Ο παίκτης κάποιου ηλεκτρονικού παιχνιδιού που χρησιμοποιεί συστηματικά τσητς (αγγλ. cheats).

Συνήθως απαξιωτικός χαρακτηρισμός, ιδίως όταν γίνεται σε διαδικτυακά παιχνίδια, σπάζοντας τα νεύρα των νομοταγών και κιμπάρηδων παικτών.

- Αν δεν κάνουν update στο νετκαφέ δεν ξαναπατάω, να ξέρεις.
- Γιατί ρε, τι έγινε;
- Έχουν πλακώσει τσητεράδες και τα παιχνίδια είναι GTP. Άσε που πειράζουν τα σκορ. Εγώ να γαμιέμαι να πάρω μια καλή θέση στον σέρβερ κι αυτοί να με πετάνε σε μια νύχτα τριάντα θέσεις κάτω από το υπόγειο;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ιντερνετικός όρος που υποδηλώνει μάτια που δακρύζουν.

Κυρίως χρησιμοποιείται στα online games αντί της έκφρασης «Cry more noob» (noob=newbie=πρωτάρης), η οποία παρακινεί τον αντίπαλο χρήστη να κλάψει, καθώς νικήθηκε σε κάποια διαδικτυακή μάχη.

Χρησιμοποιείται και για κάποιον που απλά κλαίει/κλαίγεται.

Πιστεύεται ότι βγήκε από το Warcraft II, στο οποίο η συντόμευση των πλήκτρων ALT+Q+Q, τερματίζει το πρόγραμμα. Έτσι οι παίκτες του παιχνιδιού προτρέπουν όσους χάνουν να εγκαταλείψουν, γράφοντας συντομογραφικά qq.

  1. Πάνω σε παιχνίδι pro

- Παρ' το γκολάκι μωρή.
- Έλα ρε μαλάκα, αφού έχω μείνει με 9..
- Ρε κιου κιου.

  1. - Τι; Θα το βάλεις απ΄ευθείας;
    - Kιου κιου!

  2. Online ατάκες εξωτερικού

«Shut up or QQ!» «Why don't you QQ, noob;»
«Jeez man, quit QQing!»

  1. Ή, κάποιος που κλαίγεται

Oscar QQed when he lost the game because he thought that people were cheating.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συντομογραφία του economy. Χρησιμοποιείται από παίκτες του Counter-Strike σε μορφή παραγγέλματος προς τους συμπαίκτες. Σημαίνει πως, στον συγκεκριμένο γύρο του παιχνιδιού δεν πρέπει να αγοράσουν κανένα όπλο αλλά να παίξουν με το πιστολάκι (που παίρνουν δωρεάν) για να μαζέψουν λεφτά για κάποιο ακριβότερο όπλο στον επόμενο γύρο (σε κάθε γύρο οι παίκτες παίρνουν ένα ποσό, και καλά σε δολάρια). Αυτό σημαίνει ότι το round πρέπει να θεωρείται χαμένο, αφού χωρίς εξοπλισμό, στάνταρ θα πάρουν τον πούλο. Το πολύ-πολύ να φάνε κανέναν αντίπαλο από κωλοφαρδία και να του πάρουν το όπλο, μπας και κάνουν κανένα kill παραπάνω.

Παλιά γινόταν μόνο αν οι συμπαίκτες ήταν στον ίδιο χώρο και έπαιζαν μέσω lan, οπότε ο ένας το φώναζε στους άλλους, αλλά από ένα σημείο και μετά προβλέφθηκε η ενδοεπικοινωνία εντός του παιχνιδιού, οπότε γίνεται και μέσω internet.

Σ.ς. Το Counter-Strike είναι ένα από τα πιο δημοφιλή παιχνίδια του είδους fps και παίζεται από χιλιάδες παίκτες καθημερινά, από το λανσάρισμά του πριν από δέκα (!) χρόνια μέχρι σήμερα.

- Γέφυρα. Γέφυρα τρεις! ΓΕΦΥΡΑ! Σκατά. Αγορά! Ρίξε smoke! Κωλόζωα! Λαμέρια! Ok, ok, το χάσαμε, άστο. Στον επόμενο έκο. Έκο! ΕΚΟ!
- Ε σκάσε πια, γαμώ την ηχορύπανσή μου γαμώ! Δεν παίζουν όλοι εδώ μέσα counter!

Eco round. (Στα αγγλικά βέβαια.) (από patsis, 25/08/10)Ουμπέρτο Εκο (από GATZMAN, 25/08/10)Μικτης με echo (από GATZMAN, 25/08/10)(από GATZMAN, 25/08/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεξία: είμαι ιντερνετικώς πώς συνδεδεμένος με τον άλλον (σε παιχνίδι, σε τσατ, σε μπλογκ, σε ό,τι).

Μεταφορικά: η σκέψη μου συμπίπτει με του άλλου ως δια μαγείας, σα να λέμε τηλεπάθεια ένα πράμα. Είμαι «στο ίδιο μήκος κύματος» με αυτόν, χωρίς να έχει προηγηθεί καμία συνεννόηση, απολύτως τυχαία.

Αντίθετο: είμαι είμαι οφλάιν, οφ (σημασία 1δ).

Από το αγγλικό on line.

  1. - Ρε φίλο, όλη μέρα σε έβλεπα ονλάιν, γιατί δεν απαντούσες;

  2. - Δε μπάμε να χτυπήσουμε κανα μπυρόνι λέω γω;
    - Καλά ε, είμαστε ονλάιν, αυτό ακριβώς πήγα να σου πω και γω τώρα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναβαθμίζομαι. Ανεβαίνω επίπεδο (level στα αγγλικά).

Όπως αναπτύσσει ο ορισμός του συνώνυμου λεβελιάζω, προέρχεται από τα διάφορα ηλεκτρονικά παιχνίδια και, πριν από αυτά, τα επιτραπέζια παιχνίδια ρόλων που προβλέπουν επίπεδα στις ιδιότητες των παικτών. Ένας παίκτης έχει διάφορες ιδιότητες: invisibility (το να είσαι αόρατος), ταχύτητα, θωράκιση κλπ. Με διάφορους τρόπους όπως μαζεύοντας ειδικά αντικείμενα ή επιφέροντας χτυπήματα κατά αντιπάλων, οι ιδιότητες αυτές βελτιώνονται, παίρνουν λέβελ. Λέβελ παίρνει και ολόκληρος ο παίκτης, χάριν μετρησιμότητας της αξίας του.

Σε άλλα συμφραζόμενα, παίρνει λέβελ ό,τι καλυτερεύει, ό,τι αναβαθμίζεται λίγο αλλά διακριτά από την μία στιγμή στην άλλη. Μια μικροκοινωνία, μια συνεχιζόμενη προσπάθεια κάποιου ή κάποιων, μια εταιρεία, ένας άνθρωπος.

Χρησιμοποιείται και σοβαρά και περιπαικτικά.

  1. Από εδώ:
    Και τώρα που το post πήρε level και ελέγχθηκε και η ορθογραφία του, ξαφνικά αποκρυπτογραφήθηκε το κρυφό του μήνυμα και τα μιλιούνια των ανθρώπων που προηγουμένως δεν καταλαβαίνανε, ώ, τι θαύμα, διαφωτίστηκαν...

  2. Από εδώ:
    σκληρό chapter. tr00. ο μαντάρα τελικά μοιάζει λίγο με τον oobito; :Ο βλέπω δεν είμαι ο μονος που βλέπει την ομοιότητα. η κόναν είναι σκέτη πώρωση. μου άρεσε και πριν αλλα τώρα πήρε level

  3. Από εδώ:
    ρε μλκ ήξερα ότι είσαι βρώμικο μυαλό, αλλά τί να πω, πλέον έχεις πάρει level

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συντομογραφία της αγγλικής φράσης good game (= καλό παιχνίδι).

  1. Μια ευγενική παρατήρηση που εκφέρεται μετά το τέλος ενός γύρου / αγώνα ή μετά το τέλος ενός παιχνιδιού (διαδικτυακού, όπου μετέχουν συνήθως πολλοί παίκτες, multiplayer game), για να δείξει ότι ένας αγώνας ήταν δίκαιος και ευχάριστος.

α) Συνήθως εκφέρεται συλλογικά από όλους τους συμμετέχοντες του παιχνιδιού, ως επίδειξη καλής αθλητικής συμπεριφοράς.

β) Μερικές φορές μπορεί να έχει και ειρωνικό, περιπαικτικό ή προσβλητικό (υπο)νόημα.

  1. Ως συγκαταβατικό σχόλιο, συχνά εκφερόμενο από κάποιον που δε γνωρίζει την παραπάνω (1.) σημασία, και απλώς επαναλαμβάνει αυτό που οι άλλοι έχουν πει.

  2. Ορισμένες φορές χρησιμοποιείται ως συνώνυμο της φράσης: «μια χαρά».

Στην Αγγλική αποτελεί το αντίθετο του BG (bad game).

  1. Η Κόκκινη όμαδα κέρδισε, 50 - 47
    Κόκκινη ομάδα: GG
    Μπλε ομάδα: GG

  2. Στο τέλος ενός γύρου (λ.χ. στο διαδικτυακό παιχνίδι Dota):
    [Volmarias] gg
    [JikYo] gg
    [Tripitos] gg
    [Trelo
    Kokori] gg
    [Tardias] gg

  3. Η Μπλε όμαδα κέρδισε, 60 - 5
    Μπλε ομάδα: GG, κόκκινη ομάδα!
    Κόκκινη ομάδα: Άντε γαμήσου!

  4. Α: Πώς είσαι; Β: GG.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο από παίχτες παιχνιδιών RPG και MMO για να δηλώσει πως οι χαρακτήρες των παιχτών δεν διαθέτουν ικανοποιητικό αριθμό ή και καθόλου μπάφς (αγγλ. buffs), δηλαδή ξόρκια που ενισχύουν άμυνα, επίθεση, μαγική ενέργεια κλπ, για να μπορούν να νικήσουν ένα δυνατό τέρας, μία ομάδα τεράτων ή μία αντίπαλη ομάδα παιχτών.

  2. Αυτός που δεν βρίσκεται (ακόμα) υπό την επήρεια χασίς, γνωστό και ως μπάφο, με αποτέλεσμα να μην διαθέτει την ίδια καλή διάθεση (ή να μην την έχει ακούσει ακόμα) όπως οι υπόλοιποι, που είναι ήδη μπαφαρισμένοι.

  1. Και στις γκόμενες έτσι λες όταν γελάνε; Κάτσε να φέρω τον μεγάλο μου με full buffs; Είσαι μικρός και αμπαφάριστος; εε; (Από εδώ)

  2. Εγω σαν hunter εχω γυρω στα 130 fr αμπαφαριστος και πινω 1 μονο fr potion.Τωρα οταν βγαινουν τα sons,σταματαμε ολοι το dps στον ragn, τα παμε στους warriors και κανουμε assist στον main hunter. (Από εδώ)

  3. - Μας κάλεσε ο Αρτέμης για βραδιά best of ιρανικού κινηματογράφου. - Κουλ, περνάμε μία από Λιβάδι πρώτα γιατί Τεχεράνη και αμπαφάριστος με την καμία...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σεξουαλική πράξη συνισταμένη στην τοποθέτηση του οσχέου στο στόμα, πρόσωπο ή κεφάλι σεξουαλικού συντρόφου. Χρησιμοποιείται και ως πράξη υποταγής ή εξευτελισμού του υποκειμένου. Πολύ διαδεδομένη στα ηλεκτρονικά παιχνίδια μέσω διαδικτύου, επίσης, όπου ο παίκτης που σκοτώνει τον αντίπαλό του «πικάρει» αυτόν επικαθήμενος τοιουτοτρόπως στο άψυχο σώμα αυτού. Η προέλευση της λέξης προφανής (tea=τσάι + bag=σάκος).

- Τι έγινε χτες με το γκομενάκι;
- Την ξεφτίλισα, έβγαλα όλο μου το άχτι, από teabag μέχρι πουτσοσκάμπιλα και δε συμμαζεύεται.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πεθαίνω με το χαρακτήρα μου σε online game ακατάπαυστα, χωρίς λόγο και αιτία, είτε διότι δεν ξέρω να παίζω, είτε διότι δε μου 'κατσε καλά το game (π.χ. dota), είτε διότι είμαι απλά ηλίθιος.

Έχω φηντάρει αισχρά σήμερα 0-10 έχω στο game.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το χεντίδι ή αλλιώς headshot προέρχεται από το Counter Stike, Call of Duty και λοιπά παιχνίδια που βρήκαν αποδοχή στα νετ καφέ, και επιτυγχάνεται όταν καταφέρνεις και πυροβολάς τον άλλον στο κεφάλι (head).

Με τον καιρό εξαπλώθηκε και στην αληθινή ζωή, και αφορά τις περιπτώσεις που πετυχαίνεις με κάποιο αντικείμενο τον άλλον στο κεφάλι, όπως γόμες, φρούτα, κλειδιά, μπάλες, ή οτιδήποτε άλλο που αξίζει να ενθουσιαστείς.

  1. Ρε πού ήταν κρυμμένος, μου έσκασε χεντίδι από το πουθενά.

  2. Την ώρα που παίζαμε νεραντζοπόλεμο, ο Γιακουμής μου έριξε ένα νεράντζι κατευθείαν χεντίδι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία