Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Αυτός που κάνει τσαλίμια. Από το τουρκικό çalım που σημαίνει προσποίηση ή επίδειξη. Τον τσαλιμακά προσδιορίζουν και οι δύο αυτές ιδιότητες. Είναι ο κολπατζής, παιχνιδιάρης - λαδοπόντικας και φτηνιάρης τύπος που εποφθαλμιά κάθε είδους αρπαχτή ενώ ταυτόχρονα είναι ψώνιο και ιστορίας - όλο κομπάζει και σε πειράζει. Ο τύπος χρωστάει της Μιχαλούς αλλά κυκλοφορεί με μερτσέντα. Συνήθως βρίσκεται μεταξύ χωριού (εκεί δηλαδή που τον παίρνει να πουλάει φούμαρα) και πόλης (για να το παίζει πετυχημένος-προχώ-πρωτευουσιάνος) , ενώ τις παλιές καλές εποχές τσίμπαγε και κάνα διακοποδάνειο να πάει για καφέ στο Μιλάνο για τη μόστρα.

Το συγκεκριμένο παρατσούκλι θα μπορούσε κάλλιστα να καταλήξει σε επίθετο, εάν δεν υπάρχει ήδη.

-Πάρε ρε τον Γιώργο τον τσαλιμακά να του πεις ότι κατεβαίνουμε χωριό.
-Εδώ είναι ρε, πούλησε σ' έναν αγρότη ένα οικόπεδο που 'ναι μπλεγμένο στα δικαστήρια, πήρε τα λεφτά και τώρα κρύβεται.

τσαλιμακάς

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Αυτός του οποίου η δίαιτα, -με τη διπλή (αρχαία ελληνική) σημασία της διατροφής και του (πολιτικού) τρόπου του βίου-, βασίζεται στο σουβλάκι. Όπως και το σουβλακοφάγος χρησιμοποιείται ως:

  • οιονεί χαρακτηριολογική τυπολογία

Ελληναράς ΜΠΑΛΟΚΡΙΤΙΚΟς σουβλακοβιος. (Εδώ).

  • ως εθνικό τυπολογικό χαρακτηριστικό

Ο πιο Έλληνας είμαι εγώ που είμαι σουβλακόβιος! (Από συζήτηση περί ελληνικής ιδιαιτερότητας στο Μπου).

  • και, ασφαλώς ως παρατσούκλι του Κώστα Καραμανλή (ανηψιού).

Μην ξεχνάμε τη στάση του Γ.Α.Π. τον Απρίλιο του 2009 όταν ο σουβλακοβιος του ζήτησε εθνική συνενόηση γιατί τα είχε σκατώσει κι ο ΓΑΠ απάντησε λεφτά υπάρχουν. (Εδώ).

Αιώνιος σουβλακόβιος

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παρατσούκλι της χούφτας (παλάμη) το οποίο παραπέμπει σε γυναικείο όνομα. Σχήμα λόγου για να χαρακτηρίσουμε την φανταστική γκόμενα του απόλυτου μαλάκα η αγάμητου άντρα.

-Τελικά ο Γιωργάκης βρήκε γκόμενα;
-Ναι γαμάει τη Χουφτάλω κάθε μέρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γηπεδική έκφραση για τον παίχτη που δεν τον υπολογίζει ο προπονήτης του και δεν έχει γενικά συμμετοχή στην ομάδα.

Τι θα γίνει ρε με αυτόν θα παίξει φέτος?
Άστον ρε τον ξεχασμένο δεν υπάρχει στον χάρτη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο καραγκούνης υποτιμητικά στο θεσσαλικό σλανγκ. Ο άξεστος χωρικός από τον κάμπο! Ο άνθρωπος που πέρα από το χωριό του δεν έχει πάει πουθενά.

Πωωω ρε τι καραγκνάς είναι αυτός. Μιλάμε για άνθρωπο των σπηλαίων.

Μηδέν πρόοδος στο χωριό. Τίγκα καραγκνάδες είναι ακόμα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο άστοχος ποδοσφαιριστής .Αυτός που βαράει λες και φοράει τσαρούχια. Ο χασογκόλης.

Ρε τον τσαρούχα! Αυτό το σουτ δεν είναι ούτε για τοπικό, έφυγε η μπάλα εκτός γηπέδου.

Τσαρούχι θρύλος

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λεμούριο λέμε τον τύπο που είναι βραχύσωμος μάγκας και τα ρέστα. Συνήθως είναι αυτός που θα ξεκινήσει ένα καυγά (καθώς δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του) και μετά η θα έρθει μαζί με άλλους λεμούριους η θα εξαφανιστεί!

Κοίτα τον λεμούριο... Δεν κοιτάει που είναι μια σπιθαμή θέλει και μαγκιές το πιθηκάκι!

Ήρθανε δέκα μαζεμένοι σα τους λεμούριους να κάνουνε βαβούρα!

Συμμορία Λεμούριων

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Slangια προπονητική βλέπε Αλέφαντος.Κύριος χιόνης είναι ο τύπος που στέκει ακίνητος σαν χιονάνθρωπος, κοιμάτε όρθιος σε όλες τις περιστάσεις.Ο άσχετος, ο άμπαλος αυτός που δεν έχει ιδέα απο τίποτα.

Μάς έχει πρήξει με τα πολιτικά του ο Μήτσος...Ποιός μώρε ο κύριος χιόνης?Αυτός δεν κάνει για τίποτα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο της λέξης ξυλοδάρτης άλλα με πιο μεγάλη έμφαση.

Ρε μιλάμε για μεγάλο σπασοκοκαλάκια. Δεν μπλέκεις.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που ρίχνει δέκα βαγόνια ξύλο. Ο τύπος που έχει ως hobby το ξύλο.

Ο Νίκος? Άστο μεγάλος ξυλοδάρτης φίλε. Είχε τσακίσει κάποτε 10 μαζεμένους.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία