Η τελειωμένη αδερφάρα, αυτός που, όταν ρίξεις καρφίτσα πάνω του, γλιστράει και πέφτει.

Ο όρος αποδίδεται μόνο στις περιπτώσεις που η λέξη πούστης έιναι πολύ φτωχή να χαρακτηρίσει τον εν λόγω τοιούτο.

- Ρε μαλάκα, τι με έφερες στο Γκάζι μέσα στις αδερφές, δεν πηγαίναμε αλλού;
- Έχεις δίκιο, δεν το σκέφτηκα. Κοίτα αυτόν ρε που μας κοιτάει στο ύψος του πούτσου! Λες να θέλει να μας βάλει;
- Καλά αυτός δεν είναι απλά αδερφή, είναι τρίπουστας!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αποτελούν φανταστικά-κοροϊδευτικά συμπληρώματα διατροφής ευρέως διαδεδομένα στους κύκλους που συχνάζουν επίδοξα μπιλντέρια.

Αποδίδεται (η χρήση τους) με έναν ειρωνικό τόνο, σε αυτούς που καυχιούνται ότι «έχτισαν» το εν λόγω σώμα τους περνώντας αμέτρητες εργατοώρες στα γυμναστήρια, ενώ μια βδομάδα πριν είχαν το σώμα του Παναγιώτη (σώμα γνωστού τυροπιτούλη).

Εικάζεται λοιπόν ότι η απότομη αλλαγή αυτή οφείλεται στο κούμπωμα των ουσιών αυτών από τον εκάστοτε τσαρώφ των gym.

Πιάνοντας το χέρι του φίλου μας

- Τι έγινε μωρή ξεφτίλα, τουμπάνιασες σε μια βδομάδα μέσα; Τι πήρες, κοκταίηλ απο πρισμενολ και πριξτίν πάλι;
- Ρε μαλάκα ξεκόλλα, γαμιέμαι δυο μήνες στα βάρη!
- Έλα τώρα... μεταξύ μας μεταξά..

(από notheitis, 19/05/10)

Βλέπε και σταρχιδιαμόλ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παιδική εγωιστική-αντιδραστική, αλλά και μαγικά αφοπλιστική απάντηση σε λογομαχία, προερχόμενη συνήθως από

  • αγανάκτηση λόγω αμφισβήτησης ενός προτύπου μας (ήρωα, αγαπημένου ξυλέμπορα ηθοποιού),
  • έλλειψη-εξάντληση επιχειρημάτων.

Λήμμα για αυτούς που παρέμειναν παιδιά και τους αναπολούντες της δικιάς μου γενιάς.

  1. — Καλά, χθές είδατε την ταινία με το Van Damme; Τους έδειρε όλους πάλι, δεν άφησε τίποτα όρθιο λέμε!
    — Ποιός Van Dammε και κουραφέξαλα ρε, δεν έχεις ιδέα από αρακά, δεν υπάρχει ο τύπος.
    — Καλά εσένα όμως μια φορά σε γαμάει...

  2. Σε παραλία:
    — Πω κοίτα ένα σώμα ρε που έχει ο τύπος, μπακλαβάς σκέτος.
    — Σιγα το τυρόπιτα ρε, και γω αν κάνω 10 χρόνια γυμναστήριο έτσι θα είμαι.
    — Εσένα μια φορά σε γαμάει όμως.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο Σκατάς υπήρξε μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία στο Πειραιά για πολλά χρόνια.

Απέκτησε το παρατσούκλι αυτό από μια πολύμορφη βρωμερή μάζα που είχε στο κεφάλι του, ανακατεμένη με τα μαλλιά του (99% σκατά), καθιστώντας την παρουσία του στο κοινό ανυπόφορη.

Αποδίδεται σε αυτούς που έχουν μαλώσει με το σαπούνι και δεν πλένονται.

- Καλώς τον Νίκο. Τι λεέι ρε, τα νέα σου...
- Ασ' τα ρε, βγήκα χθες με τον Αλέξη, τον θυμάσαι από το γυμνάσιο;
- Ποιον ρε, αυτόν που είχε το μαλλί του Σκατά; χαχα!
- Ναι ρε αυτόν! Σου λέω δεν άλλαξε τίποτα, δεν έβαλε μυαλό, βρωμάει ο μαλάκας σαν ασβός και δε λέει να πλυθεί τόσα χρόνια.
- Ρόμπα ξεκούμπωτη...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνουσιάζομαι έτσι και έτσι, χωρίς ιδιαίτερη όρεξη.

Χρησιμοποιείται όταν ο μπήχτης βάζει από υποχρέωση, απλά και μόνο επειδή του ζητείται από την δικιά του, χωρίς ο ίδιος να γουστάρει εκείνη τη χρονική στιγμή.

Ο βάζων ντεμί συνήθως δεν ολοκληρώνει τη συνουσία, αφήνοντας το μωρό του ντεμί-ικανοποιημένη.

- Πώς πάει ρε, διαβάζεις καθόλου για τις εξετάσεις;
- Ε προσπαθώ, αλλά έχω και τη δικιά μου που θέλει όλο κόλπα και δεν προλαβαίνω, τι να κάνω δεν ξέρω, άσ' τα.
- Θα σου πω εγώ ρε. Βάλε ντεμί και διάβασε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο παλιός στο κουρμπέτι, αυτός που έχει φάει τη πιάτσα με το κουτάλι.

Διακρίνεται για την ανήσυχη φύση του που συχνά τον οδηγεί σε περιπέτειες αλλά λόγω της πολύχρονης εμπειρίας του στη νύχτα ελίσσεται και καταφέρνει πάντα να τη βγάζει λάδι.

Ο Βετεράνος χρειάζεται πάντα εναν παρτενέρ, πλάτη για τα καμώματά του.

— Καλά ο Τέο ξέφυγε χθές πάλι, το έμαθες;
— Τι έκανε πάλι;
— Βγήκαμε σε ένα μπαρ και ήπιε μια κάβα, μετά πλακώθηκε με κάτι τύπους για μια γκόμενα, μετά ήθελε να πάμε σε στριπτιτζάδικο γιατί ήθελε χορό λέει, πήγαμε και εκεί, και γυρίσαμε τελικά 11 η ώρα το πρωί σα τα κουρέλια.
— Βετεράνος...

(από Khan, 16/05/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναφέρεται στον κλασικό μποντιμπιλντερά που έχει φάει τη ζωή του στα γυμναστήρια λιώνοντας στα βάρη, αποκτώντας αφενός μεν ένα σφριγηλό σώμα, αφετέρου δε, παραμένει ευαισθητούλης και λίγο φλωράκος.

Χαρακτηρισμός για τα άτομα που θεωρούνται προστάτες των φίλων τους στις δύσκολες στιγμές (καυγάδες) εξαιτίας της σωματοδομής τους, αλλά λόγω της ευαίσθητης φύσης τους -καρδιάς πατάτας- απογοητεύουν, με αποτέλεσμα να πέφτει αρακάς.

- Χθες μας τη πέσανε, σε μένα και τον Αλέξη, κάτι αλάνια να μας ψειρίσουν στην Αθήνα, άσε φάγαμε πακέτο μαλάκα..
- Ε πάλι καλά ρε, ήσουν με τη ντουλάπα ρε, τι να σου κάνουν...
- Ποια ντουλάπα ρε, ο Αλέξης με το που τους είδε έκανε κακάκια ρε.
- Καλά ρε, 10 χρόνια γυμναστήριο πήγανε κουβάς πάλι.

(Η ντουλάπα είναι στήθος μάρμαρο, καρδιά πατάτα).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πουρό στα ποδανά.

Αναγραμματίζεται μόνο όταν:

1) Ο λέγων είναι μεθυσμένος

2) Όταν το εν λόγω πουρό είναι δίπλα και υπάρχει κίνδυνος να εκτεθούμε.

3) Σε οποιαδήποτε άλλη φάση που μπανίσαμε την αναφερόμενη να μας κοζάρει σε έναν χώρο.

  1. (μετά από μία μπουκάλα κρασί)
    - Ζε μαλάκα, στείλε μήνυμα στο ροπού, πεζστης έχω πιει μια κάλα μωρό μου, μόνο εσύ λείπεις. πεζιζζστο.

  2. - Τι θα γίνει ρε μαλάκα, θα το ψήσουμε το ροπού; Κάρφωνέ το στα μάτια ρε να το πάρουμε πάρτυ.
    - Σκάσε ρε μαλάκα μας ακούει!
    - Πάμε να το γαμήσουμε σου λέω ρε.

  3. Στο club:
    - Κοίτα το ροπού τι φοράει ρε, πέσε πούτσα να σε φάω είναι.
    - Αμάν ρε μαλάκα, κοίτα και κανα μικρό, όλο τις τελειωμένες χαλβαδιάζεις!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

1) Πουλάω νταλαβέρι.
2) Ψεύδομαι ασυστόλως.
3) Παρουσιάζομαι ως κάποιος άλλος.

Κίνηση εντυπωσιασμού από τον πράττοντα, ο οποίος επιδίδεται στη συγκεκριμένη ενέργεια προκειμένου να παρουσιαστεί ανώτερος και στο ύψος των περιστάσεων.

Ως επί τω πλείστων, αποτελεί την τελευταία λύση του άντρα στη προσπάθεια του να καμακώσει την γκόμενα που έχει σταμπάρει.

Μέσα στο club:
-Κοίτα ένα μουνί ρε που μιλάει με το κολλεγιόπαιδο.
-Δυσκολάκι μεγάλε, αυτή κοιτάει από Λάτση και πάνω.
-Καλά εγώ θα πάω και θα πουλήσω αέρα. Θα πω ότι κάνουμε ένα πάρτυ στο σκάφος σου να ψαρώσει!
-Είσαι μεγάλος βαρόνος τελικά...

Δες επίσης και αεριτζής, αέρα πατέρα, αέρα μπανά

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Θρυλικός κινηματογραφικός χαρακτήρας (goonies), γνωστός για την παραμορφωμένη, αλλά κατά τα άλλα συμπαθέστατη φυσιογνωμία του.

Προσωνύμιο που χαρακτηρίζει τις γυναίκες μπάζα.

Αν και αντικειμενικά μπορεί να θεωρηθεί σκληρός χαρακτηρισμός, χρησιμοποιείται μόνο σε περιπτώσεις απογοήτευσης - ξενερώματος, στις οποίες μία γυναικεία γνωριμία αποδείχθηκε κατώτερη των προσδοκιών μας.

- Άσε ρε, τι έπαθα χθες.
- Τι ρε;
- Μιλούσα στο chat μια γκόμενα δύο μήνες και στις φωτογραφίες ήταν μουνάρα!
- Και;
- Ε δώσαμε ραντεβού και αντί να έρθει αυτή από τις φώτο, ήρθε ο σλοθ...
- Έκατσες στο παγωτό πάλι...

(από agou, 14/05/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία