Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Όταν ο φοσμπά αποδεικνύεται πολύσπορος με αποτέλεσμα στο κάψιμο να αποδίδει μια μυρωδιά καμμένου κρέατος στην πεινασμένη μύτη του πότη. Χαρακτηρίζει νταφού χαμηλής ποιότητας.

-Η φούντα που αγοράσαμε τις προάλλες είναι για τον πούτσο...
-Γιατί ρε τι έγινε;
-Έστριψα ένα μονετάκι ρε φίλε και μπριζόλιασε όλο το δωμάτιο να πουμε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στριφτό τσιγάρο καπνού-κάνναβης ή σκέτης κάνναβης με ένα (μονό) τσιγαρόχαρτο. Η διαφορά του από το μονόφυλλο έγκειται στο ότι υπονοεί και χρησιμοποιείται από συστηματικό μπαφιάρη ο οποίος έχει αντικαταστήσει το κανονικό τσιγάρο με φουντωτό.

Υποκοριστικό: μονετάκι.

- Έλα πάμε ρε να φύγουμε, μας περιμένουν ήδη οι άλλοι στο δρόμο!
- Κάατσε μια να βρω το μονετάκι μου και φύγαμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο κάτοικος του Ορχομενού, λόγω της ενασχόλησής τους με την καλλιέργεια οπωροκηπευτικών.

Πήγε κι έμπλεξε με βλασταρά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε