσχιδής σλανγκιά, εκ του ηχομιμητικού γουργουρίζω. Αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στα εξής:

  • Το δοχείο του ναργιλέ, αυτό που γουργουρίζει όταν τον πίνεις. Οι γούργουρες κατασκευάζονται από γυαλί, πηλό ή κολοκύθα• οι καλύτεροι όμως, από το κέλυφος καρύδας (η λέξη nārgil στα περσικά σημαίνει καρύδα). Εναλλακτικά: γουργού, γούργουρας, γουργούλακας, γουργούλιακας.
  • Η κληρωτίδα, επειδή όταν γυρίζει γουργουρίζει. Εξ ου και η έκφραση «τώρα που γυρίζει ο γούργουλας».
  • Μη σλανγκικά (αλλά αρκούδως λαογραφικά), το λαρύγγι του κόκορα (επειδή γουργουρίζει) και το πήλινο δοχείο σε διάφορες ντοπιολαλιές.

1.
Γουργούς / γούργουλας: ο ναργιλές (από τον ήχο του νερού κατά το ρούφηγμα που μοιάζει με γουργουρητό

2. οι «ειδήμονες» του ναργιλέ λένε ότι ο καρυδάτος γούργουλας είναι ασυναγώνιστος

3.
Τώρα που γυρίζει ο γούργουλας, ποντάρετε παρακαλώ… Να ξεπουλήσουμε την πατρίδα, τη χώρα που γεννάμε τα παιδιά μας! Άλλος δοσίλογος, ποντάρετε παρακαλώ…

4.
Λοιπόν…στοιχηματίζω ολόκληρο το βασίλειό μου της Δανιμαρκίας, που δεν είναι βέβαια και τίποτα σημαντικό έτσι σάπιο που κατάντησε, αλλά αυτό έχω αυτό βάζω, βάλτε και σεις παιδιά, μαύρο κόκκινο, λάδι για την καντήλα, εδώ κληρώνει ο γούργουλας, πως αν ο επικείμενος πρώτος τους δίσκος τους Let The Sunburnt Country Burn -αν και όποτε βγει- θ’ αφήσει εποχή…

(από σφυρίζων, 18/07/13)(από σφυρίζων, 18/07/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Εξοπλισμός και παραφερνάλια που φοριούνται από τραμπούκους, κουραδόμαγκες, μαχαιροβγάλτες, κ.ά. συστημικά και μη καθίκια: πιστόλια, καλάσνικοφ, σιδερογροθιές, αλυσίδες, στιλέτα, πτυσσόμενα γκλοπ και δε συμμαζεύεται.

1.
Μέχρι πριν κάποια χρόνια, η απόκτηση ενός μαύρου «σιδερικού» –χωρίς δηλαδή τα απαραίτητα έγγραφα– δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Αντίθετα, στις μέρες μας, όποιος ενδιαφέρεται, μπορεί να προμηθευτεί σχετικά εύκολα ένα όπλο κάνοντας μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας.

2.
Το σιδερικό λοιπόν δεν ειναι για το μάγκα που έρχεται στα χέρια για να καθαρίσει το «κούτελό» του αλλά για μαγκες «γιαλαντζί» που ανοίγουν το «χελιδονοουράτο» σακάκι για να φανει το «σιδερικό» για να τον φοβηθούνε και όχι τα μπράτσα του και το κουράγιο για να τραβήξει τη «διμούτσουνη».

3.
Βουλευτής με “σιδερικό” στο ναό της Δημοκρατίας

  1. ...επειδή ερχόταν η αστυνομία και ήταν «μιλημένοι», όποιος είχε «σιδερικό» πάνω του έπρεπε να το δώσει στον Γιώργο...
    (συνέντευξη με χρυσαυγίτισσα από την Νίκαια, ΕΘΝΟΣ 20.09.13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Λέξη μπουζουκτζήδων, που σημαίνει τα χαρτονομίσματα τα οποία ο ικανοποιημένος ακροατής-πελάτης κολλάει στο μέτωπο του μαέστρου, αφού προηγουμένως φροντίσει να αφήσει πάνω τους 1-2 κολλώδεις ροχάλες. Συχνά αποτελούσε το κυριότερο μέρος του μερο- (ή καλύτερα νυχτο-)κάματου των οργανοπαιχτών.

Μεταξύ οργανοπαιχτών σε λαϊκή κομπανία :
- Ρε μαλάκες, κρατάτε γερά, πάω λίγο στα μετόπισθεν να τραβήξω λίγο μπάφο...
- Κάτσε ρε Σταύρο, τονε βλέπεις αυτόν με την γραβάτα; Ήταν εδώ και χθές, και τέτοια ώρα μας άφησε τρελλή χαρτούρα!

4.19: Κι άμα βρει τα σκούρα, κρύβει την χαρτούρα μέσα στο βρακί. (από Khan, 07/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συχνά αναφέρεται και στη χορευτική ομάδα που συνοδεύει τον τραγουδιστή που εμφανίζεται σε νυχτερινό κέντρο διασκέδασης.

Πήγα χθες στο Σάκη και το μπαλέτο ήταν φανταστικό.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η αμοιβή ή δωράκι προς κάθε καρυδιάς μεταφορέα: από το πουρμπουάρ τση γκαρσόνας μέχρι και τον άξιο μισθό του φερτάκια.

Εκ του φέρνω και του τουρκογενούς γαμοσλανγκοτέτοιου -ίκι.

1.
Φερτίκι. Τα χρήματα ή τα δώρα που παίρνεις ή δίνεις για τη μεταφορά πραγμάτων (δώσε το φερτίκι στο παιδί, που έφερε τη βαλίτσα)

2. Για τον σχηματισμό με βάση το φερτ- συγκρίνετε και τη λέξη φερτίκια (τα), παναπεί τα κόμιστρα, όπου το παραγωγικό επίθημα είναι μεν το -ίκια αλλά —όπως και στην περίπτωση του -(τ)άκιας— το ταυ στο -(τ)ίκια ευνοείται από παρόμοιες λέξεις που το έχουν: βρετίκια, μπατίκια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαϊδευτικό υποκοριστικό τση δωροδοκίας, άκα: λαδώνω, φακελάκι, miesens, γρηγορόσημο. Το δωράκι απενοχοποιήθηκε από τον αείμνηστο σοσιαληστή οραματιστή Ανδρέα όταν μάλωνε πατρικά τον αυτομιζοδοτούμενο τότε διοικητή τση ΔΕΗ Μαυράκη με το ιστορικό:

«Είπαμε να πάρει ένα δωράκι, αλλά όχι και 500 εκατομμύρια…» (εδώ)

Πολύ νερό πέρασε κάτω από το καυλάκι έκτοτε, αλλά το δωράκι παραμένει σταθερή αξία για τον σύγχρονο τσιφτετέλληνα.

1.
Το φακελάκι πάει... σύννεφο στην Ελλάδα, καθώς, το 11% των ερωτηθέντων Ελλήνων παραδέχεται ότι έδωσε «δωράκι» σε γιατρούς και προσωπικό, ποσοστό διπλάσιο από τον μέσο όρο της ΕΕ.

2.
Διευκρινίζω, προς άρση παρεξηγήσεων, ότι θεωρώ ηθικά 100% κατακριτέο το λάδωμα των 500€ (ερασιτεχνική κατηγορία), το δωράκι των 25.000€ (κατηγορία ημι-επαγγελματική), τη μίζα των 14 εκατομμυρίων € (κατηγορία premier league, κύριος Κάντας) και τη διαρκή μιζοδότηση των εκατοντάδων εκατομμυρίων € (κατηγορία Champions League ή, αλλιώς, Άκης).

3.
Παρόλη την άθλια κατάσταση που επικρατεί στα οικονομικά μας ,οι σχολές οδηγών και οι εξεταστές ΣΤΗΝ ΛΙΒΑΔΕΙΑ ακόμη ζητούν μίζες για να πάρεις το διπλωμά σου και το αποκαλούν με την κωδική ονομασία ¨ ΔΩΡΑΚΙ ¨...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δικέφαλο σφυρί - το κεφάλι είναι κυλινδρικό (φωτό 1).

Παραδοσιακά ήταν ξύλινο και το χρησιμοποιούσαν οι βαρελάδες. Τώρα κυκλοφορούν ματσόλες και από καουτσούκ.

Η λέξη έχει Ιταλική προέλευση. Επ' ουδενί, όμως, δεν πρέπει να συγχέεται με τον μεγάλο Σάντρο Ματσόλα, διάσημο Ιταλό μπαλαδόρο των δεκαετιών 1960-70 (φωτό 2).

Απλώστε κόλλα στις ξυλόπροκες, τοποθετήστε τις στις τρύπες και χτυπήστε τις με μια ματσόλα. (Από το www.idanikospiti.gr, οδηγίες για επισκευές σε πόρτες)

Μια σελεξιόν από ματσόλες (από poniroskylo, 04/07/08)Ο Σάντρο Ματσόλα με τη φανέλα της Ίντερ (από poniroskylo, 04/07/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Κλασσική αργκό): Το πορτοφόλι.

Η μέθοδος κατά την οποίαν ο πρασάς (πορτοφολάς) βυθίζει στην τσέπη του θύματος (κορόιδου) τον μέσο και παράμεσο εν είδει ψαλιδιού, προκειμένου να του ξαφρίσει την πορτοφόλα. Συνήθως, η θεάρεστος πράξις τελείται σε μέσο μαζικής μεταφοράς σε αστικά κέντρα, όπου οι επιβάται στέκονται κρεμασμένοι από τας χειρολαβάς σαν κρέατα, με την βοήθεια πρασά-αβανταδόρου (με τον οποίον φαινομενικώς δεν γνωρίζεται ο πρωταγωνιστής πρασάς), ο οποίος και σπρώχνει το θύμα δήθεν τυχαία σε απότομο φρενάρισμα, το οποίο θύμα καταλήγει άθελά του εις την αγκαλιά του πρασά, ο οποίος αστραπιαία αφαιρεί το πράσο, ωσάν ταχυδακτυλουργός (!) χωρίς το κορόιδο ν' αντιληφθεί οτιδήποτε (για ώρες) ... Μάλιστα, ζητάει και συγγνώμη απο τον πρασά (!)

Ο ευσυνείδητος πρασάς, αν δεν είναι κανά κωλόπαιδο, μόλις τσιμπήσει το παραδάκι και δει μέσα κάρτες, σημαντικά έγγραφα κλπ. δεν τα πειράζει και συχνότατα αφήνει να πέσει το πορτοφόλι (χωρίς το μπερντέ φυσικά) σε πολυσύχναστο σημείο, όπου κάποιος χριστιανός θα βρεθεί να το επιστρέψει στο (μερικώς) ανακουφισμένο θύμα.

Αν το θύμα είχα πολλά λεφτά στο πορτοφόλι, δικαιούται να βρίζει (ερήμην) τους κλέπτας. Αν όμως, έχασε λίγα, τότε οφείλει να θαυμάσει την τέχνη των (και να έχει το νου του άλλη φορά). Ο πρασάς αφήνει, ως ανωτέρω, συνήθως τις κάρτες και τα έγγραφα άθικτα στο λάχανο, όχι βέβαια από αγνά αισθήματα, αλλά διότι περαιτέρω αξιοποίησή τους, εκφεύγει της αρμοδιότητός του. Δεν είναι ούτε χακεράς, ούτε πλαστογράφος, ούτε παρτίδες έχει με δαύτους (άσε που έτσι και γίνει τσακωτός, θα φάει επιπλέον σοπάκι και χρόνια φυλακής στην καμπούρα του).

Σημειωτέον, ότι η τέχνη του λαχανέματος, είναι τόσο δύσκολη, ώστε ε-δι-δά-σκε-το (!) στη φυλακή και στα χαμαιτυπεία από τους παλιότερους, ήδη και τουλάχιστον από την εποχή του Βίκτωρος Ουγκώ (βλ. «Άθλιοι»), αλλά και παρ' ημίν, βλ. Ηλίας Πετρόπουλος («Το εγχειρίδιο του καλού κλέφτη»), Πέτρος Πικρός («Τουμπεκί») και Νίκος Τσιφόρος («Τα παιδιά της πιάτσας», «Παραμύθια πίσω απ' τα κάγκελα» κ.α.).

Τα μαθήματα, γινόσαντε ώς εξής: Υφίστατο ανδρείκελο με πορτοφόλι στη μέσα τσέπη (της καρδιάς) του σακακιού, στημένο με κουδουνάκια (!), τα οποία ντιντίνιζαν με το παραμικρό. Ο επίδοξος πρασάς καλείτο να τσουρνέψει το πράσο χωρίς να κάνει θόρυβο. Όταν το πετύχαινε και αφού είχε ξοδέψει αρκετά σε δίδακτρα (!), ελάμβανε το δίπλωμά του και εισήγετο εις την δημοσίαν χρήσιν.

Παράγωγα: πρασάς κτλ.

Συνώνυμα: λαχανεύω, λαχανάς, λαχάνεμα, τσουρνεύω, τσούρνεμα, πορτοφολάς, βουτάω, σουφρώνω, απαλλοτριώνω κτλ

Ισπανιστί: tacon=πράσο, ratonero=λαχανάς
Ιταλιστί: borseggiatore=πορτοφολάς
Αγγλιστί: pick-pocket (=το αυτό) / half inch (cockney rhyming slang: pinch), pinch, nick, yank κτλ=βουτάω, κλέβω.

Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, εγνώριζαν τους λωποδύτας (λώπος = ένδυμα + (κατα)-δύομαι = βουτάω), ήτοι τα τσογλάνια που μπαίνανε στα δημόσια λουτρά και κλέβανε τα ρούχα του κοσμάκη. Μάλιστα, ο φιλόσοφας Διογένης, έχοντας συλλάβει με το μάτι έναν απ' αυτούς επ' αυτοφώρω, του έκλεισε το μάτι, λέγοντάς του το λογοπαίγνιο: «Επ' αλειμμάτιον, ή επ' άλλ' ιμάτιον»; (=για αλοιφή λουτρού ήρθες εδώ ή για να σουφρώσεις ρούχα;)

- Ρε Μιχάλη, μου βγάζεις κι εμένα εισιτήριο; Μου' φαγανε το πράσο κάτι κωλόπαιδα πριν στο τρόλεϊ κι είμαι ρέστος !

βλ. και τσουρνεύω, τζουρνεύω, λάχανο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία