Επιπλέον ετικέτες

Είναι η λέξη χωριό στην κυπριακή διάλεκτο.

— Τάκη πού πας σήμερα;
— Πάω χωρκόν οικογενειακώς!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάτσε γάρε ψόφα είναι μια φράση από την κυπριακή διάλεκτο που δηλώνει ανυπομονησία και ταυτοχρόνως θυμό.

Μετάφραση στα ελληνικά: κάθισε γάιδαρε να πεθάνεις... Κάπως έτσι είναι.

— Μάρκο πότε θα βγει η νέα ταινία Toy Story;
— Το 2011 ρε συ...
Κάτσε γάρε ψόφα δλδ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συναντάται και στις στρατιωτικές μονάδες της ΕΛΔΥΚ στην Κύπρο και έχει την ίδια σημασία με το ποντίκι, ποντικαρά, κλπ, του νέου δηλαδή, που τον τρέχουν παλιοί και καραβανάδες.

Συχνά πέφτουνε και κεράσματα φρέσκου καρότου όταν υποδέχονται οι παλιοί τους νιούφηδες, τοποθετώντας το καρότο στο κρεβάτι του.

  1. - Τι κοιτάς ρε κουνέλι; Όπως είσαι...μια σκέτη φράπα με πολλά παγάκια... έφυγες....

  2. - Γερμανικό σκοπέτο, κουνελάκι; Δεν πιστεύω να χαλιέσαι;

(από Vrastaman, 27/10/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ὁ ὀκνός, ὀκνηρός, βραδύς, τεμπέλης, στὰ κυπριακά.

Ὀκνός > ὀκουνός > κουνός > κούννος. Ἡ σταδιακὴ μεταλλαγὴ ἀρχίζει μὲ τὴν προσθήκη βραχέος, εὐφωνικοῦ -ου-, γιὰ νὰ χωρισθοῦν τὰ δύο ἄφωνα σύμφωνα. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα τὸ παίρνει ὁ διάολος: Ὁ διπλασιασμὸς τοῦ ν γίνεται προκειμένου νὰ διατηρηθῇ ἡ βραχύτης τοῦ -ου-, μετὰ τὸν ἀναβιβασμὸ τοῦ τόνου.

Ἡ ἀρχικὴ ἑλληνικὴ ἑτυμολογία εἶναι ἀπὸ τὸ ὄκνος, ποὺ σημαίνει φόβος δειλία, δισταγμός, ἀπροθυμία, ἐνδοιασμός, καὶ κατ' ἐπέκτασιν βραδύτης ἀπὸ δειλία, ἀναποφασιστικότητα ἢ σωματικὴ κόπωσι. Ἡ περαιτέρω ἐτυμολόγησις εἶναι σκοτεινή.

(Διάλογος)
- Ἔντζε σούζεις chὲ σὺ λῆον τὸν κόλλον σου, ρέ Ἀchιλλέα;
- Ἄφησ' τον, μ' ἐένν τοῦ μιλλεῖς, ἐν κούννος τέλλεια, ρέ κουμπάρε!

Τουτέστιν:
- Δὲν κουνᾶς καὶ σὺ λίγο τὸν κῶλο σου, ρὲ Ἀχιλλέα;
- Ἄστονε, μήν τοῦ μιλᾶς, εἶναι τελείως ὀκνηρός, ρὲ κουμπάρε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στο Κυπριακό ιδίωμα, το επίρρημα έτσι χρησιμοποιείται ατύπως και ως δεικτική αντωνυμία. Για μα μη μακρηγορούμε, δείτε τα παραδείγματα.

- Το λοιπον τουτο το χαλλογουιν εξεσαλωσα. Εφηα που εσσω 4 το δειλις τζιαι εστραφηκα η ωρα 9 το πρωι της κυριακης. Ως της 8:30 ημουν σε κλαπ....αγαπω την μαγικη πολη...εν καταλαβουν που ωρες. Που εφκηκα εξω στραβωθηκα που το ηλιο. Εννα μου πειτε χαρας το πραμα. Ελα ομως που στην κοπροπολη τζιαι γενικα στην αμερικη ετσι πραματα εν γινουνται. Τα κλαπ η ωρα δκυο κλειουν αλλου. Τελος παντω το κυριο παρτυ που επεια ηταν γκευ για να μαζεψουν λεφτα για τζεινους με το Ειτς. Στις 12:30 ειχασιν σιοου. Οι χορευτες εν εθολοντες που το καμνουν για να βοηθησουν...
(δαμέ)

- Νομιζω ουλλοι μας ειχαμε ετσι τραυματικες εμπειριες στον οδοντιατρο.
(τσειαμέ)

- Οι δρομοι αδειοι, ησυχοι.. Τζινο που μου αρεσε εν οτι με οσους εμειναν Λευκωσια ετσι μερες τζιαι εν επιαν πουποτε εshεις μια διαφορετικη επαφη.
(δαχαμέ)

- Η Μαρίνα δέρνει κόσμο;;; ΠΟΤΕ!! Όποιος είπε έτσι πράμα φέρτε μου τον δαμέ να του την δώσω μεσ' το στόμα!!
(τσειαχαμέ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στὴν Κυπριακὴ διάλεκτο σημαίνει τὸ ἀντίστοιχο τῆς Κρητικῆς μαντινάδας, δηλαδὴ ἔξυπνα λυρικά, σκωπτικά, ἐγκωμιαστικά, ἀκόμη καὶ πατριωτικὰ δίστιχα ἢ τετράστιχα, τὰ ὁποῖα συντίθενται «ἐκ τοῦ προχείρου» σὲ παρέες, οἰνο-ρακο-τσικουδοποσίες, γάμους καὶ ἐν γένει χαρούμενες κοινωνικὲς ἐκδηλώσεις.

Παρ' ὅτι συντίθενται ἐκ τοῦ προχείρου, ὁ συνθέτης δὲν ἔχει τὴν μορφὴν τοῦ χοίρου, τοὐλάχιστον ἐκ τοῦ λόγου αὐτοῦ, εἰδικῶς.

Ἡ ἀπόδοσις τῆς προφορᾶς θὰ ἔμοιαζε περίπου ὡς «τchαττιστά».

Ἡ κυριολεκτικὴ σημασία σὲ κοινὰ νεοελληνικὰ (τοῦ ἐπικρατήσαντος Πελοποννησιακοῦ ἰδιώματος) εἶναι ταιριαστά, αὐτὰ δηλαδὴ ποὺ δημιουργοῦν ὁμοιοκαταληξία.

Λέει ὁ νέος:

— Ἔεεεεε, ἐννάρττω τὸ πουρνὸ ποτschεῖ
νὰ σὲ ποchιαιρετήσω...

Καὶ ἀπαντᾷ ἡ καύκαν του (γκόμινα):

— Ἔεεεεε, μονάχαν ἡ καρκιά μου ἐμέν' ξέρ' ἴνταλως νὰ ζήσω!!!

(από aias.ath, 03/12/09)Χότζα μου, (τ)ο Πουτίν (από aias.ath, 04/12/09)(Τ)ο Πουτίν ψαρεύτchει... (από aias.ath, 04/12/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από δύο τραγούδια - ύμνους στους Τυπικούς Κύπριους του Andy Ahana στο YouTube.

Σε σύντομο χρονικό διάστημα, η έκφραση ξεπέρασε τον ψηφιακό κόσμο και τέθηκε σε καθημερινή χρήση, ως το τοπικό συνώνυμο του κλασσικού μαλάκα Έλληνα ή Ελληνάρα.

Τείνει δε να αντικαταστήσει τον παραδοσιακό χαρακτηρισμό Ττοππουζοκυπραιος.

  1. Αν νιώθεις θιγμένη επειδή κάποιος έφκαλε τραγούδι που μιλά για τις typical Κυπραίες μάλλον εν επειδή είσαι typical Κυπραία που φορείς τακούνια με κολάν τζαι κολάν με κοντό παντελόνι (άμεση αναφορά στο βίντεο Typical Kyprea από blog)

  2. Η κοινωνία μας καίγεται και ο «Typical Κυπραίος» ψήνει σούβλα (χρήση σε blog χωρίς άμεσο συσχετισμό με το βίντεο)

  3. Είσαι τέλλεια ττύπικαλ κυπραίος ρε μαλάκα! Χώρε ίνταλως εππάρκαρες! (σε καθημερινό λόγο)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μούχτι (मुक्ता) στα Σανσκριτικά αποκαλείται η απελευθέρωση των αισθήσεων από τα δεσμά του νου και άλλα κόλπα ζόρικα που κάνουν στην Ινδία.

Η ταντρική αυτή έννοια προφάνουσλυ υιοθετήθηκε από τα Ελληνιστικά βασίλεια της ανατολής και μοιραίως μεταλαμπαδεύτηκε στην Μακεδονία όπου χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα, εκφράζοντας όμως άλλες ατραπούς εσωτερικής καθοδήγησης, αυτογνωσίας και βιοενεργειακών τσάκρα:

  • Τα κάνω μούχτι χρησιμοποιείται και με την έννοια τα μπέρδεψα, έχασα τον λογαριασμό. Ωσεκτουτού μούχτης αποκαλείται όποιος ανακατεύεται, βάζει ζιζάνια, και ταλιμπάν (αδημοσίευτη επιστολή ΡΤΠ).
  • Τα κάνω μούχτι είναι επίσης ισοδύναμο του τα κάνω γαργάρα (ΡΤΠ, Op. cit.).
  • Κάνω μούχτι σημαίνει και τσουρνεύω, όπως επισημαίνει ο xalikoutis εδώ.
  • Πέφτω στο μούχτι εκφέρεται με την έννοια υου πέφτω με τα μούτρα στο φαΐ κατά GATZMAN (εδώ) αλλά και του μπουχτίζω κατά Livepedia.
  • Είμαι στο μούχτι υποδηλώνει ότι είμαι στη γύρα, είμαι στην πίεση. Ο HODJAS προτείνει υπέροχη παραετυμολογία εκ του μόχθου, εδώ.
  • Το μούχτι ενίοτε μπερδεύεται εσφαλμένα με το (αρβανίτικο) μούτι, δηλαδή τα σκατά (ΡΤΠ, Ω. ψιτ.).
  • Στην μαρτυριάρικη, τέλος, μεγαλόνησο το μούχτιν περιγράφει την λύτρωση της κτήσης από τα δεσμά του αντιτίμου, τουτέστιν το τζαμπέισον.

Βλ. επίσης μούχτι μούχτι.

- Κουφάλα Ασλαμά, το κλαρινέτο του Ηρακλή στην Ξάνθη το ‘κανες μούχτι. Με τον ΠΑΟΚ ασχολείσαι παλιολινάτσα.
(εδώ)

- Όποιος πιστεύει ότι ο βάζελος θα πάρει το μαστραπά φέτος κατόπιν πλάνο και βάσει σχεδίου να με το πει και μένα όλα είναι στο μούχτι, μόνο άμα χαλάσεις κάνα κάρο κάρο φταλέ και χεις από πίσω συσπειρωμένο - όχι πρόβατο - λαό ώστε να τη σακουλευτείτο κατεστημένο μπορείς να σπάσεις το απόστημα.
(εδώ)

-Ποιό μεγάλο μυαλό είχε την ιδέα της μετοχοποίησης των 2,2 εκατ. γιούρο του Mυτιληναίου; Kαι γιατί όλα έγιναν στο... μούχτι μέχρι που τους... ανακάλυψαν;
(εδώ)

- Έπεσε με τα μούτρα στο μούχτι και τον ξεζούμισε η Περμανθούλα. Άντε τώρα και πότε θα συνέλθει....Σερσέ λα Φάμ (εδώ)

- «Μούχτι φακκιν ώστι να πεθάνω» σκέφτεται που μέσα του. «Μούχτι γαμήσι μια ζωή πελλέ μου!
(δαμέ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυπριακή σλανγκ που εκφέρεται όταν ο συνομιλητής μας λέγει το προφανές έχοντας την εντύπωση ότι προέβη σε κάποιο κοσμοϊστορικό breakthrough.

Το δε εξαίσιο έδεσμα ονόματι «ταχινόπιτα» θεωρείται των ων ουκ άνευ στη Κυπριακή ζαχαροπλαστική, εξ ου και η χρήση της τοιουτοτρόπως.

Η ανακάλυψη της ταχινόπιτας...

Τελικά οι περισπούδαστοι ερευνητές του Δημοκρατικού Συναγερμού, μαζί με τους υπόλοιπους βουλευτές της Επιτροπής Ελέγχου της Βουλής, ανακάλυψαν μετά από σοβαρές και εμπεριστατωμένες έρευνες έξι (6) χρόνων την ταχινόπιτα!

Ο εκπρόσωπός τους, μέλος της ομάδας έρευνας, ο κ. Γιώργος Γεωργίου, βουλευτής Αμμοχώστου του Δημοκρατικού Συναγερμού, με στόμφο και φουσκωμένος σαν παγώνι από περηφάνια για τη μεγάλη τους ανακάλυψη, μας ανακοίνωσε από τα τηλεοπτικά παράθυρα πως «πληρώσαμε πάνω από 32 εκατομμύρια ευρώ για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στους Τουρκοκυπρίους από την ημέρα που άνοιξαν τα οδοφράγματα και πως τελικά έχουμε καταντήσει εμείς οι Έλληνες κάτοικοι της Κύπρου να είμαστε υποτελείς στους Τούρκους»!

[από εφημερίδα]

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ρήμα της Κυπριακής Ελληνικής που ενδέχεται να ακουστεί σε συναναστροφές με Κύπριους φοιτητές ανά το παγκόσμιο. Το ρήμα περικλείει διάφορες συνειδητές αλλαγές στον τρόπο ομιλίας οι οποίες θα αναλυθούν αμέσως μετά το σύντομο ετυμολογικό διάλειμμα.

Το ρήμα προέρχεται από τον χαρακτηρισμό «καλαμαράς» που στην καθομιλουμένη κυπριακή σημαίνει Έλληνας της Ελλάδας, σε αντιδιαστολή με τον ελληνόφωνο πληθυσμό της Κύπρου.

Όταν κάποιος (κύπριος) καλαμαρίζει, σημαίνει ότι (συνήθως) συνειδητά προβαίνει σε αλλαγές στο λεξιλόγιο, την σύνταξη και την φωνολογία ώστε να μοιάζει με την Κοινή Νέα Ελληνική. Πρόκειται για φαινόμενο μαζικής υπερδιόρθωσης (hypercorrection)

Ο όρος έχει υποτιμητική χροιά αλλά το φαινόμενο καθεαυτό γίνεται όλο και πιο αποδεκτό καθώς παρατηρείται σύγκλιση των κυπριακών διαλέκτων σε μια κοινή Κυπριακή που αποτελεί μείγμα χαρακτηριστικών της κυπριακής διαλέκτου και της κοινής Ελληνικής.

Οι Αλλαγές:

Α. Φωνολογικά

  • Στα κυπριακά ιδιώματα επιβιώνουν τα διπλά σύμφωνα των αρχαίων (πχ άλλος: /'alːos/ αντί /'alos/) αλλά αναπτύσσονται και σε άλλες θέσεις που δεν υπήρχαν αρχικά (πχ σκύλος: /'ʃilːos/ αντί /'/'scilos/). Όταν κάποιος καλαμαρίζει, δεν προφέρει τα διπλά σύμφωνα.
  • Στα κυπριακά ιδιώματα διατηρείται και η προφορά των δασέων [pʰ], [tʰ] και [kʰ], τα οποία σε αρκετές περιπτώσεις έχουν και λεξιλογική σημασία (πχ κούπα (δοχείο) /kupʰa/ VS κούπα (έδεσμα) /kupa/). Και αυτά είναι πιθανόν να απουσιάσουν από το λόγο κάποιου που καλαμαρίζει.
  • Στο κυπριακό ιδίωμα παρατηρούνται τα σύμφωνα [ʃ], [ʧ] (και τα μακρά/δασέα/ηχηρά variants τους) που υποκαθιστούν τα [ç] και [c] σε συγκεκριμένα φωνητικά περιβάλλοντα. Και πάλι, αυτά τα σύμφωνα θα αποφευχθούν από αυτόν που καλαμαρίζει. Μερικές λέξεις όπως ο σύνδεσμος «και» /ʧe/ (αν είναι ήχηρο: /ʤe/) αντιστέκονται στον τύπο της Κοινής /ce/.
  • Αντιστροφή της αποσιώπησης των β, δ, γ, πχ η κατάληξη ουσιαστικόν -ούδιν προφέρεται συνήθως -ούιν. Κάποιος που καλαμαρίζει όχι μόνο θα προφέρει αυτά τα σύμφωνα, αλλά θα τα προφέρει και σε θέσεις που δεν υπήρχαν αρχικά.

    O γράφων δεν έχει παρατηρήσει άλλα φωνολογικά χαρακτηριστικά της κυπριακής να διορθώνονται από τους καλαμαρίζοντες.

Β. Μορφολογία/Σύνταξη

Στην Κύπρο η κυπριακή γραμματική και η γραμματική της Κοινής βρίσκονται σε σύγκρουση. Διάφορα κλιτά μέρη του λόγου σχηματίζονται διαφορετικά.

  • Το ρήμα «είναι» στα κυπριακά κλίνεται ως: είμαι, είσαι, ΈΝΙ/ΕΝ, είμαστεΝ, είσαστεΝ/είσαστΙΝ, ΈΝΙ/ΕΝ. Ο καλαμαρίζοντας πιθανόν να αντικαταστήσει το ένι με το είναι σε μια καθόλα κυπριακή πρόταση προκαλώντας μια awkward κατάσταση.
  • Οι προσωπικές αντωνυμίες είναι: εγιώ/εγιώνι /e'ʝo/ /~ni/, εσού, τζείνος/η/ο /'ʧinos/ /~i/ /~o/, εμείς, εσείς, τζείνοι/ες/οι. Όπως και πιο πάνω.
  • Οι καταλήξεις των ρημάτων -ούμεν(τε), -όννετε για α' και β' πληθυντικού αντικαθίστανται από αυτές της κοινής.
  • Περιφραστικοί χρόνοι. Παρόλο που αποφεύγονται στην Κυπριακή, οι καλαμαρίζοντες τείνουν να τους χρησιμοποιούν, ωστόσο σχηματίζονται διαφορετικά: Κυπριακή | Ελληνική | Καλαμαρισμός Είπα της |Της είχα πει| Είχα της πει. <- παρατηρείστε ότι το «της» αντιστέκεται και παραμένει μετά το κυρίως ρήμα αντί να πάει μπροστά από αυτό.

    Παρατηρείται και υπερδιόρθωση άλλων δομών σύνταξης για τις οποίες ο γράφων επιφυλάσσεται να γράψει αφού μελετήσει εις βάθος.

Γ. Λεξιλογικά

Απάνθισμα Κυπριακών λημματουθκιών.

Αρκετές λέξεις στο πιο πάνω λινκ είναι απαρχαιωμένες και δεν χρησιμοποιούνται πλέον, άλλες χρησιμοποιούνται καθημερινά και αρκετές από αυτές θεωρούνται μιάσματα από τους καλαμαριστές.

Ο Κύπριος που χρησιμοποιεί αδιάκριτα την κοινή γλώσσα λέγεται ότι «ελληνικουρίζει» ή «καλαμαρίζει». http://greeksurnames.blogspot.com/2010/06/blog-post.html

(από perkins, 23/06/10)(από perkins, 23/06/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία