Ο κατ' εξοχήν μουνάκιας, ο άντρας που δείχνει τη λατρεία και την αφοσίωσή του στο μουνί με το να το προσκυνάει (με την καυλή έννοια), να το γλείφει και να το περιποιείται με μεράκι.

Στις θετικές συνδηλώσεις το ότι ευχαριστιέται με το που ευχαριστιέται η γυναίκα και το ότι έχει έναν ενθουσιασμό για το μουνί. Γιατί γλειφομούνι μπορεί να κάνουνε πολλοί, αλλά δεν είναι όλοι γλειφομουνάκηδες. Για το τελευταίο χρειάζεται ενθουσιασμός, know how και διάδραση με την παρτενέρ. Ο γλειφομουνάκιας τρόπον τινά κληρονομεί γλωσσικώς τα ιδιώματα του β΄ συστατικού του, του μουνάκια. Για να το θέσω καντιανά τε και cunt-ιανά (καλό, ε;), ο γλειφο-μουνάκιας είναι ο άντρας που θα αντιμετωπίσει το μουνί πάντοτε ως σκοπό και ουδέποτε ως μέσο, λ.χ. ως μέσο για να πηδηχτεί τε και επιδειχτεί, εκτονωθεί, νιώσει άντρας κ.τ.λ. Ο γλειφο-μουνάκιας είναι πέραν ακόμη και του σεξουαλικού αλτρουισμού, καθότι η ηδονή του ταυτίζεται με το μουνί και την ηδονή του μουνιού ως αυτοσκοπό. Από τον μουνάκια έχει πάρει επίσης την εκλέπτυνση, καθώς, το λέει κι η λέξη, έχει εκλεπτυσμένο ουρανίσκο, και την επισφαλή ισορροπία συνδυασμού ευαισθησίας και ανδρισμού.

Στα caveat το να μη μετατραπεί το πάθος σε μουνοδουλίαση, καθώς γενικά στις αντρικές παρέες του γλειφο-μουνάκια θα αιωρείται πάντα η υποψία μήπως εντέλει αυτός έχει διαβεί τον μουνορουβίκωνα κι έχει ήδη καταστεί μουνοείλωτας, εξάλλου ο γλειφομουνάκιας δεν προσαρμόζεται ακριβώς στο σεξιστικά προσδιορισμένο ανδρικό ιδεώδες του μπήχτη/ γαμίκου κ.τ.ό., δίχως όμως και να αποκλείεται να συνδυάζει τα χαρακτηριστικά αυτά.

  1. Δεν ξέρω τι έχω πάθει τελευταία. Μου φαίνεται πως έχω σεληνιαστεί! Όσο μπόι μου λείπει τόση καύλα περισσεύει... Σιχάθηκα την κωλοπολιτική. Ακούω «αυτοδιοικητικά» και βγάζω φλύκταινες. Δεν αντέχω άλλο τα μπιμπερά και τα κωλόπανα! Και προπαντώς βαρέθηκα τη γυναίκα μου! Θέλω να πετάξω τα δασκαλίστικα σακάκια και να χωθώ βαθιά στη λάσπη. Γουστάρω με τρέλα να γίνω ελεεινός γλειφομουνάκιας! [...] Προχθές καμάκωσα μια τύπισσα άπαιχτη. Κλασική περίπτωση ανεμώνας. Μουνάρα όσο τη βλέπεις, χωρίς να την έχεις. Κι άμα πας να την πιάσεις γίνεται μπουχός. Εγώ, όμως, την κρεβάτωσα! Μεγάλη μου μαγκιά! [...] Κατά της μία το πρωί, κει που την είχα ξεθεώσει στ’ αεροπλανικά, έπαθε υπογλυκαιμία και με ρώτησα τι γλυκά έχω σπίτι. [...] Γμτ μου, τι φταίω που η μανούλα μου μ’ έκανε φαρμακοτσούτσουνο κι όχι γλυκοτσούτσουνο; (Απ' το κρυφό ημερολόγιο του Δείμου).
  2. INE KATI ALLO NA LES TIS EGLIPSA TO MUNAKI KE MU ARESE TRELATHIKA KE KATI ALO NA LES OLES AFTES TIS MALAKIES PU IPE. EGO IME DILOMENOS GLIFOMUNAKIAS KE TO MONO PU ME ENDIAFERI INE NA PERNAO KALA ME TA MUNAKIA STI GLOSA MU KE AN TIHI KATI PARAPANO KALOS NA TIHI, MUNAKIDES EHO GLIPSI TO MUNAKI TIS Α. KE TIS K. ALLA KE TIS S. PIO PALIA KE TO KORITSI KAVLONI KE HINI MIA HARA. (Από σάη για ενήλικες).
  3. Συνεργασία με ΠΑΣΟΚ δεν είναι μια... «νέα Βάρκιζα»! Τεταμένη ήταν η κατάσταση κατά τη διήμερη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ αναφορικά με το κρισιμότατο θέμα των συμμαχιών του κόμματος.
    Σχόλιο: καλα χαλασμενα φαρμακα εχει παρει αυτος και ολο το συναφι των 300 γελοιων? τυμβορυχοι ειναι? τι εχει να μας πει για την αποκατασταση της εθνικης αντιστασης? τι εχει να μας πει για τους παλαιολογους? τι εχει να μας πει για τους 300 του λεωνιδα? (αν του επιτρεψει ο γλυφομουνακιας ο αδωνις). (Από το ksipnistere).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Ο οφθαλμοπόρνος, ο μπανιστηρτζής, είτε μεγάλος είτε μικρός τυμπανιστηρτζής, αυτός που κάνει μάτι, προφάνουσλυ επειδή κοιτάζει μέσα από γρίλιες. Το απαθανάτισε ο Ηλίας Πετρόπουλος στο βιβλίο Ο Κουραδοκόφτης ως σλανγκ φυλακοβίων στα σέβεντηζ με προέλευση από λαχαναγορά. «Μια ακτίδα φως περνά τις γρίλιες και σβήνει αυτά που γίναν χτες, πώς μπλέκουν έτσι οι ιστορίες, και των ανθρώπων οι ζωές! Μες στο φτηνό ξενοδοχείο και στα σεντόνια των πολλών, μες σε καθρέφτες δίχως μνήμη, θα τελειώσουμε λοιπόν!», όπως τραγουδούσε η όλες οι Μάρθες Βούρτση πάνω μου Λιζέτα Καλημέρη.

  2. Παρ' όλαφ τα, το γριλάκιας απαντάται και ως αργκό κλεφτών για να δηλώσει τον διαρρήκτη που δουλεύει νύχτα και ανοίγει γρίλιες παραθύρων με μικροεργαλεία. (Δες). Πιθανόν και αυτή η σημασία να έχει καταγραφεί από τον Πετρόπουλο στο Εγχειρίδιο του καλού κλέφτη.

Αφιερούται τω Βικαρίω, τω μεγάλω ακιάκιει.

Δες
Πρίν από μερικά χρόνια όταν η λέξη λαθρομετανάστης ήταν άγνωστη στους περισσότερους Αθηναίους όπως
και οι λαθρομετανάστες επίσης, υπήρχε μια «τάξη»
στην εγκληματικότητα.
Μια συμφωνία Κυρίων και Κυριών.
Οι τραβεστί είχαν πιάτσα στη Συγγρού λίγα αγοράκια
στην Πλατεία Κουμουνδούρου και τα δικά τους μαγαζιά
τόπους συνάντησης και διασκέδασης στου Ψυρρή και μετά
στο Γκάζι.
Οι φτηνοί οίκοι ανοχής με Ελληνίδες πάντα στη Φυλής, στην Ιάσωνος,
στην Κεραμεικού,
οι μεσαίοι στα στενά της Πατησίων και οι πολυτελείας στο Κολωνάκι.
Σωστή χωροθέτηση που εξυπηρετούσε τους πάντες.
Εκδιδόμενες-ους, πελάτες και Αστυνομία.
Τα πάντα με πρόγραμμα όμορφα και ήρεμα.
Προσαγωγές για παραβάσεις ρουτίνας.
Ασφαλώς υπήρχαν και οι ληστές και οι διαρρήκτες στην πλειοψηφία
τους όμως τσακωμένοι με τη βία και με τα όπλα.
Όμορφες δουλειές.
Ο γριλάκιας που έμπαινε στα σπίτια σπάζοντας δύο γρίλιες
στο παράθυρο και ανοίγοντας το τσεμπερέκι (μάνταλο) με το
κατσαβίδι.
Άνοιγε έμπαινε στα νύχια άοπλος ούτε καν με σπρέϋ ύπνου
έπαιρνε κάτι τι και την κοπάναγε.
Την άλλη ημέρα στην Ασφάλεια οι σεσημασμένοι γριλάκηδες
παρόντες για καφέ.
Μετά από κανά δυό ώρες «εντάξει εγώ ήμουνα κυρ αστυνόμε»
και τελείωνε.

Προσοχή στον γριλάκια, Λιζέτα! (από Khan, 18/05/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία