Αυτός που είναι από λίγο έως πολύ μαλάκας εραστής ή απλώς τον έχει χαλαρό και όχι ντούρο.

Μα πού πάει και τους βρίσκει τους μαλακογάμηδες αυτή η κοπέλα, βρε παιδί μου! Χάθηκε να βρει έναν άντρα της προκοπής, να της τον σφυρίζει ολημερίς και ολονυχτίς!

Αλέξανδρος "Ντούρος-Ντούρος" Κουμουνδούρος: δεν υπήρξε ποτέ μαλακογάμης (από Vrastaman, 14/04/09)

Βλ. και μαλακοκαύλης

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πέτρα της θάλασσας η οποία έχει πιάσει φύκια (μαλλιά). Συνηθίζεται να την μαζεύει ο κόσμος την ημέρα της Αναλήψεως, κατά την οποία ημέρα προτιμούσαν παλιότερα οι Έλληνες να κάνουν το πρώτο μπάνιο στην θάλασσα.

Μεταφορικά βέβαια σημαίνει το αιδοίο της γυναίκας λόγω προφανούς ομοιότητας στο... τρίχωμα.

Οπότε έχουμε την πρωτομαγιά που πιάνουν οι γυναίκες το μαγιόξυλο και της Αναλήψεως που πιάνουν οι άντρες την μαλλιαρή. Ουδείς παραπονούμενος!

- Πού πήγατε της Αναλήψεως κυρ-Κώστα;
- Στη Σαλαμίνα πήγαμε κυρα-Μαίρη, μπας και πιάναμε καμία μαλλιαρή να την στολίζαμε στην σερβάντα, αλλά τζίφος, τις πρόλαβαν άλλοι.
- Ε, του χρόνου να πάμε μαζί κυρ-Κώστα μου, μπας και σου φέρω γούρι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ούτε η μαντζουράνα φυτρώνει στα υπόγεια (θέλει φως), ούτε ο γάιδαρος σκαρφαλώνει στα κεραμίδια (έκτος και αν είναι υβρίδιο γάτας-γαϊδάρου), άρα έχουμε την απόλυτη έκφραση για τις ασυνάρτητες ομιλίες και εν γένει για κάθε ασυναρτησία - συμπεριλαμβανομένων και των ασυνάρτητων ανθρώπων που δεν μπορούμε να τους έχουμε εμπιστοσύνη.

Μην μου πεις οτι πιστεύεις όσα λένε οι πολιτικοί; Αυτοί είναι μαντζουράνα στο κατώι, γάιδαρος στα κεραμίδια!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που πουλάει μούρη μέσω μοντέρνων εφετζίδικων καταστάσεων.

Tουτέστιν αυτός που τραβάει την προσοχή, είτε με το ντύσιμο, είτε με αυτοκίνητο ή κάποιο άλλο προϊόν τεχνολογίας, ή ακόμη και με κάπως ελαφρώς εκκεντρική συμπεριφορά, διαθέτοντας παράλληλα και το σχετικό υφάκι τού «εγώ είμαι και άλλος κανείς».

Mε την μόνη διαφορά, ότι δεν έχει και τόσο αρνητική σημασία, και μάλλον θεωρείται προσόν να σε χαρακτηρίσουν μουράτο ή μουράτη, ίσως γιατί τελικά αποδεικνύεται ότι, οι μουράτοι κρύβουν και μια δόση πραγματικής μαγκιάς μέσα τους.

Νέος, ωραίος, κορμάρα, μουράτος, έχει και κότερο. Να του την πέσω ή θα με πει εύκολη;

Σχετικά λήμματα: μούρη, Μουρίνιο, πουλάω μούρη, πρώτη μούρη στο Καβούρι, πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore. Δες και -άτος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο,τιδήποτε κοινότοπο και συνηθισμένο ή πολυχρησιμοποιημένο από τον απλό λαό, σε σημείο που να θεωρείται ξεπεσμένο ή ακόμη και παρακατιανό (ή αλλιώς ... σκέτη λαϊκούρα).

- Ρε παιδί μου, αυτή η Μαίρη, πώς το έκαψε έτσι το μαλλί της για να γίνει ξανθιά; Απαπα! πολύ μπανάλ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κρυφοκοιτάζω (κυρίως γυναίκες γυμνές ή την ώρα που γδύνονται).

Ο Μιχαλάκης; Μέγας Μπανιστιρτζής! Όπου παραθυρόφυλλο αυτός κολλούσε το μάτι στις γρίλιες μπας και κατάφερνε να μπανίσει καμία να γδύνεται.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει νόθο παιδί και σε πιο σλανγκ εξήγηση το μούλικο, αυτό το τέκνο, τέλος πάντων, που είναι καρπός μη νομιμοποιημένης σχέσης των γονιών (σε συνεργασία πάντα με τρύπια καπότα ή αργοπορημένο τράβηγμα).

Προέρχεται από την ιταλική λέξη bastardo, που σημαίνει ακριβώς το ίδιο, και στην Ελληνική χρησιμοποιείται πάντα ως υβριστικός χαρακτηρισμός.

Έτσι και καθίσει ο παππούς μου να μετρήσει όλα τα μπάσταρδα που έχει σπείρει σε όσα λιμάνια πέρασε όταν ήταν καπετάνιος, θα μετράει, θα μετράει... σιγά δηλαδή που ξέρει πόσα είναι... αλλά, λέμε τώρα...

Γενιά του χάους - Μπασταρδοκρατία (από vikar, 13/02/11)"580 ευρώ ρε μπάσταρδοι;" Οδός Σταδίου, Αθήνα. (από patsis, 19/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επιφώνημα αηδίας που εκφράζεται είτε για φαΐ είτε για σαβουρογκόμενα/-ο.

Τύλιγε τα σουβλάκια και έσταζε ο ιδρώτας πάνω στο κρεμμύδι, μπλιαχ!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ποδιά που φοράνε οι γυναίκες όταν πλένουν τα πιάτα.

Έβαλε την μπροστομούνα και βάλθηκε να τακτοποιεί το νεροχύτη.

(από nick, 09/04/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Περιγράφει την ελαφριά γυναικεία ενδυμασία που αποτελείται μόνο απο εσώρουχα και ένα κομπινεζόν, ή και χωρίς αυτό στις πολλές κάψες.

Συντάσσεται με το ρήμα «είμαι» (όρα παράδειγμα).

- Αχ! μην μπείτε μέσα, είμαι νεγκλιζέ. Μια στιγμή να ρίξω κάτι πάνω μου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία