Κυριολεκτικά, αυτός που λυσσάει για ψωμί. Μεταφορικά ο τσίπης, ο τσιγκούνης ή ο φτωχός, φτωχομπινεδιάρης.

Τάκης: - Θα τις φας τις πατάτες που σου 'μειναν;
Σάκης: - Γιατί, τις θες;
Τάκης: - Αν δεν τις φας, ναι...
Σάκης: - Μα δεν έχεις τελειώσει τις δικές σου ακόμα!
Τάκης: - Θα τις φάω μετά. Λέγε, να τις πάρω;

Ο Τάκης είναι ψωμόλυσσας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πολύ χοντρός. Συγκεκριμένα το είδος του λιπαρού, πλαδαρού χοντρού.

(Καφρίλιον - Τραγούδια της Γειτονιάς - Ο γαμιάς - 1995)
Το ξανθό μουνί του χασάπη το παιδί του παλιο-χοντρολίπαρου του κυρ Θεμστοκλή ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κατάσταση που μας χαλάει, που δεν τη γουστάρουμε.

-Έχω κανονίσει με τον Τάσο...
-Πφφ, καλά να περάσετε...
-Τι ρε μαλάκα, δε θα 'ρθεις; Χαλουμάκι;!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που διακρίνεται για την αστείρευτη φαντασία του. Από τον γνωστό σεναριογράφο / σκηνοθέτη που μαστίζει την ελληνική τηλεόραση εδώ και χιλιάδες χρόνια.

- Αντί να μας κάνει μάθημα, κάθε φορά μας διηγείται ό,τι νά 'ναι ιστορίες. Σκέτος Φώσκολος ο δικός σου!

(από beth, 21/09/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μύξα που τη ρουφάμε με δύναμη, την κατεβάζουμε στο λαιμό, και τη φτύνουμε από το στόμα... Το χρώμα της ποικίλλει από βαθύ καφέ, μέχρι πράσινο. Προκαλεί αηδία σε όλους τους γύρω.

- Αμάν με τις φτύξες σου ρε φίλε... Είσαι αηδία!
- Ε, έχω κρυώσει ρε μαν...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μύξα που αποβάλλουμε κλείνοντας το ένα ρουθούνι και φυσώντας δυνατά από το άλλο, με στόχο συνήθως το πεζοδρόμιο (έδαφος γενικότερα). Αποτελεί συνήθη πρακτική των λεωφορειατζήδων, στα τέρματα. Η μονομιάς αποβολή (εκτόξευση) όλης της φτύξας αποτελεί δείγμα καλής προπόνησης. Ωστόσο αν η φτύξα κρέμεται από το ρουθούνι, συμβάλλει σε maximum effect.

- Κι εκεί που καθόμουν ήρεμα κι ωραία, νιώθω κάτι υγρό στο σβέρκο μου. Ο πισινός μου, είχε ρίξει τη φτύξα του πάνω μου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο εκλεπτυσμένος φραγκοφονιάς. Ο τσίπης, που δεν αφήνει δεκάρα τσακιστή να του ξεφύγει.

- Και ρε φίλε όπως φεύγαμε, τον είδα που πήρε το πουρμπουάρ που είχα αφήσει στο τραπέζι! Ο γύφτος ο φραγκοκτόνος!

βλ. και φραγκοκίλερ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πούτσος, κωδικοποιημένος ώστε να περνάει το μήνυμα, αλλά και να μην προσβάλλει, μιας και χρησιμοποιώντας το λήμμα δεν λέμε στην πραγματικότητα τη λέξη πούτσος. Που είναι κακιά. Χρησιμοποιείται κυρίως στον γραπτό λόγο.

Ε στο φούτσο μου ρε φίλε κι εμένα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πούστης στον καθωσπρέπει -γραπτό κυρίως- λόγο.

Να μην πάμε κι εμείς μια φορά διακοπές σαν άνθρωποι ρε φούστη μου;

(από Khan, 23/04/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προφέρεται fo' sho και σημαίνει for sure, ή αλλιώς στάνταρ, σίγουρα, οπωσδήποτε κτλ.

- Θα πάμε τελικά το βράδυ;
- Φοσό...
- Τι φοσό κι αηδίες ρε ηλίθιε... θα πάμε ή όχι;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία