Μεταφορικά το ροπιάζω λέγεται (το έχω ακούσει)
1. Για κάποιον όταν «τα παίρνει», ειδικά όταν το κύμα οργής ξεκινά από φλοίσβο και γίνεται ξαφνικά τσουνάμι.
2. Για λογοδιάρροια ιδίως όταν δεν την περιμένεις.
3. Από μηχανόβιους στα '80ς, πού ήθελαν όλα να τα εκφράζουν με ορολογία μοτό, για γκόμενα πλησίον του οργασμού.

  1. Εκεί που λέγαμε πως θα τον ψιλοχέσει, ξαφνικά τα παίρνει μόνος του, ροπιάζει και τον πλακώνει στις μάπες.

  2. (σχολικό) Όταν μιλάει για τον Πλάτωνα ροπιάζει και βγάζει λόγο για κάνα δεκάλεπτο (κάτι σαν τον Άδωνι ένα πράμα)

  3. Και πάνω στη φάση, κοκκινίζει η δικιά σου, ροπιάζει κι αρχινά τις τσιρίδες... Άσ' τα μαλάκα, ήρθε ο άπω πάνω και χτύπαγε την πόρτα γιατί νόμιζε πως την έσφαζα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βαριέμαι να βρω μήδια στο ιντερνέτς, οπότε θα παίξει περιγραφή.

Η απόδοση του κινητήρα ενός αυτοκινήτου ή μηχανής αποδίδεται γραφικά με το διάγραμμα ροπής και ισχύος (στον κατακόρυφο άξονα) ως συνάρτηση των στροφών ανά λεπτό.

Η καμπύλη της ισχύος είναι αύξουσα και ιδανικά είναι και κυρτή, ενώ της κορύφωσης ακολουθεί μία σύντομη πτώση μέχρι τον κόφτη των στροφών. Αυτή της ροπής είναι και αυτή κυρτή, αλλά η κορύφωση έρχεται νωρίτερα και ακολουθεί η πτώση.

Όταν οι καμπύλες αυτές είναι ομαλές, αντίστοιχα ομαλή είναι και η συμπεριφορά του κινητήρα σε ό,τι έχει να κάνει με το γκάζι.
Τα τούρμπο, όμως, και τα δίχρονα παρουσιάζουν ένα έντονο σκαλοπάτι στην ροπή. Κάτω από αυτό το σκαλοπάτι σέρνονται, δεν πάνε πόντο*, που λέγαμε στη Λευκάδα, και πάνω απ' αυτό πετάνε.

Όταν δίνοντας γκάζι ο οδηγός φτάνει σε αυτό το σκαλοπάτι, λέμε ότι το τουτού ή η πάπια ή η μηχανή ρόπιασε.

Καθ' ότι βίαια η συμπεριφορά, και κυρίως στα δίτροχα, το να σου ροπιάσει το μηχανάκι στη στροφή είναι κίνδυνος θάνατος και αιτία πτώσης πιτσιρικίων, ενώ αν οδηγάς χυτά, όπως ένα τετράχρονο ή ένα ατμοσφαιρικό, βρίσκεσαι χωρίς γκάζι για να ρυθμίσεις το όχημα μέσα στη στροφή ή απλά σέρνεσαι και διαβάζεις την άννα καρένινα μέχρι να γίνει κάτι ενδιαφέρον.

Πιο κυριλέ έκφραση, που λέγεται γενικότερα όταν ένα μηχάνημα μπαίνει στο φάσμα της πιο αποδοτικής λειτουργίας του, είναι το μπήκε στην ροπή του.

Από δουπού, ευχαριστούρες σε beth.

  • Το πόντος προφέρεται με διαλυτικά στο τ και το νυ ένρινο. Βέβαια.

Τι καβλόγκαζο είναι αυτό το μηχανάκι ρε συ... Ανοίγεις τη δευτέρα στον επαρχιακό, και με το που ροπιάζει έχεις καταπιεί τρία γιωταχί και ένα λεωφορείο και άντε να στρίψεις μετά...

Βλέπε και μπέκερε-μπέκερε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία