Επίσης, χρησιμοποιείται με την έννοια «δηλαδή». Εισάγει επεξηγήσεις.

- Με είπε «υπερθίαλο»!
- Τι υπερθίαλο βρε ζώον, υπερφίαλο!
- Τι θα πει αυτό;
- Και καλά ότι είσαι μαλάκας!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καπάκι, στην ορολογία των χασισοποτών, λέγεται το τσιγάρο που πίνεται αμέσως μετά από άλλο ένα τσιγάρο. Νομίζω ότι αυτή είναι η προέλευση της ευρύτερα χρησιμοποιούμενης έκφρασης στο καπάκι.

Η σειρά των γλωσσικών εξελίξεων πρέπει να υπήρξε η εξής:

α) Το δεύτερο, κολλητά συνεχόμενο τσιγάρο ονομάζεται έτσι γιατί «ολοκληρώνει», «κλείνει» την ενέργεια του πρώτου. Αν με το πρώτο απλώς την έχεις ακούσει αρκετά, με το δεύτερο εξασφαλίζεις ένα καλό επίπεδο μαστούρας και μια σχετικά μεγάλη χρονική διάρκεια αυτού.

β) Μέχρις εδώ, το ουσιαστικό καπάκι είναι συνώνυμο του «δεύτερο τσιγάρο» ή οποιασδήποτε ανάλογης έκφρασης. Αν πεις π.χ. «στρίβω ένα καπάκι», το καπάκι είναι το αντικείμενο του στρίβω. Με την πολλή χρήση όμως, η γλωσσική μνήμη άρχισε να ξεθωριάζει. Έτσι, προτάσεις σαν την παραπάνω άρχισαν να ερμηνεύονται ως το καπάκι να ήταν επιρρηματικός προσδιορισμός, δηλ. σαν να έλεγε «στρίβω ένα (ένα τι; οι χασικλήδες έχουν πολύ συχνά την τάση να απαλείφουν τη λέξη τσιγάρο ή τα συνώνυμά της, και να λένε απλώς στρίβω ένα, ήπιαμε τρία-τέσσερα, το σβήνω κλπ.), στρίβω λοιπόν ένα, αμέσως μετά (από το προηγούμενο)».

γ) Έτσι η λέξη καπάκι αυτονομήθηκε και έγινε επίρρημα που σημαίνει αμέσως μετά, προκειμένου πάντα για μπάφους.

δ) Ακόλουθο στάδιο: αυτονομήθηκε περαιτέρω, ξεφεύγοντας από τα χασικλήδικα συμφραζόμενα. Πλέον σημαίνει γενικώς αμέσως μετά.

ε) Τελικό στάδιο: αντί καπάκι αρχίζει να λέγεται στο καπάκι. Έτσι η επιρρηματική σημασία γίνεται πιο σαφής.

Σημειωτέον ότι με την εξωχασικλήδικη έννοια, η φράση θεωρείται τόσο διαδεδομένη και τόσο ανώδυνη ώστε την έχει και ο Μπάμπης.

Τα παραδείγματα που ακολουθούν αντιστοιχούν στις πέντε φάσεις της εξέλιξης.

Αυτή η ερμηνεία είναι μία προσωπική υπόθεση. Δεν είμαι σε θέση να την αποδείξω με αδιάσειστα τεκμήρια. Παρακαλώ πείτε τη γνώμη σας.

α) -Καλά ρε παιδιά, μόνος μου θα το πιω; Αυτό δεν έχει ξαναγίνει!
-Έχουμε πιει πέντε σε μία ώρα ρε φίλε! Ήρθε πιο πριν ο Γιάννης ορεξάτος και μας τρέλανε στα καπάκια , γι' αυτό δεν... καλά, φέρε.

β-γ) Ήπιαμε ένα με το Γιάννη πιο πριν, που ήρθε ορεξάτος, και καπάκι άλλο ένα, και καπάκι στο καπάκι άλλο ένα, και φτάσαμε στα πέντε, γι' αυτό δεν... καλά, φέρε.

δ) Δηλαδή χτες πήγες στην όπερα και καπάκι στα μπουζούκια; Τι άτομο είσαι!...

ε) Δηλαδή χτες πήγες στην όπερα και στο καπάκι στα μπουζούκια; Τι άτομο είσαι!...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εναλλακτικός τρόπος να διαλαλάει ένας πρεζέμπωρ την πραμάτεια του.

(Πραγματικό γεγονός, κοντά στην Ομόνοια:)

(Ένας:) - Φίλε, πρέζα!
- Δε θέλω.
(Άλλος:) - Φίλε, πρέζα!
- Δε θέλω φίλε, ευχαριστώ.
(Τρίτος:) -Φίλε, θες πρέζα;
- Όχι.
(Τέταρτος:) - Ζζζζζζζ...!
- Τς.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δεν είναι λήμμα, είναι αντιλήμμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του τι δε θεωρώ καταχωρήσιμο.

Τώρα με τις ζέστες, που όλοι ντύνονται πιο ελαφρά και άρα πιο αποκαλυπτικά, δυο φίλοι, άντρες, περπατάνε στο δρόμο και έχουν αλληθωρίσει να χαζεύουν γκόμενες. Οπότε, ο ένας από τους δύο σχολιάζει: «Ανθίσαν οι μουνόκηποι

Αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί λήμμα της αργκό. Όχι γιατί δεν είναι αργκό: σαφώς και είναι. Όμως, ήταν ένας αυτοσχεδιασμός της στιγμής. Ο τύπος το έβγαλε από το κεφάλι του. Βέβαια, δεν είναι καμία παράξενη, τραβηγμένη έμπνευση: δεν αποκλείεται να έχει ξαναειπωθεί στο παρελθόν, από άλλον που επίσης το έβγαλε από το κεφάλι του. Έστω κι έτσι όμως, διατηρεί την ιδιότητα του «άπαξ ειρημένου», της αυτοσχέδιας έμπνευσης.

Η λειτουργία της αυτοσχέδιας έμπνευσης μέσα στο λόγο είναι τελείως διαφορετική από εκείνην της στάνταρ έκφρασης, όσο κι αν η στάνταρ έκφραση είναι σπάνια και πετυχημένη. Εφόσον δεχτούμε ότι και τα δύο είναι καλά (όπου καλό = περιγραφικά εύστοχο, συλλογιστικά όχι πολύ τραβηγμένο, πρωτότυπο και αστείο), τότε το αυτοσχέδιο προκαλεί αντιδράσεις του τύπου «τον πούστη, πώς του ήρθε αυτό», ενώ το στάνταρ αντιδράσεις του τύπου «τον πούστη, πού τη θυμήθηκε αυτή την έκφραση, ταιριάζει κουτί εδώ». Ήτοι, στη μία περίπτωση εξαίρεται η ευρηματικότητα του σχολιαστή και στην άλλη ο συνδυαστικός του νους. Συνεπώς, η τυχόν πολιτιγράφηση μιας τέτοιας έκφρασης της αλλάζει κατηγορία, πράγμα που αποτελεί μία αθέμιτη παρέμβαση του λεξικογράφου επί της ζωντανής γλώσσας.

Εκτός από κατηγορία, συνήθως αλλάζει και επίπεδο, επί τα χείρω. Αν αυτός που έβγαλε την έκφραση, μετά από λίγο καιρό την ξαναπεί, η πιθανή αντίδραση θα είναι «έλα μαλάκα, το 'πες μια φορά και γελάσαμε, μην το κάνεις τώρα και μανιέρα». Αν το πει άλλος που το 'χει ακούσει, η αντίδραση θα είναι ακόμη χειρότερη: «αντιγράφεις τα αστεία του Α;». Και αν το πει ένας άσχετος, γάμησέ τα: «τι έγινε, διαβάζεις κάθε βράδυ σλανγκ-τζ.ρ. για να μας κάνεις το πρωί φιγούρα;».

Βέβαια, και οι τρεις αυτές αντιδράσεις προϋποθέτουν ότι ο ακροατής ξέρει την προέλευση της φράσης. Αν δεν την ξέρει, μπορεί απλώς να σκεφτεί «τον πούστη πού τα βρίσκει». Αυτό όμως είναι μία φτηνή απάτη εκ μέρους εκείνου που λέει τη φράση.

Ένας άλλος λόγος που τέτοιες εκφράσεις δε χρειάζεται να αναρτώνται είναι ότι κανείς δε χρειάζεται βοήθεια για να τις καταλάβει, ίσα ίσα που αν τις αναλύσεις χάνουν τη χάρη τους.

Τα 'παμε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μεταφορικά.

  1. Έγινα κυριολεκτικά παπί από τον ιδρώτα.

  2. Το σπίτι ήταν κυριολεκτικά μουνί.

  3. Το άτομο κυριολεκτικά δεν υπάρχει.

βλ. και δίκαιο, πλάκα κάνω

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πέρα του κλασικού ορισμού, η σημασία έχει πρόσφατα μετακινηθεί προς το θετικότερο. Έτσι, βλήμα μπορεί να είναι και κάποιος που είναι μια χαρά νοήμων, αλλά ιδιόρρυθμος, εκκεντρικός, αλλού.

Ουρανοκατέβατος, όπως το βλήμα. Ή, που έχει πετριά -λες κι έχει φάει κανένα βλήμα στο κεφάλι, αλλά όχι πολύ ισχυρό. Με το ισχυρό θα πήγαινε μάλλον στην έννοια του άλλου ορισμού.

-Τι λέει, πώς ήταν η συγκέντρωση με τους παγάνες;

-Δεν το πιστεύω ότι το έζησα αυτό το πράγμα! Το τι άκουσα, από θεωρίες για Σείριο, για τους Καλάς στο Αφγανιστάν, για Αναστενάρια, για πυραμίδες, πώς διάολο τα μπερδεύουν όλα και συνεννοούνται και μεταξύ τους...

-Αφού σ' το 'χα πει ότι είναι όλοι βλήματα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συσκευή (ή και πρόγραμμα του Η/Υ) που αναλαμβάνει και κάνει μια δουλειά για λογαριασμό μας, όπως π.χ. το αυτόματο ποτιστικό, ο φούρνος με χρονοδιακόπτη, το πλέι λιστ κλπ.

Ντιτζέι σε μαγαζί αφήνει το πόστο του και αράζει με φίλους του. Ένας φίλος του λέει:
- Μια χαρά αραχτό σε βρίσκω. Το πρόγραμμα ποιος θα το κάνει, ο αλβανός;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Περίεργο που δεν υπήρχε. Ωστόσο μια αρχική διερεύνηση του θέματος γίνεται στο λήμμα δε μασώ.)

Έχει δύο βασικές σημασίες:
α) Τσιμπάω, ψαρώνω, ήτοι «πείθομαι εξαπατηθείς να αποθαρρυνθώ».
β) Δεν τσιμπάω, δεν ψαρώνω, ήτοι «δεν πείθομαι, καίτοι εξαπατηθείς, να αποθαρρυνθώ».

Η πρώτη σημασία είναι σήμερα η επικρατέστερη. Λέμε ότι κάποιος «μασάει» όταν εκτιμά ότι οι πιθανές δυσκολίες ενός εγχειρήματος είναι ανυπέρβλητες, και τα παρατάει. Αλλά επίσης, όταν κάποιος πιστεύει ένα ψέμα που του λένε.

Λέμε ότι κάποιος «δε μασάει» όταν αντεπεξέρχεται στις δυσκολίες και τα καταφέρνει. Και ακόμη, όταν αντιλαμβάνεται ότι πάνε να τον εξαπατήσουν και δεν πιστεύει.

Με την πρώτη υποέννοια, του κατά πόσο αντεπεξέρχεται κανείς στις δυσκολίες, το «δε μασάω» είναι συνώνυμο του «δεν κωλώνω», δε φοβάμαι, τα καταφέρνω. «Μη μασάς» σημαίνει βάλε τα δυνατά σου, μπορείς (συνηθισμένη έκφραση για να εμψυχώσουμε κάποιον). «Αμάσητος»: αυτός που δε μασάει, σκληρό καρύδι, σκυλί. Επιτατικόν: «δε μασάω τον πούτσο μου».

Με τη δεύτερη, της ευπιστίας, «μασάω» είναι (περιέργως) συνώνυμο του τρώω, καταπίνω, χάφτω. Μάλιστα καταπίνω [κάτι] αμάσητο σημαίνει το πιστεύω αβασάνιστα (όπως το ψάρι καταπίνει το δόλωμα αμάσητο).

Παράλληλα, υπάρχει και η παλιότερη χρήση του όρου, που βρίσκεται σε υποχώρηση. Κατ' αυτήν, «μασάω» σημαίνει δε μασάω. Αν πούμε λ.χ. «κάτι τέτοια τα μασάω (και τα φτύνω)», εννοούμε ότι κάτι τέτοια δε με τρομάζουν, δεν ιδρώνει τ' αφτί μου. Συνώνυμο, επίσης σχετικά απαρχαιωμένο: κάτι τέτοια τα τρώω για πρωινό.

Πώς προκύπτουν τόσο αντιφατικές έννοιες για την ίδια φράση; Προφανώς, στην παλιότερη έννοια (μασάω = αντεπεξέρχομαι) υπονοείται ότι κάτι δεν είναι τόσο σκληρό για τα δόντια μου ώστε να μην μπορώ να το μασήσω. Αντίθετα στην πιο πρόσφατη (μασάω = δεν αντεπεξέρχομαι) κάτι είναι τόσο σκληρό που δεν μπορώ να το καταπιώ αν δεν το μασήσω.

Άλλες σημασίες:

-«Μασάω τα λόγια μου», ή «τα μασάω»: λέω μπερδεμένες και ασαφείς κουβέντες από αμηχανία, επειδή πάω να δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα. «Δε μασάω τα λόγια μου»: λέω τη σκληρή αλήθεια με το όνομά της.

-Όταν το φωτοτυπικό ή ο εκτυπωτής παθαίνουν εμπλοκή χαρτιού, λέμε ότι «μάσησαν» το χαρτί. Παλιότερα και τα κασετόφωνα μασούσαν τις κασέτες, και ακόμη παλιότερα οι γραφομηχανές τη μελανοταινία.

  1. (= φοβάμαι)
    - Καλά, είσαι σοβαρός που θα πας ειδικές δυνάμεις; Θα σου σκίσουν το κορμί, θα λιώσεις στο καψώνι!
    - Στ' αρχίδια μου. Μασάω εγώ ρε;

  2. (=μην πιστεύεις και τρομάζεις)
    - Καλά, είσαι σοβαρός που θα πας ειδικές δυνάμεις; Θα σου σκίσουν το κορμί, θα λιώσεις στο καψώνι!
    - Μη μασάς, άσ' τον να λέει. Μια χαρά είναι οι ειδικές δυνάμεις.

  3. - Πώς πάνε οι ειδικές δυνάμεις; Σου σκίζουν το κορμί; Έχεις λιώσει στο καψώνι;
    - Όχι ρε, χαλαρά. Κολέγιο είναι εδώ.
    - Γεια σου ρε αμάσητε!

  4. (= μην το πιστεύεις)
    - Ρωτήσαμε στο χωριό πού είναι το μονοπάτι για την κορυφή. Αλλά μας είπανε ότι έχει πολύ περπάτημα, δε βγαίνει εύκολα.
    - Σιγά ρε, μη μασάς. Εδώ οι γριές οι ντόπιες ανεβοκατεβαίνουν κάθε μέρα φορτωμένες με τα ξύλα, και δε θα πάμε εμείς;
    - Άλλο οι γριές οι ντόπιες. Αυτές είναι αλλιώς μαθημένες, δε μασάνε τον πούτσο τους.

  5. - Μαλάκα, σε βλέπω να τη χάνεις τη χρονιά. Πάλι λευκή κόλλα έδωσες;
    - Τον έψησα να μην τη μετρήσει.
    - Τι δικαιολογία του είπες πάλι;
    - Ότι πέθανε ο πατέρας μου σε ξαφνικό ατύχημα.
    - Το μαλάκα! Και μάσησε ο καθηγητής;
    - Ήμουνα πολύ πειστικός. Αμάσητο το κατάπιε.
    - Καλά μαλάκα, άμα θα 'ρθει ο πατέρας σου να πάρει τους ελέγχους, εκεί θέλω να σε δω μάγκα.

  6. (Με την παλιά σημασία):
    Ο τυπάκος ήρθε να μου πουλήσει τσαμπουκά, αλλά δεν ήξερε ότι κάτι σαν την πάρτη του τους μασάω και τους φτύνω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στοιχεία κακής οδηγικής συμπεριφοράς.

Οι ταρίφες (ταξιτζήδες) θεωρούνται ως η χειρότερη κατηγορία οδηγών: συμπεριφέρονται προκλητικά και, κυρίως, εγωιστικά. Αυτό, σε συνδυασμό με την τάση τους για απατεωνιές (διπλή μίσθωση, στρογγυλοποίηση του κομίστρου προς τα πάνω, τζάμπα βόλτες κλπ.) και την αγένειά τους, τους έχει βγάλει το κακό όνομα.

Ωστόσο έχω να καταθέσω ότι τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα το επίπεδο των ταξιτζήδων έχει ανέβει πολύ. Σε γενικές γραμμές είναι πιο ευγενικοί και λιγότερο απατεώνες, άσε που πολλές φορές στρογγυλοποιούν οι ίδιο το κόμιστρο προς τα κάτω. Αν μου το λέγανε πριν μερικά χρόνια θα γέλαγα!

Διερωτώμαι αν θα ήταν δυνατό να αποδοθεί αυτή η βελτίωση στους Ολυμπιακούς. Ακούγεται ηλίθιο, αλλά πρώτον, άρχισα να την παρατηρώ από το 2004 και δεύτερον, δε νομίζω ότι έχει γίνει αντίστοιχη πρόοδος στη Θεσσαλονίκη (από την περιορισμένη εμπειρία μου).

Όπως και να 'χει, κάλλια να σου βγει το μάτι παρά το όνομα. Έτσι, ταριφιές χαρακτηρίζονται οι σφήνες, το πέρασμα του φαναριού με εξαιρετικά βαθύ πορτοκαλί (σανγκουϊνί), οι στάσεις στα καλά καθούμενα μες στη μέση του δρόμου, η παραβίαση προτεραιοτήτων και λεωφορειόδρομων, το να πετάγεσαι κατευθείαν στην κορυφή της ουράς στα αριστερά φανάρια (και μάλιστα λίγο πιο μπροστά από το φανάρι, ώστε τελικά να μη δεις ότι άναψε και να βάλεις όλο τον κόσμο να σε περιμένει), καθώς επίσης και ο αδιάκοπος σχολιασμός των άλλων οδηγών, ιδιαίτερα των γυναικών.

  1. -Καλά, πετώντας ήρθες;
    -Δε βρήκα κίνηση, έκανα και μερικές ταριφιές γιατί βιαζόμουνα.

  2. -Κοίτα το μαλάκα ρε πώς πάει! Δεν είναι γαϊδούρι το αμάξι να πηγαίνει μόνο του! Α, να κι η άλλη η κότα τώρα, της έσβησε, τέτοιο ζώο είναι. Μαλακισμένες, δεν πα' να πλύνετε κάνα πιάτο καλύτερα...
    -Ρε Κωστή, προχώρα να πούμε κι άσ' τις ταριφιές. Μου γάνωσες το κεφάλι με τη γκρίνια σου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έχουμε πρώτα διαβάσει τον άλλο ορισμό; Ωραία!

Σε παρόμοιο πνεύμα, «εγώ» είμαι επίσης το αυτοκίνητό μου. Κι εσύ το δικό σου, και ούτω καθεξής.

Λέγεται από τον οποιονδήποτε, όχι μόνο από άτομα με ιδιαίτερο μεράκι για τα αυτοκίνητα. Συνήθως όμως σε συμφραζόμενα σχετικά με το παρκάρισμα.

  1. Φτάνω σπίτι μου με το αυτοκίνητο. Κάνω βόλτες να βρω θέση. Και πριν καλά καλά κλείσω σαρανταπέντε λεπτά, τσουπ! να τος ο θέσαρος! Παρκάρω, και όταν έχω σχεδόν τελειώσει, με πλευρίζει ένας άλλος (δηλαδή ένα άλλο αυτοκίνητο) που επίσης ψάχνει θέση, δεν ξέρει αν παρκάρω ή ξεπαρκάρω, και με ρωτάει: «Έρχεστε ή φεύγετε;»
    Εγώ φυσικά έχω σκοπό να φύγω. Από το αυτοκίνητο. Αν όμως του πω «φεύγω» και αντ' αυτού φύγω, έχει όλα τα δίκια να με βρίζει μετά. Γιατί του είχα πει ότι θα φύγω, δηλαδή ότι θα φύγει το αυτοκίνητο.

  2. Βγαίνουμε από κάπου με ένα φίλο, που θα με πάει σπίτι μου με το αμάξι. Ψάχνουμε πού το έχει παρκάρει.
    -Πού είσαι;
    -Πού είμαι, ε; Χμμμ, για να θυμηθώ...

  3. (Και εκτός παρκαρισιακών συνθηκών):
    -Τι κάνει ρε μαλάκα ο κόκκινος! (αυτός με το κόκκινο)

Δικόγραφο (από Ο ΑΛΛΟΣ, 12/07/09)(από Ο ΑΛΛΟΣ, 12/07/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία