Από το αγγλικό «perky». Είναι ένα ορισμένο είδος βυζιού, πολύ καθώς πρέπει!

  1. Το βυζί που αψηφά τους νόμους του Νεύτωνα, το στητό, σφριγηλό, ανωφερές, αθλητικό βυζί.

  2. Το βυζί με ερεθισμένες ρώγες. Το βυζί που οι ρώγες του φαίνονται μέσα από την μπλούζα, φόρεμα, μπλουζάκι.

  3. Πλαστική προσομοίωση ερεθισμένης ρώγας. Το επισυνάπτουν μερικές γυναίκες στο βυζί τους, για να προσελκύσουν άντρες, αλλά τελικά προσελκύουν άντρες- μωρά. Το έπαθε κι η Samantha στο Sex & the City, που τελικά προσείλκυσε έναν κακομαθημένο μαμούχαλο.

-Θέλεις να πεις ότι δεν είναι πέρκια αυτά που φαίνονται στο μπλουζάκι του Λίλιαν;
-Όχι! Είναι φυσικά τα πέρκια του! Γι' αυτό έχουν τρελαθεί όλοι οι Σλάνγκοι. Η κοπέλα κατάγεται από τα Βυζάκια της μαρτυρικής μεγαλονήσου, τι λέμε τώρα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπάρχουν δυο ιδιότητες που κεντρίζουν την ανδρική γενετήσια ορμή: αφενός η απόλυτη και αφοπλιστική αθωότητα και αφεδύο η ερωτική επιδεξιότητα που μόνο η πολυετής εμπειρία μπορεί να φέρει στο κρεβάτι (ή στο τραπέζι).

Δεδομένου ότι οι ιδιότητες αυτές είναι συνήθως αμοιβαία ασύμβατες, κάθε εχέφρων άνδρας λιμπίζεται διακαώς τόσο τα αθώα και πιπινώδη παστάκια («αχ είναι τόσο χαριτωμένο! Να του βάλω μια ροζ κορδέλα; Αν το τραβήξω έτσι κάνει γκελ;») όσο και τα μιλφέιγ, τις ώριμες δηλαδή και μεστές μαμάδες τους (τις σαραντάρες που ισούνται με δύο εικοσάρες, πράγμα που προκύπτει και μαθηματικά).

Το λήμμα παραπέμπει μεν στην βασίλισσα της πάστας, το γαλλικό mille-feuille, αποτελεί όμως Ελληνική απόδοση του M.I.L.F. (εκ του «Mother I’d Like to Fuck»), ήτοι της «ώριμης και μεστής μαμάκας της οποίας τα μάτια, δοθείσης της ευκαιρίας, θα πετούσαμε έξω σε ένα νανοδευτερόλεπτο».

Βλ. επίσης μιλφού.

- Μάνα είναι μόνο μία...
- Τι λες ρε νταλάρα, ο κόσμος είναι γεμάτος από mammas που θα ήθελα να κάνω mia! Πάρε την Δέσποινα: είναι γαμώ τα μιλφέιγ, έχει γράψει πολλά χιλιόμετρα η τύπισσα!
- Έχει δε και μια κορούλα, την μικρή Έθελ, που είναι σκέτο παστάκι! Δικέ μου, οι προοπτικές για χοντρό παιχνίδι αυξάνονται εκθετικά!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η σκούρα συνήθως περιοχή γύρω από την ρώγα και στα δύο φύλα. Ονομάστηκε έτσι επειδή περιβάλλει το κέντρο του βυζιού. Σε ξανθές γυναίκες είναι ροζουλί.

Έφαγα μια ήττα χτές με την Λωλότα... Της βγάζω το σουτιέν και πριν αρχίσω το γλυφοβύζι σταματάω. Είχε τρίχες στο γυροβύζιον της...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το αγγλικό fuck και με γαλλική προφορά, είναι μια φράση που χρησιμοποιείται συχνά από άντρες στην θέα μιας γυνής που δεν θα τους χάλαγε να πηδήξουν.

Είναι δυο φίλοι σ' ένα πάρτι και ξαφνικά σκάει τύπισσα, ούτε πανέμορφη, αλλά ούτε άσχημη... Ο πρώτος σκουντάει τον διπλανό του δείχνοντας διακριτικά το θηλυκό... Και ο δεύτερος απαντάει...
- Μμμ!... Fuckable...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η εμφάνιση και η αύρα μου φέρνουν σε μπουτς.

Ακόμα πιο σλανγκ όταν εκφέρεται ως ουσιαστικό.

Πάσα: assthorn

Αδερφοφέρνω: - Θα δε γαμήσω, μωρή αντρουτσοφέρνω!

Μπουτσοφέρνω: - Στα δώδεκά μου, μωρή συκοφέρνω!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ελπίζω να καλύπτω ένα κενό στην περιγραφή της φαινομενολογίας / ανθρωπολογίας της καθημερινής ζωής με αυτήν την λεξιπλασία (ή μήπως είναι νεολογισμός;).

Μπιρκενστόκος είναι ο άρρην θιασώτης των σανδαλιών Birkenstock που έχουν μια μακρά αλλά όχι και τόσο ενδιαφέρουσα ιστορία (αν εξαιρέσεις ίσως την ιδέα του Konrad Birkenstock, εγγονού του ιδρυτή της δυναστείας, που έφτιαξε το πρώτο σανδάλι που μιμούνταν τη δομή και τις γραμμές ενός υγιούς ποδιού - εκεί δίνω ένα σπεκ).

Ωστόσο ο μπιρκενστόκος είναι κάτι παραπάνω από ένας προσεκτικός ως προς την κυκλοφορία των κάτω άκρων του ανθρωπότυπος. Έχοντας εκλεκτικές συγγένειες με τον διχάλα 1-4 (λήμμα που οφείλετε να συμβουλευτείτε), ο μοδάτος αυτός στόκος προτιμά το δημοφιλέστατο στις γυναίκες μοντέλο Gizeh, που ανήκει στην εύγλωττη κατηγορία thong sandals, το οποίο - στις γυναίκες επιμένω - μετά το πρώτο ξένισμα που μας προκάλεσε, άρχισε να εκλύει τις ποδολατρικές τους φερομόνες φορεμένο κατά συρροή από μικρά ποδολογικά κομψοτεχνήματα.

Στους άντρες όμως; Δεν μιλάμε φυσικά εδώ για τους ασπροκάλτσες, αλλά για τους φορώντες τα συγκεκριμένα σανδάλια (ή τα «αντρικά» Medina) που ανήκουν σε μια ή και στις 2 παρακάτω κατηγορίες:

α) περιποιημένους ή απεριποιήτους ακομπλεξάριστους στρέι σύγχρονους καλλιτεχνο-ηθοποιούς Σπανιώληδο-υγιεινιστές που αγαπούν τόσο πολύ τον εαυτό τους
β) αδερφάρες που μπορούν να φορούν ακόμα και τα εντελώς κλατσαρέ Madrid.

Και όλ' αυτά γεννούν αβίαστα το ερώτημα: αξίζει για ένα κράξιμο να κάνει κανείς μια όχι και τόσο επιτυχημένη λεξιπλασία με τη μάλλον μη κατάλληλη αλλά λογοπαιχτικά πρόσφορη λέξη στόκος; Και να ακούγεσαι και σε μερικά σημεία του παραπάνω κειμένου ως fashion-gestapo;

- Τι φοράει ο τύπος...
- Birkenstokος είναι....
- Δε λέω για τα σανδάλια, για τη μαύρη παντελόνα λέω...

gizeh (από xalikoutis, 26/05/09)medina (από xalikoutis, 26/05/09)madrid (από xalikoutis, 26/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για την απόλυτη ονείρωξη κάθε πιτσιρικά μιλφιάδη: το τουμπανιζέ αιλουροειδές μιλφίδιο που μπεμπεκίζει λολιτοπρεπώς προκειμένου να αιχμαλωτίσει και να κατασπαράξει τα τρυφερά του θηράματα.

Σε αντίθεση με την κοινή μιλφάρα που θέλεις να γαμήσεις, η κουγκαρομπεμπέκα είναι ένα υψηλών οκτανίωνε πουροπίπινο, μια οδοντοφόρος τεκνατζού γεροντομπεμπέκα που θέλει να ξεσκίσει εσένα. Αρκεί να έχεις ακόμα καβλόσπυρα.

Λεξιπλασία τον Khan, βλ. σχόλια στο λήμμαν κούγκαρ.

1.
- Βλ. και την πορτ-μαντό λέξη κουγκαρήν (cougareen), υβριδικό αιλουροειδές εκ των cougar και teen, ήτοι η κουγκαρομπεμπέκα, που, ενώ βασικά είναι κούγκαρ, μπεμπεδίζει, συμπεριφέρεται σαν λολίτα, κάνει εφηβικά νάζια κ.ο.κ.

2.
- (η κουγκαρομπεμπέκα) Φαινομενικά συνδυάζει τις δύο αμοιβαία αποκλειόμενες γυναοκείες ιδιότητες που οδηγούν την ανδρική λίμπιντο, την αθωότητα και την εμπειρία. Βλ. και κουγκαρομπεμπέκα.

Κουγκαρομπεμπέκα εν δράσει με μιλφιάδη. (από Khan, 07/10/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η πληθωρική γυναίκα, η προικισμένη από τη φύση, η γυναίκα που έχει «πλούσια τα ελέη». Παραπέμπει στο ξενικό (αργκό) boob -εξ'ου και boob-ou (βλέπε επίσης και μπουμπόνια ελληνιστί).

- Κοίτα μια μπουμπού!!
- Πω!!!! Κάβλωσα!!!

(από greeklover, 12/04/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο έχων ατημέλητη κόμη, ο μαλλιάς.

Προέρχεται από τους Beatles και το πρωτοποριακό και ανατρεπτικό για την εποχή τους κούρεμα.

Καλά παιδί μου, πόσο καιρό έχεις να κουρευτείς; Σαν μπητλής έχεις γίνει.

(από Khan, 04/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υποτιμητικό επίθετο για γυναίκα. Πιθανόν προέρχεται από τη φράση «στάχτη και μπούρμπερη» συνδυασμένο ηχητικά με την μάρκα ρούχων Burberry.

Αναφέρεται σε γυναίκες που προσπαθούν να ντυθούν επιδεικτικά με μάρκες (ενίοτε και faux), χωρίς το ντύσιμο να συνάδει με τον πολιτισμό τους, την συμπεριφορά τους και συχνότατα την βαριά προφορά τους.

- Για δες τη βλαχομπούρμπερη την Μαρία, σαν την λατέρνα ντύθηκε πάλι και μας μοστράρει τα φιρμάτα...

- Η Καίτη η βλαχομπούρμπερη, πάει στην λαϊκή να ψωνίσει κολοκυθάκια με την καρό καπαρντίνα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία