Κουκουλοφλώροι: Αρνητικός / ταπεινωτικός χαρακτηρισμός για τους γνωστούς - άγνωστους, τους κουκουλοφόρους.
- Μας τα 'καναν τσουρέκια τα κανάλια μ' αυτούς τους κουκουλοφλώρους πια!
Κουκουλοφλώροι: Αρνητικός / ταπεινωτικός χαρακτηρισμός για τους γνωστούς - άγνωστους, τους κουκουλοφόρους.
- Μας τα 'καναν τσουρέκια τα κανάλια μ' αυτούς τους κουκουλοφλώρους πια!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ένδειξη έκπληξης, είτε με θετική είτε με αρνητική έννοια.
- Γκόοοολ!
- Πω ρε φίλε, αυτά είναι!!!
- Άκουσα ότι από αύριο θα έχουμε πάλι καταλήψεις στο ΤΕΙ.
- Πωωω ρε φίλε, μπουρδέλο τελείως έχουμε γίνει!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το πολύ καλής ποιότητας χόρτο, από την Κρήτη. Το ουσιαστικό (χόρτο ή μπάφος) παραλείπεται, όχι μόνο για slangικούς λόγους, αλλά για να μην καταλάβει ο κόσμος για τι πράγμα μιλάνε.
- Παίζει καθόλου κρητικό;
- Μπα, δυστυχώς όχι. Μόνο αλβανικό της κακιάς ώρας.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ομάδες Υποστηρίξεως Καψιμί.
Αυτοί που συχνάζουν όλη μέρα στο Κ.Ψ.Μ. και κωλοβαράνε τρώγοντας κρουασάν.
Είναι τα μικρά ξαδέρφια των γνωστών κομάντων Ο.Υ.Κ. (Ομάδες Υποβρυχίων Καταστροφών).
- Απόψε που έχει ντέρμπι, οι ΟΥΚάδες θα τα κάνουν όλα πουτάνα στο Κ.Ψ.Μ.!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο συστηματικός χρήστης ηρωίνης (πρέζας). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά, για να δηλώσει πολύ δυνατή εξάρτηση σε κάτι.
(με κάφρικο ύφος)
- Ρε συ πάμε μετά μια βόλτα Ομόνοια να χαζέψουμε τα πρεζόνια;
- Καλά ο ξάδερφός μου ακόμα να κόψει το WoW. Αυτό το παιχνίδι τον έχει κάνει πραγματικά πρεζόνι.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η γκοθού, που ντύνεται όλο στα μαύρα, βάφει τα μαλλιά της μαύρα, και το πρόσωπό της είναι πολύ άσπρο, θυμίζοντας ζόμπι. Μπορούμε να το πούμε και για άνδρα γκοθά, όμως σπανιότερα.
- Τι γνώμη έχεις για την νέα κοπέλα του Νίκου;
- Εντάξει, τη συμπάθησα μπορώ να πω, αλλά εμφανισιακά είναι πολύ ζόμπι! Το έχει παραχέσει με αυτή την gothic κουλτούρα!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Αυτός που κουβαλάει μαζί του πολλά ψιλά, θυμίζοντας ψιλικατζή.
Τι κουβαλάς τόσα κέρματα στο πορτοφόλι σου ρε ψιλικατζή; Πήγαινε να τα δώσεις σε κανα περίπτερο να πάρεις χάρτινα!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το λέμε όταν σταματάμε κάτι τελείως απότομα, π.χ. το τσιγάρο.
- Αν θες να κόψεις το τσιγάρο, η συμβουλή μου είναι να το κόψεις μαχαίρι! Μόνο έτσι θα έχεις βέβαιο αποτέλεσμα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Τίποτα απολύτως. Συνήθως χρησιμοποιείται ως απάντηση σε ερωτήσεις.
- Τι έφαγες για πρωινό;
- Ένα τίποτα με μπόλικο καθόλου... ξέρεις, βιαζόμουν να φύγω και δεν πρόλαβα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το λέμε όταν δεν ξέρουμε ποιος έκανε κάτι (π.χ. κάποια ζημιά).
Το λήμμα βγαίνει από τη γνωστή ιστορία με τον Οδυσσέα και τον Κύκλωπα Πολύφημο.
(Η δασκάλα στο δημοτικό:)
- Παιδιά, ποιος από σας έσπασε το τζάμι; Να μιλήσει τώρα!
- ... (σιωπή)
- Α, κατάλαβα, το έσπασε ο κανένας! Αύριο θα φέρετε από ένα ευρώ ο καθένας να φτιάξουμε τη ζημιά, αλλιώς ειδοποιώ τους γονείς σας!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!