Στη γλώσσα των θεατρανθρώπωνε και των ραδιοτηλεοπτικών μουμουέδων, όταν ο ηθοποιός ή παρουσιαστής παθαίνει κοκομπλόκο και ξεχνάει ή χάνει τα λόγια του, ωσάν ένα τεράστιο σεντόνι να του θολώνει τον νου.

1. Ρένια Λουϊζίδου:«Έπαθα σεντόνι και ήθελα να έρθει η μαμά μου να έρθει να με πάρει»

2. Η Ναταλία Γερμανού άκουσε το όνομα του Μάριου Αθανασίου και «έπαθε σεντόνι»!

3. Παύλος Σταματόπουλος: «Έπαθα ένα μικρό σεντόνι, δεν θυμόμουν τον τίτλο της εκπομπής... Δεν ξεκινάμε καλά!»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όταν την παραμονή του «καλοκαιριού τση αγάπης» οι Strawberry Alarm Clock τραγουδούσαν για θυμιατά από πιπερόριζα και ο Scott McKenzie υπενθύμιζε στους μεταβαίνοντες στο San Fransisco να πλέξουν λουλούδια στις κοτσίδες τους, ο Mick Jagger ήθελε να τα βάψει όλα μαύρα και οι Velvet Underground περιμένανε τον βαποράκι τους με $26 ανά χείρας.

Η σκοτεινίλα ή νταρκίλα ως état d' esprit στην μουσική, στον κινηματογράφο, στην ζωγραφική, κ.ταλ. ασκεί έντονη γοητεία. Συχνά δρα ομοιοπαθητικά με συνέπεια να εκτιμούμε περισσότερο τα όσα χρώματα μας μοιράζει η τράπουλα τση πουτάνας τση ζωής. Εξερχόμενος από προβολή του Eraserhead, είναι δυνατόν να μην θέλεις να αγκαλιάσεις το σκατουρημένο κουτσούβελό σου, να φιλήσεις την πεθερά σου και να σφίξεις το χέρι του εργοδότη σου; (ή, αντίστοιχα, να πανηγυρίσεις που είσαι ελεύθερος, άτεκνος και άνεργος;)

Μιλάμε πάντα για καλώς εννοούμενες εντεχνindie πχοιοτικές καλτιές και ψαγμενιές, μακριά από εμάς οι μόνο μπλακ νταϊνταήδες και οι χρήζοντες emoκάθαρση γκοθάδες με τις μανιοκαταθλιπτικές τους γκόμενες που ξημεροβραδιάζονται σε πεθαμενάδικα. Αυτές είναι κακώς εννοούμενες σκοτεινονταρκίλες.

Προσοχή: το λήμμαν να μην συγχέεται με μαύρα ακούσματα και γκιραπιές.

Ασίστ για την παραλλαγή νταρκίλα: Pirate Jenny.

- Και ο δεύτερος δίσκος είναι εξαιρετικός. Το έγραψαν όλοι, ή σχεδόν όλοι. Ο πρώτος είχε ξεκινήσει μια περίοδο που η σκιά των Bad Seeds βάραινε κάπως τα επόμενα σχέδια. Όχι ότι ακούγεται διαφορετικός πολύ. Αυτή η σκοτεινίλα πάντα θα υπάρχει. Πάντα.

- ολη η βρωμια και η νταρκιλα των 80ς ανακατεμενη με ψυχεδελεια εφτιαξαν ενα μιγμα που μου ανατιναξε το μυαλο

- Βέβαια, για λόγους σκιώδεις και ύποπτα κινούμενους στη νύχτα του μυαλού του σκηνοθέτη, του Itsue Kawasaki, οι φιγούρες σε αυτό το μικρο- anime μιλάνε Αγγλικά με τη γνωστή, αγαπημένη, σάπια ιαπωνική προφορά, επομένως δε σε αφήνει να το ευχαριστηθείς τόσο πολύ. Του αφαιρεί αρκετή σκοτεινίλα και την αντικαθιστά με σκέτη νίλα

- Γραφικα 9/10 , απλα γιατι περιμενω το sequel και το αργουν πολυ. Ηχος υπεροχος. Χειρισμος απο τους καλυτερους ever. Αυτο που με συγκλονιζει ειναι η νταρκιλα που εχει το παιχνιδι. ΜΕ ΤΟ ΚΙΛΟ. Αν μπορουσαν οι devs, θα μοιραζαν και λιγη νταρκιλα στο συνταγμα τωρα που ειναι καιρος κρισης. .

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η χρονική περίοδος στην ζωή ενός ανθρώπου με ιδιαίτερη, χαρακτηριστική φαινομενολογία στον τρόπο έκφρασης και τις επιλογές του.

Καθώς ο όρος περικλείει την έννοια της αναπόφευκτης παροδικότητας (αφού η περίοδος, εξ ορισμού, κάποτε θα ολοκληρωθεί), λέγεται κυρίως από τους τρίτους, τους αντικειμενικούς παρατηρητές. Ο ίδιος ο άνθρωπος που τη βιώνει, δύσκολα θα αρθεί στο αυτογνωστικό ύψος που απαιτείται για να παραδεχθεί ότι περνά μια φάση. Αντιθέτως, μπορεί να έχει την βέβαιη πεποίθηση ότι πρόκειται για μια ριζική και μόνιμη αλλαγή στον τρόπο που αντιλαμβάνεται πλέον τον κόσμο και προτίθεται να τον διαχειριστεί. Μόνο αργότερα, όταν θα έχει βγει από αυτήν, θα μπορέσει να της δώσει την αναλυόμενη ή οποιαδήποτε άλλη ετικέτα.

Από την προαναφερθείσα έννοια της φάσης αλλά και του μοντ, η μπλε περίοδος διαφέρει πρώτιστα στην χρονική διάρκεια, η οποία εδώ είναι οπωσδήποτε μεγαλύτερη. Εκτός αυτού, όμως, αφορά εκτροπές της ψυχολογίας, της κοσμοθεώρησης και, τελικά, της συμπεριφοράς μας που επισυμβαίνουν ύστερα από την βίαιη παρέμβαση συνταρακτικών και επίπονων γεγονότων: ενός χωρισμού, μιας επαγγελματικής κλπ απογοήτευσης, ενός θανάτου δικού μας ανθρώπου.

Η έκφραση, βέβαια, στην καθημερινή χρήση της, φέρει πάντα ένα χαμόγελο, έστω ειρωνικό, έστω αμφίσημο: αισιόδοξο ή απαισιόδοξο.

Προέρχεται, προφανέστατα, από την μπλε περίοδο του Πάμπλο Πικάσσο: Ευρέως αναγνωρίσιμη, εύκολα διακριτή από άλλα έργα του ιδίου, με αρχή και τέλος και την δική της αύρα, οπωσδήποτε ψυχρή, ενίοτε ζοφερή και απέλπιδα (για αρχή βλ. εδώ).

Πρόκειται για έκφραση της λεγόμενης ποπ κουλτούρας. Σίγουρα της λείπει η βρωμιά και η ανατρεπτικότητα ενώ, ταυτόχρονα, απαιτεί την προΰπαρξη, στον χρήστη και στον αποδέκτη, ελάχιστων εγκυκλοπαιδικών ερεθισμάτων περί της σύγχρονης τέχνης, ώστε να γίνει κατανοητή. Όταν όμως αυτό συμβεί, περνά το νόημά της αρκετά αποτελεσματικά.

Αατα.

  1. - Μ’ έχει σκίσει κολλητέ, από τη στιγμή που βρήκε εκείνο το σουτιέν στο αμάξι, με χορεύει στο ταψί. Τέλειωσε, το πάνω χέρι το ‘χασα οριστικά. Απορώ γιατί δεν με χωρίζει στην τελική.
    - Για να σε δει να υποφέρεις ρε φίλε. Και για να προλάβει να σε κερατώσει κι αυτή.
    - Χθες ξαφνικά, εκεί που έκοβε ψωμί, σταμάτησε κι άρχισε να χαζεύει τη λάμα του μαχαιριού. Τα χρειάστηκα.
    - Τι της είπες;
    - Τίποτα. Αυτή μου είπε: «Η σχέση μας, μωρό, έχει μπει στην μπλε περίοδό της».
    - Και; Καλό είναι αυτό;
    - Πάλι καλά φίλε. Πάλι καλά που δεν έπιασε Βαν Γκογκ, εκεί κοβόντουσαν και αυτιά…

  2. - Πού είσαι ρε καρντασάκι! Τι κάνεις γαμώ το φελέκι μου, χρόνια και ζαμάνια!
    - Αρραβωνιάστηκα φίλε, γάμος τον Δεκέμβριο, κανόνισε!
    - Εσύ ρε; Που μού 'λεγες «όλες πουτάνες είναι» και τέτοια;
    - Νταξ μωρέ, ήταν η μπλε περίοδός μου τότε, είχα φάει την πίκρα από τον μεγάλο έρωτα της ζωής μου, σκατά στα μούτρα μου…

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ευχαριστώ κατ' αρχήν το Χαλικούτη γι' αυτό το swinging από λήμματα που κάναμε (αντιδάνειο βέβαια το δικό μου προτεινόμενο). Ευχαριστώ και τον Ιησού, ο λόγος του οποίου γίνεται πάντα προσεκτός από τους έχοντες ώτα, όπως και τα θαύματα - λήμματά του.

Λοιπόν, το «κουλτούρα να φύγουμε» είναι ατάκα του Χάρρυ Κλυνν από τον δίσκο «Έθνος Ανάδελφον» το 1985. Ανήκε σε μια σειρά από νούμερα που σατίριζε την (κατά την γνώμη μου αξιόθαυμαστη) προσπάθεια της αείμνηστης Μελίνας Μερκούρη να αναβαθμίσει την πολιτιστική ζωή της Αθήνας. Πλην ο Χάρρυ Κλυνν σατίρισε ένα σχετικό σύνδρομο υπερκουλτουρίασης που κατείχε τους Έλληνες. Και τις τραγελαφικές καταστάσεις που δημιουργήθηκαν. Λ.χ. η «κυρία»-γκόμενα (στον δίσκο) πάει τον Βασίλη (κύριο χαρρυκλυννικό ήρωα) στο Ηρώδειο, κι αυτός νομίζει πως βρίσκεται σε κέντρο με την Ρίτα (Σακελλαρίου) και τον Γιαννάκη (Πάριο). Ή ο γιος πάει την ηλικιωμένη μάνα του στο Ηρώδειο, κι αυτή κάνει πολύ αστείες ερωτήσεις.

Θα αρχίσω κατ΄ανάγκη απ' το τέλος. Το «κουλτούρα να φύγουμε» είναι το άσμα που κλείνει όλο αυτό το αφιέρωμα στην Μελίνα. Προφανώς, το λογοπαίγνιο είναι ανάμεσα στο «κουλτούρα» και το «κατούρα». Αυτό φαίνεται από το σύνολο τετράστιχο, που είναι ως εξής:

«Κουλτούρα να φύγουμε, κουλτούρα να φύγουμε,
και τίναξέ την να πέσει, και η τελευταία σταγών,
κουλτούρα να φύγουμε, κουλτούρα να φύγουμε,
με Μπρεχτ και τσιφτετέλια, θα δικαιωθεί ο αγών!».

Εννοείται ο αγών της Μελίνας Μερκούρη και των Ελλήνων που συντονίστηκαν με το όραμά της. Οπότε την έκφραση την λέμε, όταν δεν έχουμε καταφέρει να αντέξουμε ένα υπερκουλτουριάρικο έργο, όσα αντισώματα υπερκουλτουρίασης κι αν διαθέτουμε. Λ.χ. βλέπεις τον «Αντρέι Ρουμπλιόφ» του Ταρκόφσκι στην ορίτζιναλ βερσιόν των 4,5 ωρών. Ε, κάποτε μετά την τρίτη ώρα, δεν θα πεις το «κουλτούρα να φύγουμε» και θα σηκωθείς να φύγεις; Η παρομοίωση είναι με το ότι κατουράς πριν κάνεις κάποιο εγχείρημα, ας πούμε κατουράς πριν μπεις στο αυτοκίνητο για να πας κάπου, μια εκδρομή, κτλ.

Στο παράρτημα οι υπόλοιπες λεπτομέρειες.

Με πήγε η Μαριλού να δούμε την τελευταία ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Ε, λοιπόν, ρε πούστη μου, όση ώρα ήθελε ένας αντάρτης να κατέβει από το βουνό στην πραγματικότητα, άλλο τόσο ήθελε και στην ταινία! Τέσσερις ώρες θες να κατέβεις απ' τα Καλάβρυτα; Τόσο έκανε κι ο αντάρτης στην ταινία! Της το πα και της Μαριλούς και τι μου απαντά! «Όχι κάνεις λάθος, στην ταινία θέλει περισσότερο. Είναι η τεχνική της επιβράδυνσης. Αυτό είναι το μεγάλο μυστικό του Αγγελόπουλου που κάνει τις ταινίες του μοναδικές!». Ε, τέλος πάντων, κάπου στην τέταρτη ώρα είπα στην Μαριλού «κουλτούρα να φύγουμε» και την κάναμε για μπουζούκια!

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΧΑΡΡΥΚΛΥΝΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

Το τραγούδι έχει ως εξής:

(Πρώτη στροφή ποπ)

Στο Σχιστό, στο Κερατσίνι,
διευθύνει ο Μαντσίνι,
κι η Γλυφάδα ξεφαντώνει
με Μπεζάρ και Κηλαηδόνη.

(μετά λαϊκά)

Στα Νταμάρια, στην Πεντέλη,
Ντάριο Φο και τσιφτετέλι,
και στο Ρέμα Χαλανδρίου,
οι γυμνόστηθες του Ρίου.

Εσκιμώοι, Εσκιμώοι και Κινέζοι,
Λάπωνες, Λάπωνες και Γιαπωνέζοι.
μωρ' και στου Βά- και στου Βάρβουλα τον λάκκο,
παίζουν Μπρεχτ, παίζουν Μπρεχτ και Μπακαλάκο.

Στο πρώτο μισό δείχνει την παρεξήγηση του Βασίλη με την γκόμενά του. Αυτή του λέει «πάμε να δούμε την »Κάρμεν« (του Μπιζέ), θα είναι και η Μελίνα». Κι αυτός σκέφτεται «δεν μπορεί δυο τραγουδιάρες, Κάρμεν-Μελίνα, καλό μαγαζάκι θα είναι!». Και ρωτάει «έχει η Κάρμεν κανά τραγουδάκι δικό της ή λέει της Ρίτας και του Γιαννάκη κι αυτή;». Μόλις φτάνουν, το Ηρώδειο αρέσει στον Βασίλη και λέει «ωραίο, ρουστίκ με τα κολωνάκια του!». Κι όταν βγάζει την φωνάρα η σοπράνο, λέει ο Βασίλης «Πω πω φωνάρα, κοίτα να δεις, ταλεντάρες και να τραγουδάνε στα νταμάρια! Χαθήκανε ρε παιδί μου τα καλά τα μαγαζά;».

Μετά η σκηνή πάει σε γιο και μάνα του, με την περίφημη ατάκα του την έδοκε του Ορέστη. Και «πω πω τις κάλτσες του έπαιξε ο άνθρωπος. Όταν βγαίνει η πρωταγωνίστρια, η μάνα λέει »πάμε να φύγουμε παιδάκι μου, θα μας φάει η μαϊμού!«. Ο γιος στην αρχή διαμαρτύρεται: »Ποια μαϊμού ρε μάνα, η πρωταγωνίστρια είναι!«. Αλλά μετά συναινεί με το »'ντάξει ρε μάνα, κουλτούρα να φύγουμε, άμα λάχει ναούμ« μετά το οποίο αρχίζει το ομώνυμο άσμα, όπερ παραπάνω!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία