To πέος λόγω σχήματος.

Το έχει ξεριζώσει το μανιτάρι του.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Αυτός που προσπαθεί να την βγάλει τζάμπα, και κατ' επέκταση ο φτηνός, αλλά και ο ευτελούς ποιότητας.

  1. Καλά εσύ είσαι γνωστός τσάμπαμαν και καβατζόπουστ@ς . =ρ. Σε ότι διακοπές πας, τη βγάζεις με τράκα. (Εδώ)

  2. έχει ένα κομπρεσέρ με μεγάλες δυνατότητες σε τιμή τσάμπαμαν !!! (Εδώ).

  3. Δεν θέλω την τσάμπαμαν συσκευή που μου έφερες τράβα πάρε κάνα Samsung; (Εδώ).

Δες και -μαν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κολακεία στα καλιαρντά, εκ του μουσαντέ και του γλείφω.

  1. Δεν θα πω μουσαντογλειψού αλλά μαρή μια χαρά τα γράφεις. Άντε και για πάρτη σου θα βάλω το μουγκαφόν να παίζει για σένα κι θα ανάβω με καγκελοκαρικεντέ τα κεριά για να κάνω κι ατμόσφαιρα. Α, δεν σου 'πα, γνώρισα ένα θεομιλιονάρη με μια μπάρα τεράστια, θεομπούκουρα μωρή περνάω και στα δικά σου! (Αποκατέ).

  2. -τελικά δεν είναι τυχαίο που είσαι θεά.
    -Α μαρή μουσαντογλειψού.... Μη και ντρέπομαι!!!!!!!!!! (Αποκατέ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

O δειλός, που τρέμει.

  1. Δέχτηκε συμβιβασμο, ως τρεμολάζαρος, αντι να προσφύγει στο Ευρ.Δικαστήριο. Αυτή είναι η αλήθεια. Τα υπόλοιπα προχειρότητες και άγνοια. (Εδώ).
  2. eimai k tremolazaros. Βλέπω στρώματα,τυλίγουνε,καπνού το δωμάτιο και καταλύγουν να καταβροχθίζουνε το νού.. (Χιπ Χοπ).
  3. στα 8 την ειχα. σαν τρεμολαζαρος ειναι ωρες ωρες. (Σκρουτζ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ο καυλωμένος, όπως ορίζεται ευφυώς υπό του Jim Blondos, δηλαδή αφενός «ο ευρισκόμενος σε ερωτική διάθεση, με απαραίτητη προϋπόθεση την παρουσία στύσης, δηλαδή, την πλήρωση των σηραγγωδών αρτηριών του πέους του με αίμα» και αφεδύο (και κυρίως) «ο ευρισκόμενος σε κάθε άλλου είδους ενεργητική διάθεση, σε έντονο όμως βαθμό (καυλωμένος για χορό, για τραγούδι, για ποδόσφαιρο, για τσαμπουκά κ.λπ.)».

Ειδικά ο γκαύλακας διαθέτει μια κρητική ουρδεσάνς (πώς λέμε Μανούσακας ένα πράμα;) και μπορεί να δηλώσει μια κατά το μάλλον ή μπήχτον πάγια ιδιότητα του εγκαύλου υποκειμένου, δηλαδή έναν λεβέντη που είναι και καυλάκι, αλλά και συνηθίζει να κάνει του κεφαλιού του (του πάνω ή του κάτω).

  1. kai μετα ακουσ καποιουσ...εγω προσεχω...εγω φοραω ζωνη...εγω τηρω ΟΛΟΚΛΗΡΟ τον Κ.Ο.Κ..... αμα σου πεταχτει ο αλλοσ ΓΚΑΥΛΑΚΑΣ....οτι και να κανεισ ..εισαι καταδικασμενοσ.........
    ευτυχωσ δεν ειχαμε θυματα............. (Πώς θα ένιωθες αν έβλεπες ένα Daewoo Matiz να έρχεται ιπτάμενο κατά πάνω σου;).

  2. «Εγώ όμως που ήμουν δηλωμένη πια, όταν μετά τις πολλές αναβολές αποφάσισα να εκτίσω τη θητεία μου, πήγα χωρίς πολλά πολλά στο στρατό ξηράς. Και βρήκα πολλά κραγμένα γκεόλια εκεί μέσα, που μπροστά τους φαινόμουν καραστρέιτ. Άρα όλα αυτά δεν ήταν παρά μια από τις πιέσεις, μαζί με την αρτηριακή της, που ασκούσε η πεθαμένη για να του τσακίσει τον όποιο τσαμπουκά, όταν στα 18 του -βλέπεις δεν ανήκε ποτέ στη φοιτητιώσα νεολαία, και πώς θα μπορούσε άλλωστε αυτός ο γκαύλακας, ώστε να παίρνει αναβολές- υπηρέτησε στο ναυτικό.» (Niemands Rose, Τα Φώτα στο Βάθος, Αθήνα: εκδ. Απόπειρα 2013, σ. 37).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Στα καλιαρντά είναι ο μερικώς αποτριχωμένος ομοφυλόφιλος, αυτός λ.χ. που έχει κάνει κάποιο είδος αποτρίχωσης στην ηβική περιοχή, αλλά όχι σε όλο το σώμα του.

Εσύ στο μεταξύ αν περάσει καμιά μισογουνού, δεν ξέρω και τις προτιμήσεις σου, τσίμπα τη και πήγαινε βαρκάδα μπας και γίνει το μιράκλι. Άιντε και καλά να περάσεις. (Μαρίνα Ζέας αποκατέ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Καλιαρντή λέξη εκ των κιμπάρης και πουρό (βλ. λήμματα για ετυμολογία). Ο Ηλίας Πετρόπουλος δίνει τη σημασία μερακλήςμερακλής), αλλά φαντάζομαι μπορεί να έχει όλες τις σημασίες του κιμπάρης που δίνει το Πονηρόσκυλο, κι εφόσον μιλάμε για κάποιον πουρό, πρόκειται για έναν ηλικιωμένο κιμπάρη, ο οποίος ενδέχεται να σκάει τα λεφτά του μάλλον με διάθεση χορηγού τ. suggar daddy ή πουστοπατέρα- ζάχαρη, σε τεκνά και τεκνίτσες μικρότερης οικονομικής δύναμης. Ο επίμονος κιμπαροπουρός συχνά ανταμείβεται για την επιμονή του.

Στη χούμση κιμπαροπουρό με λιμπερτόζα και ματσιάρα κουρκουλετζού βακουλοκρεμαστή κωλοτσιτσίρισε με νταμιροκλύσμα το σκελοσάλιαγκα χωρίς σπανοκουκούλα κι ο τραχανάς η γιδοτεκνοσυντήρητη ζήτηξε τσουκτροκλάκα. (Αποκατέ).
Μετάφραση κατά προσέγγιση: Στη φυλακή (ή μήπως στο μπιντιεσεμικό ντάντζιον;) κιμπάρης ηλικιωμένος με ελευθεριάζουσα και πλούσια πουτανιάρα παντρεμένη βασάνισε με (κάποιο τέλος πάντων είδος από) ένεση γέρο χωρίς προφυλακτικό και ο γέρος ο επαρχιώτης ζήτησε μαστίγιο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα καλιαρντά είναι το ραδιόφωνο, ως ένα κουτί από το οποίο όλη τη μέρα ακούγεται θόρυβος ή/και καβγάδες. Συνώνυμα: ζαλίστρα, μπεναβοκουσκούσι.

(Στις μέρες μας βέβαια, με τις παραθυρομαχίες, η λέξη μας θυμίζει μάλλον την τηλεόραση).

Άντε μωρή, ξεκούνα, όλη τη μέρα στην καβγαδοκουτού!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Κλασικά, αποτελεί μπανεύκολη μεταφορά για την βίαιη σεξουαλική διείσδυση. Ή μπορεί να σημαίνει και το μέχρι αίματος ξύσιμο αρχιδιών, είτε κυριολεκτικό, είτε μεταφορικό, δηλαδή νωθρότητα, όπως και άλλες παρόμοιες μεταφορές, λ.χ. ανασκαφές. Για μια ιδιάζουσα χρήση βλ. και χαλικώνω τη γεώτρηση. Βέβαια όλα αυτά αποτελούν ασθενείς μεταφορές και όχι κάποιον παγιωμένα σλανγκικό όρο.

  2. Ενδιαφέρον, όμως, έχει η χρήση του όρου στο μπασκετικό ιδίωμα. Όταν λέμε για έναν καλαθοσφαιριστή ότι κάνει γεώτρηση εννοούμε ότι κάνει υπερβολικές ντρίμπλες και δεν δίνει πάσα. Η εικόνα είναι ότι σκάει τόσο πολύ την μπάλα στο παρκέ, ώστε είναι σαν να σκάβει το έδαφος με αυτήν. Η έκφραση χρησιμοποιείται ως μομφή κυρίως εναντίον point guards ή, όπως λέμε στα ελληνικά, πλέι μέικερς, οι οποίοι κάνουν κατάχρηση ντρίμπλας και δεν ευνοούν το παιχνίδι με πάσες (passing game). Τα παλιότερα χρόνια που ο χρόνος επίθεσης μπορούσε να διαρκέσει 30 δευτερόλεπτα και βλέπαμε και φαινόμενα του στυλ «ροκάνισμα χρόνου», όταν μια ομάδα προηγείτο ασφαλώς, ο πλέι μέικερ μπορούσε κυριολεκτικά να κάνει γεώτρηση χτυπώντας την ακριβώς στο ίδιο σημείο, περιμένοντας να περάσει ο χρόνος. Τώρα που έχει πέσει στα είκοσι τέσσερα δευτερόλεπτα ο χρόνος επίθεσης αυτά δεν γίνονται. Όμως επειδή το παιχνίδι πλέον βασίζεται στο pick and roll και στις γρήγορες πάσες, ο πόιντ γκαρντ που καταχράται την ντρίμπλα καυτηριάζεται έτι περισσότερο ότι «κάνει γεώτρηση».

  1. Τα αρχίδια του σκάγανε βαριά πάνω στα κωλομέρια μου κάθε φορά που έκανε γεώτρηση στο κωλάντερό μου. (Εδώ για ενήλικες, και κατά προτίμηση μη ομοφοβικούς).

  2. Το προπονητικό τιμ της Εθνικής έχει προβληματιστεί από την συνήθεια του Νίκου Καλάθη να κάνει γεώτρηση με την μπάλα υπονομεύοντας το πάσινγκ γκέιμ της ομάδας.

(από kondr, 04/09/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Στην στρατιωτική αργκό είναι ο υπηρετών στην Αεροπορία Στρατού λόγω μπορντώ μπερέ, καθώς και ο υπηρετών στην αερομεταφερόμενη ταξιαρχία (κόκκινος μπερές).

Να μην συγχέεται με την πουτανοσκουφίτσα.

Έχοντας σπουδάσει μηχανολόγος πίστευα ότι το μόνο κομμάτι του στρατού που θα με ενδιέφερε ήταν οι «κοκκινοσκουφίτσες»....δηλαδή η Αεροπορία Στρατού....!!Φοράνε κόκκινο μπερέ οι άνθρωποι ρε σεις εξού και το παρατσούκλι.... :-)))))
(Δες)

Quino, "Potentes, prepotentes e impotentes", 1989. (από patsis, 23/07/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε