Μειωτικός χαρακτηρισμός για τη Θεσσαλονίκη.

Είναι αιχμή για το γεγονός ότι οι καφετέριες, και οι χώροι διασκέδασης γενικότερα, πολλαπλασιάζονται ενώ οι παραγωγικές δραστηριότητες φθίνουν και το πολιτισμικό επίπεδο της πόλης υποβαθμίζεται.

Είναι και μια γενικότερη αναφορά στους ρυθμούς των Σαλονικιών - οι οποίοι είναι, υποτίθεται, τύποι χαλαροί και αραχτοί με την φραπεδιά μονίμως στο χέρι και το βαρύ κλίμα ως έτοιμη δικαιολογία.

Πάει πακέτο με άλλα κλισέ του τύπου «Η Θεσσαλονίκη είναι ερωτική πόλη» και «Η Θεσσαλονίκη έχει καλό φαΐ».

Άλλα σχετικά λήμματα: θεσσαλονικιώτικα, μπαγιάτης

  1. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Φραπεδούπολη, αλλά πλέον είμαι οικονομικός μετανάστης στην Αθήνα, όπως και πολλοί φίλοι μου. Δυστυχώς η πόλη μας δεν μπορεί να μας κρατήσει γιατί έχει βαλτώσει. (Post στο blog του Μ. Ανδρουλάκη)

  2. Σε μια απέραντη φραπεδούπολη θέλει να μετατρέψει τη Θεσσαλονίκη ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος, δήλωσε χθες ο υποψήφιος δήμαρχος Γιάννης Μπουτάρης. «Όλες οι αναπλάσεις που κάνει ο δήμαρχος κατεδαφίζουν την ιστορικότητα και ισοπεδώνουν την ταυτότητα των μνημείων. Μετατρέπουν την πόλη σε μια απέραντη καφετέρια». (Από Ελευθεροτυπία, 08/09/06)

(από electron, 22/09/09)Μυδασίστ: Βράσταμαν. (από Khan, 18/01/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η πεμπτουσία του Ελληνικού τρόπου ζωής. Και με τα καλά του και με τα κακά του.

Λέξη πολυσήμαντη, ανάλογα με τα συμφραζόμενα και με τη διάθεση, που μπορεί να σημαίνει πράγματα τόσο αντιφατικά όσο και η Ελληνική καθημερινότητα.

Σε φάση πρώτη, η σημασία είναι θετική. Νωχελικά ευχάριστο χάσιμο χρόνου, συνήθως με παρέα. Χαλαρά. Άραγμα, τεμπελιά. Πλάκα, μάλλον με διάθεση ειρωνείας, κέφι. (Παράδειγμα 1).

Εξηγούμαστε για να μη παρεξηγούμαστε:

Τετράωρες φραπεδιές συνοδευόμενες από κουβέντες π.χ. για παλιές γκόμενες και καινούργιες μεταγγραφές είναι χαβαλές. Σχεδόν ορισμός. Τετ-α-τετ με το αίσθημα σε μπαράκι, έξοδος για φαγητό σε μουράτο ρεστωράν και clubbing δεν είναι χαβαλέ. Συνήθως είναι κούραση.

Μπιρίμπα απογευματινή είναι χαβαλέ, ειδικά όταν διανθίζεται με ανέκδοτα. Πόκα δεκατετράωρη, αντιθέτως, είναι δουλειά και μάλιστα σκληρή και με άγχος.

Για τα παιχνίδια στον υπολογιστή, εξαρτάται. Γενικά, ο,τιδήποτε απαιτεί να ανοίξουμε λογιστικό φύλλο σε παράπλευρο λάπτοπ για να κρατάμε λογαριασμό για το γίνεται στο παιχνίδι, δεν είναι χαβαλέ – είναι πρότζεκτ.. Ένα ήπιο shoot ‘em up, ειδικά αν υπάρχει κερκίδα, μπορεί να είναι.

Σε φάση δεύτερη, τα πράγματα αρχίζουν να παρεκτρέπονται. Η ειρωνεία γίνεται σαρκασμός (Παράδειγμα 2) και ένας γενικός τζερτζελές εξελίσσεται σε μπούγιο, σασυρμά και φασαρία (Παράδειγμα 3).

Διευκρινιστικά και πάλι:

Μιάμιση ωρίτσα υπονοούμενα για το πόσο κοντοτσούτσουνοςείναι ο Γιαννάκης μπορεί να είναι χαβαλές. Οριακά. Να ενημερώσουμε, όμως, την γκόμενα την οποίαν ψήνει ότι ο Γιαννάκης την έχει ακριβώς δέκα πόντους και το έχουμε αυτό από καλή πηγή διότι μας το είπε ο Θεμιστοκλής με τον οποίον ο Γιαννάκης ανακάλυπτε μια άλλη πλευρά του εαυτού του πριν έξι μήνες – αυτό αρχίζει να γίνεται αδιακρισία.

Να ενσκήψουμε δέκα μαντραχαλαίοι στο σπίτι της Γιολάντας το Σαββατοκύριακο που λείπουν οι γονείς της, να πιούμε όλα τα αποθέματα Τζακ του μπαμπά της και να καπνίσουμε όλους τους Μοντεχρήστους του, μπορεί να είναι χαβαλές. Αν υπάρχει καλή μουσική. Τα ανωτέρω συν να κάνουμε ώπα τον γάτο της Γιολάντας στον οποίον προηγουμένως είχαμε ταίσει τα χρυσόψαρα – αυτό κάπου παραβαίνει τους πατροπαράδοτους κανόνες της φιλοξενίας.

Σε φάση τρίτη, η σημασία είναι σαφώς αρνητική. Συλλογικός ξυσταρχιδισμός. Σύννεφο η μαλακία. Προχειρότητα. Μια στο καρφί και μια στο πέταλο. Κοροϊδία (Παράδειγμα 4).

Εννοείται ότι χαβαλέ με αυτή την κακή έννοια κάνουν μόνον οι άλλοι, ποτέ εμείς. Όταν ο δημόσιος υπάλληλος ξύνει τα αρχίδια του διαβάζοντας εφημερίδα μέχρι τις 11, ασφαλώς και κάνει χαβαλέ και είναι προσωπικά υπεύθυνος για την παράλυση της κρατικής μηχανής. Όταν εμείς κάνουμε χαβαλέ, ξύνοντας τα αρχίδια μας και διαβάζοντας εφημερίδα μέχρι τις 11.30, απλώς ασκούμε ένα κεκτημένο δικαίωμα παντός Έλληνος εργαζομένου.

Ο χαβαλές μπορεί να είναι και προσδιορισμός ατόμου. Πάλι αντιφατικά, περιγράφει είτε τύπο ωραίο και πλακατζή (Παράδειγμα 5) είτε τον απόλυτο σπασαρχίδη παραλία(Παράδειγμα 6).

Και, η λέξη “χαβαλέ”, χωρίς άρθρο, είναι και επιρρηματικός τύπος. Μπορεί να σημαίνει εύκολα, άκοπα (Παράδειγμα 7) ή, απ’την άλλη, άδικα, κρίμα, τζάμπα και βερεσέ (Παράδειγμα 8).

Λέγεται ότι ο χαβαλές υπάρχει στο DNA του Έλληνα. Αυτό είναι μάλλον αλήθεια χωρίς να σημαίνει ότι και ένας ξένος που εγκαθίσταται στην Ελλάδα δεν μπορεί να μπει στο πνεύμα και μάλιστα σχετικά γρήγορα π.χ. οι ξένοι προπονητές ποδοσφαίρου, οι περισσότεροι.

  1. - Βρεθήκαμε με τα παιδιά για καφέ και κάτσαμε μέχρι τη μία. Ωραίο χαβαλέ, μας τσάκισε ο ψηλός με τ’ανέκδοτα του ...

  2. – Καλά ρε μαλάκα, δεν ντρέπεστε λίγο; Το παιδάκι πρώτη φορά έφερνε την κοπέλα στην παρέα και σεις τον είχατε όλο το βράδυ στο χαβαλέ και στο δούλεμα ...

  3. – Έγινε χοντρός χαβαλές το Σάββατο ... φύγαμε από Τούμπα καρφί για Τσιμισκή, πέσαμε πάνω σε κάτι σκουλήκια στην Έκθεση και τους τρέξαμε μέχρι τη Διαγώνιο ...

  4. – Δεν μπορώ να καταλάβω τι χρώμα μαλακία βαράνε στο Υπουργείο ... Τέτοιο χαβαλέ δεν έχουν ξαναδεί τα μάτια μου ... τη μια ο υπεύθυνος είναι σε αναρρωτική, την άλλη η προϊσταμένη έχει πάει σε επιμορφωτικό σεμινάριο, τρεις μήνες ζητάω μια βεβαίωση και με έχουν γράψει κανονικά στην αρχίδα τους ... Τσάμπιονς Ληγκ στο χαβαλέ να γινόταν, χαλαρά θα την παίρνανε την κούπα ...

  5. – Έξω καρδιά ο μπατζανάκης σου, ε; Και τις πλακίτσες του και τα τσιπουράκια του ... πρώτος χαβαλές ο τύπος ...

  6. – Γαμώ την αγανάκτησή μου ρε Γιώργο, τι χαβαλές είσαι σε ρε αδερφάκι μου; Δεν σου είπα πριν φύγω να τηλεφώνησεις στον υδραυλικό; Μια βδομάδα στάζει η βρύση γαμώ την καταδίκη μου και το μόνο που κάνεις είναι να την κοιτάς και να μετράς τις σταγόνες ...

  7. – Δυο γκολάκια στα πρώτα είκοσι λεπτά, στο χαβαλέ το πήραμε το ματς.

  8. – Χαβαλέ τη χάσαμε τη δουλειά, πρόεδρε ... δέκα χιλιάρικα χαμηλότερη προσφορά να κάναμε θα την παίρναμε, αλλά ο δικός σου που ήξερε και καλά μας παραμύθιασε και κάτσαμε στον άξονα των Ψ ...

(από dryhammer, 05/07/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκ του Αγγλικού high. Κάτι το χλιδάτο, όμως και κιτσάτο. Γκλαμουριά, μάλλον απροσδόκητη. Χρήση, συνήθως, ειρωνική. Συνήθως είπαμε.

- Και με το που προσγειωνόμαστε, περιμένει σωφέρ. Με καπέλο. Και μας πάει στη Ρολζρόις. Που έχει μπαρ. Που είναι πίτα στις σαμπάνιες. Χαϊλίκια πράματα.
- Νταξ, αφού είσαι χάι μεγάλε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στη λόγια γλώσσα, όλεθρος, απώλεια - ιδιαίτερα, απώλεια προσφιλούς προσώπου.

Στην τρέχουσα, η λέξη βασικά σημαίνει αναστάτωση, το έλα να δεις, σε διάφορες λεπτές αποχρώσεις ανάλογα με την περίσταση.

  1. Χοντρός καυγάς. Και γαμώ τους καυγάδες. Η ελληνική έκδοση της μονομαχίας στο Ελ Πάσο. Συχνά χρησιμοποιείται και με ισχυρή δόση εσεκεμμένης υπερβολής και ειρωνείας.
  2. Ομαδική πλάκα. Μάλλον χοντρή. Τζερτζελές, χουχλιαμάς, χαβαλέ.
  3. Πολυκοσμία, βαβούρα, οχλαγωγία. Ένα συμπούρμπουλο, τέλος πάντων.
  4. Όπως και το προηγούμενο + ένα στοιχείο ανταγωνισμού. Ένα πατείς με πατώ με ολίγη από ένα δώσε και μένα μπάρμπα.

Ο συγκριτικός και ο υπερθετικός βαθμός σχηματίζονται, σε όλες τις αποχρώσεις, με τις εκφράσεις 'κακός χαμός' και 'χαμός στο ίσιωμα', αντίστοιχα.

  1. - Και μπαίνει μέσα ο αδερφός της ... την ώρα που είχε αρχίσει να τη χαμουρεύει ... και τον αρχίζει στα σάτα κιούτα... χαμός στο ίσιωμα, σου λέω.

  2. - Ε, μαλάκα, δεν ήρθες χτες ... χαμός έγινε το βράδυ στο μπητς μπαρ ... το μόνο που σου λέω ... ο ψηλός έβαλε στο τέλος κι ένα σκουμπρί στον κώλο του κι έκανε τη γοργόνα.

  3. - Άσε ρε που θα πάω Belair Σαββατιάτικα ... εδώ καθημερινές και γίνεται ο κακός χαμός ... διαδήλωση.

  4. "Χαμός με τα εισιτήρια για Τσέλσι: Το... έλα να δειςέγινε για τα λιγοστά εισιτήρια που κυκλοφόρησε η ΠΑΕ Ολυμπιακός, για τον εντός έδρας αγώνα με την Τσέλσι. Όπως είχε ανακοινωθεί, αυτά θα κυκλοφορούσαν την Δευτέρα, μόνο για μέλη του συλλόγου και μάλιστα, οικονομικά ενήμερα. Το αποτέλεσμα ήταν, από το πρωί, πάρα πολλοί να επισκεφθούν το σάιτ του Ολυμπιακού και ειδικότερα την ενότητα για αγορά ηλεκτρονικού εισιτηρίου. Έγινε χαμός, έπεσε ο σέρβερ και υπήρξε γκρίνια από τον κόσμο, που τηλεφωνούσε στα γραφεία για να ενημερωθεί για το τι γίνεται." (από αθλητικό website).

Σχετικό: πατημός

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άμα κάτι χάνει, καλό πράμα δεν είναι.

Χάνει λάδια η μηχανή - θα καεί. Χάνει αέρα η βαλβίδα - μένεις από λάστιχο. Χάνει λεπτά το ρολόι - χάνεις το αεροπλάνο. Χάνει στροφές το πικάπ - ακούγονται όλα σαν κατσιμηχέσω.

Χάνει το άτομο - πάντα σε τρίτο πρόσωπο - είναι μια έκφραση λιτή και περιεκτική στην οποίαν καταφεύγουμε όταν οι μαλακίες που λέει ή κάνει κάποιος έχουν ξεφύγει τόσο ώστε είναι πια μάταιη κάθε προσπάθεια να το συζητήσουμε το θέμα ή έστω και να καταγράψουμε τις αντιρρήσεις μας. Το χάνει το άτομο λέγεται με απόγνωση αλλά και μια δόση συγκατάβασης, καθώς είναι προφανές ότι το άτομο στο οποίο αναφερόμαστε έχει το ρετιρέ ξενοίκιαστο.

Άλλα σχετικά λήμματα: χάνει το setup, ακατοίκητο, αλλούφο, γκάου

- Πιστεύω ότι η μόνη λύση στα προβλήματα της χώρας είναι η επάνοδος του Μητσοτάκη στην πρωθυπουργία ... ιδανικά, επικεφαλής κυβέρνησης συνεργασίας με τον Καρατζαφέρη ... ο οποίος θα πρέπει να αναλάβει το υπουργείο Πολιτισμού ... - Άσε, μην την ψάχνεις ... Χάνει το άτομο ...

Δες και χάνω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ένα μάλλον μικρό πετρόψαρο που έχει τη φήμη ότι είναι πολύ κουτό.

Μεταφορικά, ο βλάκας. Ειδικότερα, ο βλάκας που κοιτάει με το βλέμμα απλανές και - οπωσδήποτε αυτό - το στόμα ανοιχτό. Κατ' επέκταση, και το κορόιδο, το εξαιρετικά εύπιστο άτομο.

Χρησιμοποιείται κυρίως στη φράση «Τι κοιτάς σαν χάνος, ρε;» - ή, εναλλακτικά, «τι χάσκεις σαν χάνος;». Είναι ερωτήσεις που κλασικά απευθύνουμε σε τύπο που έχει καρφωθεί είτε διότι έχει μείνει μαλάκας λόγω έκπληξης είτε διότι έχει αφαιρεθεί τελείως είτε διότι υπάρχει μια προσωρινή διακοπή στη δορυφορική επικοινωνία με τον πλανήτη του. Χαρακτηρίζοντας τον χάνο, υπονοούμε ότι αυτή η έκφραση του προσώπου είναι και ασφαλής ένδειξη χαμηλού άι-κιου. Πιο συγκεκριμένα, υπονοείται ότι και άτομο με τέτοια φάτσα όποια παπάρα και να του πουν θα την πιστέψει - από δω και η φράση «το έχαψε σα χάνος».

Όλα αυτά διότι ο χάνος θεωρείται το κατ' εξοχήν χαζό ψάρι.

  • ορμάει αμέσως στο δόλωμα, το καταπίνει με τη μία και πιάνεται εύκολα στο αγκίστρι
  • αφου πιαστεί, δεν κάνει τίποτε - κάθεται και περιμένει να τον ανεβάσεις
  • όταν ανεβεί στη βάρκα έχει το μάτι γουρλωμένο και το στόμα ορθάνοιχτο

    Βεβαίως, οι χαζοί χάνοι ευδοκιμούν και οι τσιπούρες που περνιούνται για ξύπνιες, μαγκιόρες κι αλανιάρες κοντεύουν να εξαφανιστούν.

  1. Τι έχεις πάθει ρε παιδί μου και με κοιτάς σα χάνος; Σκουρδουμπλούκου; Έλα, ξεκόλλα.
    - Μα... (αντιγραφή από το παράδειγμα στο λήμμα σκουρδουμπλούκου)

  2. - Τι χάσκεις σα χάνος, ρε; Πρώτη φορά βλέπεις τραβέλι με τρία αρχίδια να πιπώνεται μόνο του; Καουμπόικα στο χωριό σου δεν είχατε;

  3. Κοντεύει να μην μείνει ούτε μια πράσινη σπιθαμή δάσους και σεις παίζετε παιχνιδάκια,για να χρυσώσετε το χάπι στον Έλληνα! Δεν φταίτε κύριε υπουργέ, ούτε σεις ούτε η κυβέρνησή σας, όντως! Φταίει ο Έλληνας που πίστεψε ότι είσασταν οι σωτήρες του! Φταίει ο Έλληνας που έχαψε τα ψέμματα σαν τον χάνο! (από εδώ))

Χάνος - το ψάρι (από poniroskylo, 13/01/09)(από perkins, 06/06/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά, ο ευνούχος - από το τούρκικο hadim.

Πιο χαλαρά, χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον ανίκανο, αυτόν που έχει αδυναμία στύσης. Ακόμη πιο χαλαρά, τον ανέραστο, τον αδιάφορο για τα ερωτικά. Η λέξη λέγεται και για τον μικροτσούτσουνο - η χρήση αυτή είναι λάθος, βασικά, αλλά έχει μια πλάκα.

Έχω την εντύπωση ότι η λέξη είναι κυρίως Βορειοελλαδίτικη. Προφέρεται δε ως χα-dd-ουμ-s. Δεν είναι ακριβώς βρισιά - θυμάμαι να τη λέει τη λέξη και η γιαγιά μου - αλλά είναι φοβερά απαξιωτικός χαρακτηρισμός. Όχι τόσο γιατί ο χαντούμης δεν μπορεί να πηδήξει, όσο γιατί δεν μπορεί να κάνει παιδιά.

Μεταφορικά, χαντούμης είναι και αυτός που δεν μπορεί να τελειώσει μια δουλειά, ειδικά μια δουλειά που θέλει αρχίδια και τσαμπουκά. Έτσι, σημαίνει και αυτόν που κωλώνει, τον δειλό και, κατ' επέκταση, τον θρασύδειλο και ύπουλο άνθρωπο που επειδή δεν μπορεί να σου τη βγει στα ίσια θα σου τη φέρει από πίσω.

Για τα αντώνυμα δες και τα λήμματα βαρβάτος και βαρβατίλα

  1. - Τάρανδο τον έχει κάνει τον κυρ Παναγιώτη η Φροσάρα ... τσίπα δεν έχει μείνει πια στον κόσμο ...
    - Καλέ, τι λες τώρα ... αφού χαντούμης ειν' αυτός, όλη η γειτονιά το ξέρει ... τι θες να κάνει η γυναίκα ... έχει τις ανάγκες της κι αυτή ...

  2. ... κλείνω τη συνεισφορά μου στον προκείμενο κριτικό έρανο, ελέγχοντας δύο (σκόπιμες;) παρερμηνείες του Σροτ σε κρίσιμα θέματα του ιλιαδικού έπους. Η μία έχει να κάνει με τη δήλωσή του ότι απουσιάζει παντελώς το ερωτικό θέμα στην ομηρική Ιλιάδα, επειδή ο ποιητής της υπήρξε δήθεν χαντούμης. Η άλλη προβάλλει τον αυθαίρετο ισχυρισμό ότι στο ιλιαδικό έπος διακρίνεται δήθεν η στρατιωτική αταξία στο στρατόπεδο των Αχαιών από την ευταξία των αντιπάλων τους, που εκπροσωπούν την ασσυριακή πειθαρχία. (από άρθρο του Δ. Ν. Μαρωνίτη στο ΒΗΜΑ, 20/01/08)

  3. Γώ σε λέγω πού είμαι χαντούμ ς, και συ με ρωτάς πόσα παιδιά έχω. (Παροιμία από τις Σαράντα Εκκλησιές της Αν. Θράκης)

  4. Εκτός από χανούμης είσαι και χαντούμης. (Καταλυτικό επιχείρημα με στόχο φίλαθλο της ΑΕΚ από το http://erythrolefkometerizi.blogspot.com)

  5. -Καλά, είναι γνωστό ότι ο Χίτλερ ήταν χαντούμης και είδες πώς του βγήκανε τ΄απωθημένα ... αυτούς να φοβάσαι ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ατημέλητος, λέτσος, αδιάφορος για την εμφάνιση. Όλα αυτά σε μια μόνιμη κατάσταση. Ο άνθρωπος που ό,τι και να βάλει δεν πρόκειται να σταθεί καλά. Συνήθως διότι είναι δυο νούμερα μεγαλύτερο.

Ούουου χαμένε, με το αμπέχονο και την ελβιέλα θα πας στο γάμο; Μα ντιπ χαρμπαγιάγκαλος είσαι ρε αδερφάκι μου;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο εύστοχος παίκτης στα μπάσκετ.

Ειδικότερα, ο εύστοχος στα τρίποντα.

  1. - Χεράς σαν τον Κορωνιό δε βγήκε και δε θα ξαναβγεί - 828 τρίποντα και 7,080 πόντους ...

  2. Δέκα στα έντεκα γιατί είμαι χεράς εγώ και βλέπω το καλάθι σαν κολυμπήθρα (Από forum)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Πού μέσα;

Κατά τ'άλλα, κοινή έκφραση δηλωτική απογοητεύσεως, αποτυχίας, βαρεμάρας κλπ, δηλαδή χέστα κι' άστα, άστα και βράστα, μη την ψάχνεις, μπλέξαμε και γενικώς την κάτσαμετη βάρκα.

Είναι το πρώτο συστατικό των πολύ παραστατικών εκφράσεων «χέσε μέσα Πολυχρόνη που δε γίναμε ευζώνοι» και «χέσε μέσα Αποστόλη που δεν πήραμε την Πόλη», που αφήνουν να εννοηθεί ότι η αποτυχία κάπου ήταν προδιαγεγραμμένη και ίσως και ότι κάπου κι εμείς βάλαμε το ρημάδι το χεράκι μας. Εικάζεται - και, ασφαλώς, ελέγχεται - ότι αυτές οι δυο εκφράσεις χρονολογούνται από την Μικρασιατική Καταστροφή.

- Και πάω για το διαβατήριο το καινούργιο με το τσιπάκι και στήνομαι πέντε ωρίτσες και έρχεται κάποτε η σειρά μου και μου λέει αυτή η ενημερότητα είναι παλιά και οι φωτογραφίες έχουν σκιές ... και σιγά καν να μην τα προλάβω όλα απ'την αρχή σε δυο μέρες που φεύγουμε ... χέσε μέσα Πολυχρόνη που δε γίναμε ευζώνοι, για να μη στα πολυλογώ ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία