Τί ωραίο παράδειγμα...
Τα λινκάκια προς Χάκκα δέν γίνεται νά 'ταν ευστοχότερα.
Ώς προς την ετυμολόγηση πάντως, καί ο Τριανταφυλλίδης καί ο τέως ανάγουν τη λέξη στο «κατ' οίκον», τη γράφουν μάλιστα και «καθοίκι». Δοκιμάστε εδώ. Είναι αλήθεια όμως οτι, εκτός απο τα λεξικά, δέν την έχω δεί γραμμένη πουθενά με όμικρον γιώτα.
Άσχετος είμαι απο χαρτιά και δέν ξέρω τον όρο. Ενδιαφέρον οτι δέν χρησιμοποιείται το φουλάρω, που υπάρχει με άλλες σημασίες (πιχί, σε βενζινάδικο).
Έλα βρε τζίζα κι' εσύ τώρα... Μπορεί ο άνθρωπος να βαθμολόγησε μεθυσμένος, τί τσιμπάς με τη μία; Δέ λές καλά που δεν είναι και πανελλήνιες;
Χαλικούτης, θένξ για το σχόλιο. Ευνόητη η ετυμολογική σύνδεση, αλλα πού να την κάνω μόνος μου...
Τρώς ρε Βράστα το κεφάλι της γαρίδας;!...
Όσο για τα αμερικάνικα, να ενημερώσω οτι λένε «butter girl», λογοπαίγνιο πάνω στο «great body, but her face...».
Άλλο Κρήτη κι 'άλλο Κρήνη («άλλο θα πεί Χαλκιδική μωρό μου, κι 'άλλο θα πεί Χαλκίδα» και τα λοιπά και τα λοιπά...). Η τελευταία βρίσκεται στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης και δουλεύει πολύ το ψάρι.
Σε σχέση με τον πατέρα εννοεί ρε Κάνινγκ, «εκδεξιών» και λοιπά...
Φίλη ή φίλε πρασινοτσέ, έπρεπε νά 'βλεπες το σλάνγκ τζι άρ τα χριστούγεννα, πού 'χε ντυθεί τα πρασινιάτικά του. Θα γούσταρες πιστεύω.
ΥΓ: Και τελικά έκανα λάθος. Απο ορθογραφία καλά τα πάει ο τύπος/η τύπα. Απο χιούμορ όμως...
Άλλη μία περίπτωση παρμένη απο λογοτεχνία: «μουγγοθόδωρος», σε διήγημα του Παναγιώτη Παπαδούκα («Επάγγελμα «μ' έσωσες»», Χαμόγελο μετ' αποδοχών, Εστία).
Ζεντάι, συμφωνούμε βασικά. Αλλα, «το τσιγάρο στρίβεται για όλους»; Όχι πάντα...
Παλιά μου προσπάθεια να εξηγήσω το δείγμα αυτό της λαϊκής μας θυμοσοφίας σε φίλη αλλοδαπή: λέμε «το μουνί σέρνει καράβι» ή «αν δείς καράβι στο βουνό, μουνί θα τό 'χει σύρει» και εννοούμε οτι μία γυναίκα μπορεί να καταφέρει οτιδήποτε θελήσει, εκμεταλλευόμενη την σεξουαλική επιρροή της στους άντρες.
Δέν τολμώ όμως ν' ανεβάσω τέτοιον ξερό ορισμό. Νομίζω οτι είναι δουλειά για το δαιμόνιο πονηρόσκυλο αυτή η έκφραση, που τα λέει και γουστόζικα. Άσε που, άμα κάνει κανείς πως παραπονιέται :-Ρ , μπορεί και να τον δαγκώσει.
Όσο για τον αγαπώντα μας (τί έγινε, σ' έπιασε το θηλυκό σου στις 22/6;...): τρύπα, πουτί, κουτί, το ποιητικότερο φιδοφωλιά... Αλλα σίγουρα, όχι σε τόσο ευρεία χρήση όπως τα συνώνυμα του μπέου. Ίσως γιατί, απλά, κάποια πράματα πρέπει να τα λέμε με τ' όνομά τους, πώς να το κάνουμε...
Για τις προτάσεις που λές, υπάρχουν ήδη κάμποσες, διάσπαρτες σε σχόλια ακόμα. Να δούμε πότε θα τελειώσει τις διακοπές ο νάμπερ ουάν αρμένικο το κατάντησε ο αθεόφοβος μπάς και δεήσει να μας φτιάξει το φορουμάκι. Άιντε, σάν το μετρό της Σαλονίκης κατάντησε το θέμα.
Εννοείς εκειπέρα, «την πάμελα, για την αξιοθαύμαστη ερμηνεία τους στο μπέιγουοτς» να υποθέσω.
Δέν σε παρανόησα φίλε/φίλη κρεπσίνις, ούτε ήθελα να υπονοήσω οτι μειώνεις του Πελοποννήσιους. Απλά έγραφα με διάθεση αστεϊσμού.
Ήθελα κυρίως να πληροφορήσω οτι τον συγκεκριμένο χαρακτηρισμό τον ακούω πολύ-πολύ συχνά, και πάντα εκτός Πελοποννήσου (οπου έτυχε να βρεθώ μόνο μία φορά στη ζωή μου ώς τώρα, πρίν μπόλικα χρόνια): Μακεδονία, Στερεά...
Δίκιο. Απλά, ενεστάθην και μίλησα ειδικότερα για ποίηση, επειδή πιχί, νά, μερικοί-μερικοί διαβάζουν, λέμε τώρα, ξερω 'γώ, Μ ά ξ Π ά ο υ ε ρ στην τουαλέτα. Μήν τα βάζουμε κι 'ολα στο ίδιο τσουβάλι...
Θέ μου! Ποιητής παρεισέφρησε στους κόλπους μας.
Έ μα ρε ΓΚΑΤΖΜΑΝ, είσαι θεός, τέρμα. Να θυμηθούμε και κάποια παράγωγα: τροπαιούχος («βγήκα απ' τη μάχη τροπαιούχος»), τροπαιοθήκη και λοιπά.
Το ξέρω απλούστερα: «τού 'παμε να χέσει κι' αυτός ξεκωλιάστηκε». Σχετική έκφραση: «δώσε θάρρος στο χωριάτη να σ' ανέβει στο κρεβάτι».
Όπως το ξέρω εγώ και όπως φαίνεται ήδη και στο παράδειγμα του/της ζεντάι, δέν έχει να κάνει γενικά με την υπερβολή, όσο με την εκμετάλλευση κάποιας (καλόπιστης ή γενναιόδωρης) πρότασης.
Όπα, φίλε, έθιξες ευαίσθητο ζήτημα. Γενικότερα, «ανάγνωσμα τουαλέτας», δέν είν' ανάγκη νά 'ναι περιοδικό. Γιατί όχι ποίηση ας πούμε;
Άξιος.
Σύμφωνα με Μπαμπινιώτη, απ' ότι θυμάμαι, πιπίνι είναι το «μικρό περιστέρι». Τό 'χει ακούσει ποτέ κανείς σας έτσι;
Βλέπε σχόλια στο καλαμπαλίκια.
Εγώ πάλι, επίσης βόρειος, το ξέρω συμπράγκαλα. Ο δέ Τριανταφυλλίδης (που δέν ξέρω αν ήταν ή όχι βόρειος), γράφει ονλάιν:
συμπράγκαλα τα [simbráŋgala] O41 : (οικ.) πολλές και συνήθ. μικρές αποσκευές, σε χρήση κυρίως για να δηλώσουμε τη δυσκολία ή την ενόχληση που δημιουργεί η μεταφορά τους ή η παρουσία τους: Πού να κουβαλήσω όλα αυτά τα ~; Mάζεψε τα συμπράγκαλά σου και φύγε. [ίσως συμ- (δες συν-) βεν. branc(a) `χεριά΄ -αλα, πληθ. του -αλο]
και δέν μας πείθει ιδιαίτερα. Να λέει άραγε τίποτα παραπάνω ο τέως πρύτανης;...
Άιντε πάλι με την Πελοπόννησο!... :-) Όχι φίλε μου, συγνώμη που θα σ' απογοητέψω, αλλ' αρχίδες δέν υπάρχουνε μόνο στην Πελοπόννησο... Δέν είναι και τόσο εύκολο να τους ξεφύγεις.
Αντιγράφω απο τον Τριανταφυλλίδη ονλάιν:
τσούπρα η [tsúpra] & τσούπα η [tsúpa] O25α : (λαϊκότρ.) α. κόρη: Έχει ένα παιδί και δύο τσούπρες. β. κορίτσι, κοπέλα. [αλβ. tšuprë, tšupa]
Η λέξη είναι πολύ συνηθισμένη καί στη Μακεδονία, δέ χρησιμοποιείται καθόλου μόνο στην Πελοπόννησο.
Εξαιρετικός ο Κάνινγκ.