Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Η ελίτ των χορτοκαπνιστών, ευλογημένοι γαρ από τον ίδιον τον (κατά jamaicaνών) Θεό. Τα άτομα αυτά παρουσιάζουν αφύσικη αντοχή στην κάνναβη, καθώς και ειλικρινή αφοσίωση που θα ζήλευε και μαραθωνοδρόμος. Χαρακτηρίζονται από ήπιο χαρακτήρα, έξω καρδία και κόκκινα μάτια. Jah Blessed δεν σε κάνει αποκλειστικά η μεγάλη κατανάλωση, αλλά μάλλον η αναγωγή της μαστούρας σε αυτοσκοπό και παράγοντα αυτοπραγμάτωσης.

Τα αλάνια από Αμπελό είναι ένας και ένας Jah Blessed, έχουν το χρίσμα.

HIM (από Vrastaman, 15/04/11)(από Jonas, 27/04/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι εκτός του κανονικού αιμοδότη και ο παθιασμένος η άγρια εθισμένος άνθρωπος σε μια συνήθεια. Με τη συνήθεια αυτή πληρώνει σε ορισμένους έμπορους το προς αγορά εμπόρευμα. Τώρα οι έμποροι, αν τον δουν κατά τα λημέρια τους, γελάνε και μεταξύ τους λένε: «Ωπ! Να τονα τον αιμοδότη, έσκασε μύτη».

Αναφέρομαι στο παζάρι (μοναστηράκι), που εκεί το πρωτάκουσα και εννοούν ότι, αφήνοντας χρήματα είναι η αιμοδοσία για τα μαγαζάκια τους.

Αν ο ορισμός παίζει και στα ναρκωτικά δεν το γνωρίζω, μια και δεν το έχω δοκιμάσει το σπορ, εφόσον είναι άκρως εθιστικό και καλα θα κάνουν οι νέοπες να μη δοκιμάζουν και ας λένε παπαγαλάκια για αφορισμούς, δοκιμές και άλλα χαζά. Όσο για τους παλαίοπες, ας κάνουν ότι θέλουν και ας μη διαφημίζουν την συνήθεια τους.

Σκέψεις κάποιου: Αχ ρε γαμώτο, πότε θα έρθει η Κυριακή, να κατέβω στο μοναστηράκι και να βουτήξω στις ευκαιρίες και να αγοράσω οτιδήποτε και ας μη το χρειάζομαι άμεσα που ξέρεις θα το χρειαστώ κάποτε
Σκέψεις κάποιου άλλου: Αχ ρε γαμώτο, ποτέ θα έρθει η Κυριακή, να κατέβω στο μοναστηράκι στο μαγαζί και να πλακώσουν οι αιμοδότες να βγάλουμε κάνα ευρουλάκι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αλβανός + τζούρα.

Αυτός ο οποίος καπνίζει αμφιβόλου ποιότητας/φθηνότερη κάνναβη. Φτηνιάρης, φτωχός, λιτός.

  1. -Σας μυρίζει κάτι;
    -Εκείνοι οι αλβανίτζουρες ντουμάνιασαν μέχρι εδώ.

  2. Μου θέλει και γκόμενα ο αλβανίτζουρας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο εντελώς τελείως αλκοολικός - άντρας ή γυναίκα, ο μπεκρής, η μπέκρα.

Λέγεται και «αλκόλα».

  1. Μεγάλη αλκοόλα η γυναίκα σου, με δύο ποτηράκια γίνεται ντίρλα, ούτε ξέρει πού βρίσκεται...

  2. Τον πάω τον Τάκη, μεγάλη αλκοόλα, κάθε μέρα την ίδια ώρα, που ο κόσμος να χαλάει, είναι στο μαγαζί και την πίνει.

Tα 5 μπουκάλια της ζωής του ανθρώπου (από allivegp, 15/11/09)Το «Αλκοολίκι», απο Παλαιολόγους. (από vikar, 27/02/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο από παίχτες παιχνιδιών RPG και MMO για να δηλώσει πως οι χαρακτήρες των παιχτών δεν διαθέτουν ικανοποιητικό αριθμό ή και καθόλου μπάφς (αγγλ. buffs), δηλαδή ξόρκια που ενισχύουν άμυνα, επίθεση, μαγική ενέργεια κλπ, για να μπορούν να νικήσουν ένα δυνατό τέρας, μία ομάδα τεράτων ή μία αντίπαλη ομάδα παιχτών.

  2. Αυτός που δεν βρίσκεται (ακόμα) υπό την επήρεια χασίς, γνωστό και ως μπάφο, με αποτέλεσμα να μην διαθέτει την ίδια καλή διάθεση (ή να μην την έχει ακούσει ακόμα) όπως οι υπόλοιποι, που είναι ήδη μπαφαρισμένοι.

  1. Και στις γκόμενες έτσι λες όταν γελάνε; Κάτσε να φέρω τον μεγάλο μου με full buffs; Είσαι μικρός και αμπαφάριστος; εε; (Από εδώ)

  2. Εγω σαν hunter εχω γυρω στα 130 fr αμπαφαριστος και πινω 1 μονο fr potion.Τωρα οταν βγαινουν τα sons,σταματαμε ολοι το dps στον ragn, τα παμε στους warriors και κανουμε assist στον main hunter. (Από εδώ)

  3. - Μας κάλεσε ο Αρτέμης για βραδιά best of ιρανικού κινηματογράφου. - Κουλ, περνάμε μία από Λιβάδι πρώτα γιατί Τεχεράνη και αμπαφάριστος με την καμία...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που δεν έχει πιει. Τόπος διαμονής, αλλά πιθανόν και κατάσταση.

- Τσακώσανε οι μπάτσοι την άκρη μου και έχω μείνει ανέμπαφος εδώ και δύο βδομάδες. Ξέρεις εσύ κανέναν που να δίνει πράμα γκαραντί;
- Ξέρω έναν τύπο που πουλάει ρωσσικό σταφ.
- Ρωσσικό;;; Μη φάμε κάνα πακέτο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην αργκό δηλώνει το άτομο από το οποίο αγοράζει ο χρήστης. Το βαποράκι, κοινώς.

Ωστόσο, χρησιμοποιείται για να δηλώσει και το υπεύθυνο - κατάλληλο πρόσωπο για κάποια κατάσταση.

1) - Τι έγινε; Γιατί άργησες; - Κανείς δεν έγινε.. μας έστησε ο άνθρωπος ...

2) - Μη φύγεις, έρχεται ο άνθρωπος να μας κόψει το εισιτήριο.

Ἴδε ὁ ἄνθρωπος! (από Khan, 05/07/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τρακαδόρος τσιγάρων.

- Αυτός καπνίζει μάρκα «Απόλλων».

Σχετικό: τράκα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

αριστεροφιλελές, αναρχοφιλελές

Εναλλακτικές ταμπέλες για τους φιλελέφτ.

Πρόκειται για συνομοταξία φιλελέδων με αριστερές ανησυχίες (αντικληρικοί, ελευθεριακοί, διεθνιστές, φουντικοί, φίλοι των ΛΟΑΤ) και δεξιές τσέπες (υπέρμαχοι του ελεύθερου ανταγωνισμού και της ιδιωτικής περιουσίας, πολέμιοι του κολεκτιβισμού και σφόδρα αντικρά). Προξενούν αποτροπιασμό σε κάθε συντηρητικό, δεξιό τε και αριστερό.

Αριστεροφιλελέδες ή αναρχοφιλελέδες θα βρείτε εκεί που γαμιένται τα αναρχίδια με τσι βλαχοφιλελέρες.

Libertarian anarchists που λένε και στο χωριό μου.

1.
Δεν ήμουν ποτε ΣΥΡΙΖΑ! Κινούμαι στο χωρο της αριστεροκεντροδεξιάς! Είμαι αυτό που λέμε Αριστεροφιλελές!

2.

Σέβομαι την Ορθόδοξη παράδοση ως συγκροτητική της εθνοκρατικής υπόστασης και με αηδιάζουν οι αριστεροφιλελέ φραστικές χυδαιότητες κατά των ''τραγοπαπάδων'', του ''παπαδαριού'' κλπ.
(από το φουμπού)

3.
Ο αναρχοφιλελές παππούς κυνηγά την κοπέλα-κορμοράνο!

4.
Φιλελευθερισμος ή φορομπηξια εγραφε ενας αναρχοφιλελες σε τοιχο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Πρεζάκιας που τραβάει χαρμάνα, σε κατάσταση στέρησης

  2. Τελειωμένο πρεζόνι.

Προέρχεται από την αρρώστια της πρέζας δηλαδή το σύνδρομο στέρησης και την τάση που έχουν τα ζάκια να τα υποκορίζουν όλα (και να μιλάνε γενικά και με ψιλή φωνή).

Παράγωγο: το ταλαιπωράκι της Αννίτας.

  1. Ο εξαρτημένος γενικότερα (καψούρα, νετ, τζόγος και τέτοια)
  1. - Φιλαράκι μήπως έχεις ένα πεντάευρο; Είμαι δυο μέρες αρρωστάκι!

  2. - Μην ξαναπαρκάρεις Μεταξουργείο. Είναι τίγκα στα αρρωστάκια! Σου σπάνε τζάμι για τα κέρματα που έχεις στο χειρόφρενο!

  3. - Αρρωστάκι ο Τζες με τη Μαρία!
    - Ε φυσικά, αφού τον έχει στο φτύσιμο!

(από Khan, 25/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία