Ρε πούστη. Έτσι απλά. Επειδή ο νεοέλληνας βαριέται ακόμα και να ξύσει τον κώλο του, σίγουρα θα του κάνει κόπο να πει ολόκληρη τη λέξη. Με μία κίνηση λοιπόν πετάει έξω όλα τα φωνήεντα.

Στο δρόμο περπατούν δύο φίλοι.
- Ωχ, όχι ρε πστ! Ξέχασα τα κλειδιά του αυτοκινήτου!
- Μπράβο μαλάκα! Πήγαινε τώρα ένα χιλιόμετρο δρόμο να τα πάρεις για να μάθεις άλλη φορά!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φρέσκο στο κουρμπέτι, ξεπεταρούδι. Λέξη που περιγράφει όμορφες νεαρές παρθένες που πρωτοκυκλοφορούν και ωσάν φρέσκα ραπανάκια που μας ανοίγουν την όρεξη, μας ξυπνούν άλλες ανομολόγητες ορέξεις.

- Πω πω μαλάκα, έλα να δεις!
- Έλα, τι είναι, πάλι εκδρομή βγήκε το Λύκειο;
- Καλά, γέμισε ο τόπος καβλοράπανα!
- Σκούπισε τα σάλια σου κωλόγερα, αυτά δεν είναι πλέον για μας....

(από John Kar, 21/05/08)(από ironick, 11/06/08)

Βλ. γκαυλοράπανο / γκαβλοράπανο, καυλοράπανο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άλλη εκδοχή για το σουτιέν που αποδίδει στο εσώρουχο έξτρα υποστηρικτικές ιδιότητες (κάτι δηλαδή σαν ανάρτηση με σούστες), απαραίτητες βέβαια για βυζιά μεγάλου μεγέθους.

(Στο δοκιμαστήριο μαγαζιού γυναικείων ρούχων μία κυρία με πλούσιο μπούστο δοκιμάζει διάφορα ρούχα.) (Στην υπάλληλο)
- Κοπέλα μου, ωραία αυτή η μπλούζα, αλλά είναι λίγο διαφανής και φαίνεται ο σουστιές!
(Υπάλληλος, χωρίς να καταλαβαίνει)
- Ο ποιος;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μουσικό όργανο για καβλωμένους σολίστ, οι οποίοι αναλαμβάνουν τον ρόλο του μαέστρου, του εκτελεστή και του ακροατή ταυτόχρονα συνθέτοντας μία ολοκληρωμένη μουσική πράξη, την μαλακία.

Στο στρατόπεδο :
- Ρε Μήτσο, χθες είχα έξοδο και γνώρισα δυο θεόμουνα, γαμώ τις γκόμενες σου λέω!
- Σοβαρά;
- Ναι, αλλά η επόμενη έξοδος είναι σε δυο βδομάδες.
- Κατάλαβα. Άντε αγόρι μου, πιάσε δουλειά να ηρεμήσεις. Ε ρε, έχει να πάει η χουφτοβιόλα σύνεφο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Την ψυλλιάζομαι, διαισθάνομαι πως κάτι κακό σχεδιάζεται, καταλαβαίνω πως μου την έχουν στημένη.

Μπουλέκος : - Πού να στα λέω! Χτες έβγαλα τσάρκα το εργαλείο στην Εθνική και έπιασα τα 260!
Κάγκουρας : - Τι λε ρε μαλάκα ναούμ, ευτυχώς που δεν σε γράψανε.
Μπουλέκος :
- Χα, ο τόπος ήταν τίγκα στο μπατσικό, αλλά την σακουλεύτηκα και έπαιξα αντιραντάρ. Όταν βάρεσε έκοψα και την έβγαλα καθαρή.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εν αντιθέσει με την λυματολάσπη, η οποία αποτελείται από βιολογικά κεκαθαρμένες ακαθαρσίες, η λημματολάσπη δεν υπεβλήθη στην εν λόγω διαδικασία με αποτέλεσμα να απαρτίζεται από άχρηστα προϊόντα και μόνον. Αντιπροσωπεύει τον μεγάλο σωρό μέσα στον οποίο καταλήγουν εκατοντάδες λημμάτων, των οποίων μοναδική φιλοδοξία είναι να περάσουν απαρατήρητα (στο 0-0, ούτε πράσινο ούτε κόκκινο). Στην δημιουργία βέβαια του οποίου έχω προλάβει να βάλω κι εγώ ένα χεράκι (ο λημματολάσπουρας).

.

- Μαλάκα, θα τους γαμήσω το Σαββατοκύριακο στο slang! Σού χω κάτι λήμματα μπερκέτι!
- Καλά, χέσε ψηλά κι αγνάντευε, τ'αρχίδια μας κουνιούνται, λημματολάσπουρα!

Ψάχνοντας στη λημματολάσπη (από GATZMAN, 24/04/09)

Βλ. και λύμα, το

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δεν είναι ο Μπαμπινιώτης, (δεν είναι ο κροταλίας), αλλά μία επικίνδυνη μεταλλαγμένη παραλλαγή του, βγαλμένη μέσα από λάθος πειράματα που πραγματοποιήθηκαν σε φρικτά ναζιστικά εργαστήρια γενετικών ερευνώνε, και ο οποίος κάποια στιγμή το έσκασε και ανέλαβε να κατακρεουργήσει τον πλούτο της γλώσσης ήν μας έδωκαν Ελληνικήν. Πρόκειται για τερατώδες όν, κάτι μεταξύ μπαμπουίνου και Μπαμπινιώτη, που κυκλοφορεί ελεύθερο και πυροβολεί αδιακρίτως, σκορπίζοντας τον τρόμο και το σύστριγγλο. Ά, κόντεψα να το ξεχάσω, είναι και μέλος του slang!

Μεταξύ φίλων :
- Άσε ρε μεγάλε που θα μου πεις ότι η Ελενίτσα ξέρει Γαλλικά...
- Ναι ρε μαλάκα σου λέω, αφού έχει πάρει το Μπακαβλορεά...
- Ωοοοο, μεγάλε έγραψες! Για πάρτε ρε ένα μπαμπουινιώτη!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία