Στην φοιτητική ιδιόλεκτο, αναφέρεται σε εξεταστική μαθήματος του οποίου, ενώ (ή επειδή) ο υπεύθυνος καθηγητής έχει φήμη κοφτηριού με αποτέλεσμα να χρωστάει το μάθημα όποιος μιλάει ελληνικά, κάποια στιγμή αποφασίζει (ο ίδιος ή κάποιος αντικαταστάτης) να ξεσκαρτάρει, γιατί πλέον δεν τον φτάνουν τα αμφιθέατρα στις εξεταστικές και δεν θέλει να υποχρεώνεται στον στρατό να του παραχωρεί πεδία βολής για τις εξετάσεις.

Είναι η ιστορική ευκαιρία να περάσεις άκοπα μάθημα που υπό κου-σού θα σου έπαιρνε δέκα εξεταστικές, και με αμφίβολο αποτέλεσμα. Τίμημα, ότι δύσκολα θα πάρεις πάνω από πέντε. Όχι ότι σε απασχολεί κι όλας...

- Μαλάκα, αρρώστησε ο μουνόπανος ο (μπίιιιιπ)όπουλος και θα γίνει σκούπα στατική τέσσερα τον Φλεβάρη!!
- Γαμώ τη μπαναγία ρε πούστη...και τί γαμήθηκα να την περάσω με πέντε το Σεπτέμβρη...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ατάκα τηλεοπτική, από τον Δόγκανο, στο άκουσμα της οποίας ακόμα και μη ενδιαφερόμενοι σπεύδουν να συμμορφωθούν. Εξαιρετικά βίαιο παράγγελμα, δέον να μην χρησιμοποιείται ασυλλόγιστα.

- Ψήσε μου ένα καφεδάκι μωρό μου, εσύ, που τον κάνεις ωραίο.
- Βαριέμαι, φτιάξε μόνος σου.
- Τρέχουμε τώρα με το ντόμινο!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο παιδικός τρόπος σουτ στο μπάσκετ:

  1. Πιάνουμε τη μπάλα με τις παλάμες να κοιτάνε προς τα πάνω και την φέρνουμε στο ύψος (;) της λεκάνης.
  2. Την πετάμε με χάρη προς τα ψηλά και περιμένουμε το αποτέλεσμα.

Για προφανείς λόγους υστερεί οικτρά σε ματς (θέλει χώρο για να κάνεις τη μανούβρα και είναι πρακτικώς αδύνατον να σημαδέψεις, χώρια οι τάπες), αλλά απαιτεί λιγότερη δύναμη από ένα κανονικό σουτ.

(λόγω σλανγκιπενίας δίνω το ίδιο παράδειγμα με εδώ)
- Προτείνω. Βολή κουτάλα μπει-δε-μπει.
- Τομπούστη, κάν'το να διούμε τι θα καταλάβεις...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συμπληρωματικά προς τον ήδη υπάρχοντα ορισμό, παραθέτω και τις εξής χρήσεις:

  1. ήπια εκδοχή του «άντε γαμήσου, οπότε και δύναται να ακολουθηθεί από το «να μεγαλώσουν».
  2. δηλωτικό ακραίας εκπλήξεως.
  1. - Χτες βράδυ πήδηξα την Αντζελίνα Τζολί.
    - Άε τράβα τα βυζιά σου να μεγαλώσουνε ρε φιδέμπορα.

  2. -... και όπως περίμενα να αρχίσει η προβολή του Αντρέι Ρουμπλιώφ, σκάει στην αίθουσα ο Νομάρχης. Τράβαγα τα βυζιά μου, σου λέω.

Andrey Tarkovskiy, Andrey Rublyov. (από patsis, 02/01/12)Τραβήξτε τα βυζιά σας τώρα. (από patsis, 02/01/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φράση που κανονικά χρησιμοποιείται από τους καυλοτίμονους, δηλούσα την πρόθεση του ομιλούντος να μην ισιώσει για κανένα λόγο. Ή θα πηγαίνω με τις πόρτες, ή δε θα πηγαίνω καθόλου.

Από μη καυλοτίμονους, αλλά καυλοτιμονίζοντες ή/και καυλοτιμονίσαντες κατά την εφηβική ηλικία, χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του «μέχρι τελικής πτώσεως», «ώς το τέρμα» και άλλα τέτοια ευφυή.

- Σιγά μην πιάσω δουλειά ρε και σιγά μην πάω στρατό. Μάστερ, διδακτορικό, σπουδές με το πλάι κι όσο πάει.
- Στρατό να πας, για να έχεις να κάνεις λήμματα στο σλανγκ τζηάρ. Τι τουτού έχεις;
- Ντεσεβό, γιατί;;
- ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τσαρουχώνω τα φρένα, ή, συνεκδοχικά, το τσαρουχώνω (ενν. το αυτοκίνητο) σημαίνει φρενάρω δίχως αύριο, τερματίζω το πεντάλ των φρένων, συνήθως σε φρενάρισμα πανικού προ ιπποποτάμου.

- Τι έμαθα ρε, τροπέτο το σάξο του Μπάμπη;
- Τού 'βγαλε κώλο στη φουρκέτα, και, όπως είναι και άμπαλος, το τσαρουχώνει και αγόρασε οικόπεδο... Αυτός τη γλίτωσε μ' ένα χέρι σπασμένο.
- Η ζώνη σώζει ζωές όταν η μαλακία τις βάζει σε κίνδυνο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φραπές, παραλίας, αυτός που λήγει τα πάντα, που τα σφυράει σα να λέμε. Για άλλα συνώνυμα, βλέπε στο λινκ, αλλά μάλλον υπάρχει στοκ.

-Με τη δουλειά τι έγινε, ρε συ;
-Πού την θυμήθηκες τώρα, την παράτησα, κουραζόμουνα πολύ.
-Άσε ρε λήχτη, όλη μέρα τσόντες στο πισί έβλεπες, σε πληρώνανε κιόλας, και σε χάλασε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Γελοιωδέστατος ευφημισμός για δουλειές του ποδαριού σε επιχειρήσεις, το σύρφερ υποβαθμίζεται ακόμη περισσότερο ως έννοια με την ειρωνική επικόλληση της λέξης μάνατζερ. Εν ολίγοις, το παιδί για τους καφέδες, για όλες τις δουλειές, σε μια επιχείρηση. Ηχομιμητική λέξις, εκ της συνηθιστέρας των εντολών τις οποίες δέχεται ο εν λόγω μάνατζερ: 'Συρ'φερ' τό'να, σύρ'φερ' τ'άλλο'. Απαντά και ως άειφερ', όταν οι συνθήκες δουλειάς αγριεύουν λόγω της καπιταλιστικής αντεπίθεσης μετά την πτώση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού και οι εντολές αλλάζουν ύφος προς το πιο καταπιεστικό. Έχει ακουστεί και στο Muppet show ως gofer manager, από το ρήμα go, ενώ το fer προέρχεται από το for, με την αμερικάνικη προφορά ('gofer a coffee', etc).

- Τι διευθυντής πωλήσεων και πίπες μωρέ, ο κομπλεξικός, που δεν μπορεί να χωρίσει δυο γαϊδουριών άχυρο. Σύρφερ μάνατζερ τον έχουν.

Βλ. και άι φέρ', eyefair, άιφερ μάνατζερ, αντεφέρ, τραβαφέρ, φερερές

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη παιδικής ηλικίας και πολύ περιορισμένης εμβέλειας. Απ' ό,τι φαίνεται, το φαινόμενο ενδημεί στη Λευκάδα, ενδεχομένως και στην πόλη της Λευκάδας και ούτε καν στα χωριά (ή μόνο σε κάποια από αυτά, τα κοντινά στην πόλη).
Η κατσίκα συνίσταται στο να πιάνεις το ποδήλατο από το τιμόνι και τη σέλα, να τρέχεις από δίπλα του σπρώχνοντάς το και, μόλις αυτό αποκτήσει μια ικανοποιητική ταχύτητα (δεν είπαμε να συναντήσει και τον Μιρ), να το αφήνεις να νιώσει ελεύθερο, διανύοντας την πιο μεγάλη δυνατή απόσταση.
Εξασκεί τις ηγετικές ικανότητες, την αίσθηση ανισορροπίας και τους διχίλιαρους και τριχίλιαρους μυς του μπαμπά. Εάν φτάσει να εξασκεί και τους δεκαχίλιαρους, πα να πει ότι το παραγάμησες, μπόμπιρα, όλα τα πράματα θέλουν και ένα μέτρο, και μάλλον θα βρέξει Παναγίες.

- Πώπω, μαλάκα μου, κοίτα κατσίκα που έκανε ο Γιαννάκης! Ακόμα πηγαίνει το προράιντερ!!!!
- Και γαμώ τις κατσίκες! Πάμε στα μπιλιάρδα του Κομπίτση να μας πει καμιά μαλακία να γελάσουμε;
- Φύγαμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μάλλον η ελληνική απάντηση στον ηχοποίητο βαρβαρικό όρο σπλατ και τα παράγωγά του. Το αντίστοιχο ουσιαστικό είναι η μπλάθρα και αναφέρεται σε ουσίες χυλώδεις, παχύρρευστες και αηδιαστικές. Το ρήμα, όπως υποδηλοί και η κατάληξη, σημαίνει καθιστώ κάτι μπλάθρα ή πασαλείβω κάτι με μία ουσία που χαρακτηρίζεται μπλάθρα.

  1. - Άσε ρε που θα πάμε για μπάνιο μεσημεριάτικο. Να πέσει λίγο ο ήλιος μην καούμε.
    - Θα σε μπλαθρώσω εγώ με το αντηλιακό και δε θα μασάς τ' αρχίδια σου.
    - Τσομπ!

  2. - Πώς τον έκανες έτσι τον ταραμά να πούμε, μπλάθρα σκέτη είναι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία