Εξαιρετικά καλός, ικανός σε κάτι, ασυναγώνιστος (δηλώνει θαυμασμό και επιδοκιμασία). Επιτατικά χρησιμοποιείται το ημίθεος, από τη γνωστή φράση του (θεού) Χάρρυ Κλυνν.

Είχαμε πάρει μεταγραφή έναν αφρικάνο σέντερ φόρ μαλάκα, που ούτε η μάνα του τον ήξερε, και αποδείχτηκε θεός. Χάρη σ' αυτόν πήραμε πρωτάθλημα.

(από mariahomorfi, 07/12/08)(από mariahomorfi, 07/12/08)Ο θεός, όστις μάλα πολλά έθεεν! (από Hank, 10/06/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είμαι άγνωστος. Συνώνυμα: είμαι άσχετος, ουρανοκατέβατος.

— Και ποιός ήταν ο σκηνοθέτης;
— Ένας αμερικάνος, ούτε η μάνα του τον ξέρει. Πρώτη του ταινία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τεχνική σε νυκτά όργανα, και ειδικά στην ηλεκτρική κιθάρα με παραμόρφωση, κατά την οποία παράγεται αρμονική υψηλής συχνότητας με το άγγιγμα του αντίχειρα στη χορδή αμέσως μετά τη νύξη της από την πένα (ο αντίχειρας που κρατάει την πένα).

Αντίστοιχη τεχνική της κλασικής κιθάρας είναι η νύξη της χορδής με τον μέσο ενώ ο δείκτης του ίδιου χεριού αγγίζει τη χορδή σε κατάλληλο σημείο ώστε να παραχθεί η αρμονική.

- Ρε μαλάκα, άκουσες τον τελευταίο των Ουλτραμεγκασκιζομάνιακς;
- Όχι. Λέει;
- Μαλάκα, κωλολέει. Ο κιθαρίστας είναι θεός. Στο πρώτο κομμάτι παίζει σόλο κανονικά μόνο με τσιριχτές, μαλάκα, και τα σπάει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το φάλτσο, η λάθος νότα (κυρίως σε συμφραζόμενα ελληνικής λαϊκής μουσικής).

- Με τον Μπάμπη εγώ δεν ξαναπαίζω.
- Γιατί ρε Μικέ; Πού θα βρούμε δεύτερο μπουζούκι δυό μέρες πρίν τη συναυλία;
- Στις πέντε πενιές του η μια ειναι πράσινη ρε. Καλύτερα να παίξω μόνος μου να 'ούμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Εκνευρισμένος, νευριασμένος, έτοιμος για καβγά. Συνώνυμα: παρμένος, συφιλιασμένος

  2. Αποφασισμένος, ετοιμοπόλεμος, με τσαμπουκά.

  1. - Τι έχει πάλι ο Πίπης; Του είπα γεια και μόνο που δεν με βάρεσε. Γυρεύοντας πάει;
    - Όχι μωρέ. Ποιός ξέρει, πάλι φορτωμένος απ' τη γκόμενα θα είναι. Τού 'χει κάνει τη ζωή πατίνι τελευταία, σήκω-σήκω κάτσε-κάτσε. Πού να ξεσπάσει κι' αυτός...

  2. Γαμώ τα ματς ρε φίλε, μπήκαν μέσα τελείως φορτωμένοι. Μέσα σε δέκα λεπτά βάλαν δύο γκολ μιλάμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άτομο υποταγμένο στις επιθυμίες άλλου (συνήθως μέσα σε φιλική ή ερωτική σχέση). Συνώνυμα: σκλάβος, υπηρέτης

- Την είδες ρε την Φούλα τελευταία; Απο τότε που τά 'φτιαξε με το βόιδι τον Φούλη έχει γίνει άλλος άνθρωπος. Ούτε συναυλίες πάει πια, ούτε πορείες, ούτε τίποτε. Άσε που χάλασε και τα ράστα.
- Γιατί έτσι;
- Γιατι δέν την αφήνει ο Φούλης. Κάνει ό,τι της λέει αυτός, το σκυλάκι του κατάντησε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στη φράση έχω κάποιον (στο) σήκω-σήκω κάτσε-κάτσε: έχω κάποιον κάτω από την εξουσία μου.

Συνώνυμα: (έχω κάποιον) σούζα / προσοχή.

[...] Από την άλλη όμως και οι άντρες τα θέλουν όλα. Και να είναι γκομενάρα-κορμάρα, να ντύνεται σέξυ και να είναι έξυπνη (ενίοτε) για να «σταθεί» στις παρέες τους, να είναι καλή νοικοκυρά (υποκατάστατο της μαμάς), να την έχουν σήκω-σήκω κάτσε-κάτσε, αλλά και να μην τους τα πρήζει. Κάτι άλλο παιδιά;

(από ιστολόγιο)

Δες και κάνω κάποιον γιο-γιο. Παράβαλλε μπουχεσολεβιές, βάζω στο βρακί μου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σεξουαλικό σύμπλεγμα με δύο άντρες και μία γυναίκα, στο οποίο η γυναίκα κάνει στοματικό σεξ στον ένα και πισωκολλητό με τον άλλο.

- Πού να σ' τα λέω ρε ψηλέ, χθες με το Μάκη καταφέραμε μιά σαραντάρα, την πήγαμε σπίτι και την τρελάναμε στη σούβλα.
- Αλήθεια ρε; Άντε μπράβο, που μου παραπονιόσουνα τόσον καιρό με τις νηστίσιμες.
- Άσε μεγάλε, ανάσταση.

Βλ. και πίπα-κώλο, πλάτη για τάβλι, πύργος του Άιφελ, χιώτικο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σεξουαλική στάση στην οποία ο άντρας (ή η γυναίκα με στραπ ον) βλέπει πλάτη.

— Τελικά ρε παιδιά, στο πισωκολλητό τι γαμάμε; Μουνί ή κώλο;
— Ιδού η απορία...

(από ironick, 13/09/11)

Βλ. και σκυλίσιο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επιφώνημα που δηλώνει ανακούφιση ή και ενθουσιασμό (μετά απο δυσάρεστη περίοδο πίεσης, ανίας κλπ). Συνώνυμα: επιτέλους!, καιρός ήταν!, άιντε!

- Τα 'μαθες ρε; Σουτάρουνε τον θεολόγο γιατί την έπεσε λέει στην απουσιολόγο του βήτα τρία!
- Τι λε ρε μαλάκα! Δηλαδή, τέρμα οι δεκάλεπτες προσευχές κάθε πρωί;
- Τέλος!
- Ε, ανάσταση ρε πούστη!

(από xalikoutis, 02/04/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία