Οι γενετικοί αδένες του άντρα. Όταν χρησιμοποιείται σε μία φράση φανερώνει απαξίωση.
Όταν σου έλεγα να διαβάσεις, εσύ έξυνες τα μπλιμπλίκια σου. Γράφε τώρα πάλι τον Σεπτέμβριο.
Οι γενετικοί αδένες του άντρα. Όταν χρησιμοποιείται σε μία φράση φανερώνει απαξίωση.
Όταν σου έλεγα να διαβάσεις, εσύ έξυνες τα μπλιμπλίκια σου. Γράφε τώρα πάλι τον Σεπτέμβριο.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Τα ρασταφάρια που έχουν τέσσερις-πέντε τεράστιες τζίβες οι οποίες αποτελούνε το σύνολο της κόμης τους.
Προήλθε από τα κείμενα του Λάβκραφτ που θέλουν τους κθούλου να έχουνε πλοκάμια στο κεφάλι τους.
Δεν ξαναπάω σε ρέγγε πάρτι. Είναι γεμάτα κθούλου που την πίνουν.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Τα λευκά εσώρουχα, μάρκας κυρίως μινέρβα. Ο χαρακτηρισμός προέρχεται από την παρατήρηση ότι η παραμικρή απροσεξία γίνεται εύκολα αντιληπτή από οποιονδήποτε έχει την ατυχία να δει τον φέροντα χωρίς παντελόνι.
Ο αδερφός μου μου καβατζώνει όλα τα καλά εσώρουχα και στο τέλος μένω μόνο με τους κουραδορουφιάνους.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το προφορικό πλησίασμα δύο ανθρώπων σε χώρο με πολύ δυνατή μουσική, κλαμπ ως επί το πλείστον, με σκοπό την ερωτική συνεύρεση. Επειδή ότι και να πει ο κάθε ένας ακούγεται μόνο ένα «θου θου θου» και το άλλο άτομο υποκρίνεται πως καταλαβαίνει και βρίσκει τα λεγόμενα ενδιαφέροντα, μπορεί ο ένας ή η άλλη να μιλάει για αιμορροΐδες ή για ποίηση, αλλά τίποτα δεν αλλάζει στο αποτέλεσμα.
- Ο Βάγγος δεν θα έρθει στο άφτερ;
- Τον αφήσαμε πίσω, είναι στα «θου θου θου» με μία κοπελίτσα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ιδιωματισμός της Λέσβου που εκφράζει τον πολύ μεθυσμένο άνθρωπο. Συνώνυμο του κομμάτια. Από το τούρκικο davul που σημαίνει τύμπανο. Συνήθως το λάμδα και το γιώτα συγχωνεύονται στο τέλος, λόγω της Μυτιληναϊκής διαλέκτου.
Η γιανεπρόκουπους η γιάντρας 'ημ χθες γύρισι τα ξημηρώματα κι ήταν νταβούλ'. Θα' πινε παλ' ούζα μι τσ' φίλοι τ'...
(Ο ανεπρόκοπος ο άντρας μου χθες γύρισε πάλι τα ξημερώματα κι ήταν νταβούλι. Θα έπινε πάλι ούζα με τους φίλους του)
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Λευκοί λεκέδες στο ανδρικό μόριο που προκαλούνται από την μακροχρόνια έλλειψη καθαρισμού, η μυρωδιά των οποίων θυμίζει το ομώνυμο έδεσμα.
- Πόσο καιρό έχεις να κάνεις μπάνιο ρε μαλάκα;
- Ε... κανέναν μήνα.
- Κι αν σου κάτσει γκομενάκι τι θα κάνεις;
- Τι να κάνω; Θα σκουπίσω την τυροσαλάτα από το πουλί μου και θα ορμήξω.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Κάθε είδος ηλεκτρονικής μουσικής, αλλά και ηλεκτρονικά στοιχεία σε άλλα είδη μουσικής.
Ωραίο το κομμάτι, αλλά το κούρασες με τα μπλιμπλίκια.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Γυναίκα που έχει λίγα περισσότερα κιλά από αυτά που απαιτεί η μόδα, αλλά είναι γλυκιά κι άνετη με τη σεξουαλικότητά της και τα χρησιμοποιεί σαν στολίδι της.
Μωρό μου, δεν είσαι χοντρή, είσαι απλά καραμελωμένη. Σταμάτα επιτέλους την κωλοδίαιτα και φτιάξε τίποτα της προκοπής για να φάμε.
πρβλ. ζουμπουρλούδικο, τομπουρλίκα
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ιδιωματισμός της Λήμνου. Λέγεται και «κομματάκι». Χρησιμοποιείται χωρίς άρθρο κι εκφράζει πολύ λίγη ποσότητα μη μετρήσιμου ουσιαστικού.
Δώσε κομμάτι φαΐ και σε μένα ρε μπάρμπα, έχω να φάω από χθες.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ως φλωρέγκε ορίζεται η πλειονότητα της εξωτζαμαϊκανικής ρέγκε, αλλά και μέρος της τζαμαϊκανικής. Οι κλίμακές της είναι πολύ εύκολες για το αυτί, το target group της είναι αριστεροχαρούμενα πλουσιόπαιδα κι ο προορισμός της είναι να γίνει soundtrack σε χλιδάτες παραλίες εν μέσω καλοκαιριού.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!