Ο λίγο παλαβός, αυτός που χάνει στροφές, ο πυροβολημένος. Ο όρος προέρχεται μάλλον από τη μουσική τζαζ, που οι παλαιότεροι (όσοι την είχαν ακουστά, δηλαδή) θεωρούσαν ως μουσική για τρελλά νιάτα και γενικά για πυροβολημένους.

Ρήμα: τζαζεύω, τζάζεψα.

Ο Δήμος, ρε; Αυτός είναι τζαζεμένος, τι την ψάχνεις μαζί του;

Βλέπε και τζαζ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ευχή που δίνει άνδρας σε γυναίκα (ή και άνδρα) μετά από ένα ξεγυρισμένο τσιμπούκωμα, ακριβώς τη στιγμή που αυτή (ή αυτός) βρίσκεται με τα μόλις εκτοξευθέντα φλόκια στο στόμα του. Υπάρχουν δύο δυνατότητες: α) η λεγάμενη / ο λεγάμενος να έχει ήδη καταπιεί τα φλόκια, οπότε η ευχή είναι κυριολεκτική, β) να βρίσκεται σε δίλημμα για το αν θα τα καταπιεί ή όχι, οπότε τον ενθαρρύνουμε με αυτή την ευχούλα.

(ο γκόμενος μόλις ανακουφισμένος) - Ααααα... (η γκόμενα με μπουκωμένη προφορά) - Γκαι ντώ'α, Μηνά μου;
- Καλή χώνεψη, μωράκι μου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που τρώει τον αβλέμονα και πάει στο καπάκι για χέσιμο, λες και έχει ένα μόνο άντερο, οπότε δεν μεσολαβεί χρόνος μεταξύ μάσας και χεσίματος για χώνεψη.

- Ώπα! Έχεις και κολοκυθοκεφτέδες, βλέπω;
- Ρε μαλάκα, τώρα δεν έφαγες ιμάμ μπαϊλντί;
- Αυτό το 'χεσα μόλις...
- Μονάντερος είσαι ρε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γαμάω, συνήθως άγρια. Τον(ε) φοράω. Υπάρχει και ο συνηθέστερος τύπος «πουτσώνω».

Παράγωγα: (μ)πούτσωμα, (μ)πουτσωμένη.

Μου 'κανε τη δύσκολη, αλλά τελικά την πούτσωσα / τη μπούτσωσα την κωλοχαρχάλα!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η μπόλικη πούτσα, το άγριο και ανελέητο γαμήσι, εκεί που δεν ξέρεις από πού θα τον φας next... Εκφρασιπλασία που προέρχεται από τη gourmet έκφραση «πίτσα με το μέτρο».

Αυτή είναι γκόμενα! Να (ν)τη βάλεις κάτω και να της ρίχνεις πούτσα με το μέτρο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο σερβιτόρος / η σερβιτόρα, με αφαίρεση της κατάληξης, για περισσότερη coolοσύνη και για λογοπαίχνιδο με τα γνωστά εθνικά ονόματα.

- Μπάμπη, βλέπεις πουθενά τη σέρβα να πλερώσουμε;
- Να 'τη ρε! ΚΟΠΕΛΙΑΑΑΑ! ΚΟΠΕΛΙΑΑΑΑΑΑ! ΣΣΣΣ... ΣΣΣΣΟΥ ΠΩΩΩ!

Mila Jovovic: Και Σέρβα και (φουτουριστική) σέρβα. (από Khan, 04/05/10)(από Jonas, 05/05/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Το τσαπόνυχο, το γνωστό βρωμερό νυχάκι που αφήνουν στο μικρό δαχτυλάκι κάτι σκατόγεροι, συνήθως ταρίφες.

  2. Το φτηνό και καλά δέρμα (δερματίνη της κακιάς ώρας) σε παλιά ταξί, σε φερυμπότ, σε καναπέδες κωλάδικων κ.ά., συχνά βαθέως κόκκινου χρώματος, με καμια-δυο μαχαιριές να βγαίνει όξω το αφρολέξ.

  1. - Κόψ' το πια αυτό το ταξιτζίδικο ρε Λεωνίδα, τι το θέλεις; Έχουμε γιομίσει μικρόβγια!
    - Τι λες μωρή; Καλύτερα να κόψω το πουλί μου, παρά το νυχάκι!

  2. - Μπήκα να φάω στο «Τσαφ: Πίτσα με το Μέτρο»!
    - Άντε ρε, το τόλμησες; Και πώς είναι μέσα;
    - Όλα αρχαία, σέβεντιζ... Ταξιτζίδικα καθίσματα, μισοπεθαμένοι σερβιτόροι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κλειτορίδα, στην παλαιά ζλανγκ, προφανώς επειδή μέσω αυτής «ανάβει» η γυναίκα.

-Άρχισα, το λοιπόν, να της ψαχουλεύω την τσακμακόπετρα, και πήρε φωτιά σε δυο λεπτά, σε λέω!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το νυχάκι που αφήνουν κάτι καδενάκηδες κωλόγεροι -συχνά ταρίφες- στο μικρό νύχι, νομίζοντας ότι είναι μαγκιά, και το χρησιμοποιούν για να καθαρίζουν παντός είδους κοιλότητες του σώματος (του δικού τους και άλλων).

Συνώνυμο: ταξιτζίδικο (νύχι)

- Είδες ένα τσαπόνυχο που είχε στο δαχτυλάκι ο μπαρμπα-Μήτσος;
- Αν είδα, λέει... Τρισάθλιο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στη σημερινή εποχή, όπου πας για γυναίκα και σου βγαίνει τρανσέξουαλ, πας για βύζαρο και σου βγαίνει σιλικονάτη μπάλα του βόλεϊ, πας για μουνί και συναντάς πούτσο, πας για μαλλί και σου μένει στο χέρι, κλπ, στη σημερινή εποχή, λέγω, τα φυσικά γκομενικά χαρίσματα είναι ότι και τα βιολογικά προϊόντα στη διατροφή.

Γι' αυτό και αποκαλούνται ενίοτε «βιολογικά προϊόντα» ή σκέτο «βιολογικά».

  1. - Ωραία η Ντάνα Ιντερνάσιοναλ, έτσι; - Άσε μας ρε λιγούρη, κρυπτομοφιλόφιλε... Εγώ γουστάρω μόνο βιολογικά!

  2. - Ρε συ, ξεχωρίζεις τις τρανσέξουαλ από τις γυναίκες; - Εννοείται, αγόρι μου, το βιολογικό κάνει μπαμ από δέκα χιλιόμετρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία