Η ακατάσχετη φλυαρία.

Τι λογοδιάρροια σ' έπιασε πάλι απόψε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνδυασμός ύβρεως με το όνομα Αντρέας, αλλά και γενικά ο μαλάκας με έμφαση.

συνώνυμο: μαλακαντώνης.

Ήρθε ο μαλακαντρέας και μου είπε ότι του χρωστάω αυτά που του έχω πληρώσει εδώ κι έναν μήνα!

Χαρακτηρισμοί με κύριο όνομα για συνθετικό: αστραπόγιαννος, βιαστικοθοδώρα, βουβαντώνης, γερολάζαρος, γυναικοθόδωρος, λωλοστεφανής, μαλακαντρέας, καθίκαντρεας, μαλακαντώνης, μουγγοθόδωρος, ντελημπάσχος, ντελήσαββας, παστρικοθοδώρα, στραβόγιαννος, τρελαντώνης, τρεμολάζαρος, τρομπογιώργης, τρυπαντωνάκης, ψευτοθόδωρος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εμφατικό, μαλάκας και αρχίδης μαζί.

- Δεν με άφησε να μπω στα κλαμπάκι.
- Άντε ρε τον μαλακαρχίδη!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο καταιγισμός από μάπες, δηλαδή σφαλιάρες, το ξυλοκόπημα σε μέτρια προς μεγάλη ένταση.

συνώνυμο: μαπίδια

Αν έρθει προς εμένα το κωλοπαίδι θα έχουμε μάπετ σόου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Ο υπερθετικός βαθμός της έκφρασης τα ξύνω, δεν κάνω απολύτως τίποτα.
    και
  2. Ταλαιπωρώ, σεξουαλικά κυρίως, νεαρές κοπέλες, υπερθετικός βαθμός του τα σκίζω.

1.- Οι δημόσιοι υπάλληλοι τα ματώνουν όλη μέρα στο γραφείο!

  1. - Εγώ αυτά τα μικρούλια τα ματώνω!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Από το Μητσοτάκης και Δράκουλας = Μητσοτάκουλας.) Αυτός που προκαλεί υπερβολική ατυχία στους άλλους, ο υπερβολικά γκαντέμης. Λέγεται και σκέτο Μητσοτάκης.

  1. - Ρε Μητσοτάκουλα, ήρθες και όλο ασσόδυα φέρνω! Φτου, φτου σκόρδα, ξορκισμένος με τον απήγανο!

  2. - Είμαι τελείως Μητσοτάκης, μόλις έφτασε η σειρά μου τελείωσαν τα εισιτήρια!

(από GATZMAN, 06/10/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Ενεργητικής φωνής με ενεργητική διάθεση μεταβατικό: σημαίνει κυριολεκτικά μαλακίζω (δεν χρησιμοποιείται συνήθως κατά κυριολεξία) και μεταφορικά τεμπελιάζω
  2. Ενεργητικής φωνής με μέση διάθεση: σημαίνει κυριολεκτικά μαλακίζομαι (δεν χρησιμοποιείται συνήθως κατά κυριολεξία) και μεταφορικά τεμπελιάζω και πράττω ανόητα
  1. «μινάρω τους κουλούς»=δεν κάνω τίποτα, κάθομαι άπραγος
  2. «δεν θα τους πληρώνω τζάμπα για να μινάρουν όλη μέρα», (επί ατζαμή οδηγού, συνοδευόμενη με χειρονομία χούφτας σε γροθιά που πάλεται πάνω κάτω): «ρε φίλε μινάρεις;»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Το στριφτό τσιγάρο που κατασκευάζεται από ένα τσιγαρόχαρτο, καπνό και χασίς.
Αντίστοιχα: το δίφυλλο, το τρίφυλλο.
Συνώνυμα: γάρο, ντουντούκα, τσιγαριλίκι, μπάφος, φούντα (πυργιώτικη ή καλαματιανή, στα ποδανά νταφού), μαύρο (στα ποδανά: βρομά) ή μαύρη, μαριχουάνα, κάνναβη, παπάς, χόρτο.
Υποκοριστικό: μονοφυλλάκι.

Με πιάσανε στο στρατό με ένα μονοφυλλάκι και είχα τραβήγματα!

(από Galadriel, 25/01/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πολύ βρώμικος και ατημέλητος.

- Πολύ μπίχλερμαν ο Χ , δεν κάνει μπάνιο ποτέ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η έκφραση της ιδιαίτερης απαξίας την οποία τρέφει κάποιος για το λειτούργημα του μόντελινγκ, αλλά και του μάρκετινγκ και για όλα τα λήγοντα σε -ινγκ, όπως πχ το μάρκετινγκ, όταν εκτελούνται από κοπέλες χωρίς ιδιαίτερες ηθικές αναστολές.

- Η κόρη του Χ κάνει μόντελινγκ, το ξέρεις;
- Αυτά είναι μπόρντελινγκ, όχι μόντελινγκ!

ή

- Το πιπίνι σπουδάζει μάρκετινγκ!
- Ναι καλά, μπόρντελινγκ σπουδάζει!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία