Η λέξη “ρεπατζού” (απο το ρεπό, γαλλικό repos) δηλώνει την πόρνη που δουλεύει εκτάκτως, στο μπορντελάκι τις μέρες της αδιαθεσίας της πόρνης- οικοδέσπινας, ώστε να μη κλείσει το μαγαζί. Η ρεπατζού καλύπτει τον εργάσιμο της χρόνο συνεργαζόμενη με πεντέξι συναδέρφισές της. Φυσικά η ρεπατζού δεν έχει δικό της στέκι. Η λέξη ρεπατζού προέρχεται απο την ειδική φτωχή αργκό των πορνών.
(Ηλίας Πετρόπουλος, “Το Μπουρδέλο” Εκδόσεις Γράμματα, 1980, σελ 89)
- Για τν ακρίβεια μπουρείς να πεις ότι είμαστε καλντεριμτζού, χαμούρα, βιζιτού, τ’ δρόμου, φακλανιαζμέν’, καραπτανάρα, πτανομστουρεμέν’, δηλουμέν’, πρόστυχ’, πτανοθήκα, πομπεμέν’, κούρβα, δημόσια, φτωχοπτανί, ρεπατζού κι τα ρέστα γαζουζούδες. (εδώ)