Επιπλέον ετικέτες

Ο όρος χθεσινό αυγό, ή μ' άλλα λόγια, το σημερινό πουλάκι, που βγήκε χθες από το αυγό του, αναφέρεται απαξιωτικά για κάποιον:

- νεαρό στην ηλικία που, κατά την αντίληψη κάποιου μεγαλύτερου του που εκφέρει την ατάκα, μιλάει, ντύνεται και φέρεται ανάρμοστα για την ηλικία του.

Αυτός που το λέει μπορεί να 'ναι πολύ συντηρητικός άνθρωπος που δεν έχει συμφιλιωθεί με την εποχή του και έχει μείνει σε νόρμες και συνήθειες που έπαιζαν παλιότερα, αρκετά μεγαλύτερος από τον άλλον (δυσκολία κατανόησης λόγω ηλικιακού gap) (βλ. παρ. 1)

- νεότερο, σε ένα κοινωνικό σύνολο ατόμων (εργασιακό χώρο, σύλλογο, κλπ), από αυτόν που εκφέρει τον όρο, όταν κατά τη γνώμη του, ο άλλος δείχνει το... θράσος και έχει την... άνεση στο χώρο. Ωστόσο, ο νεότερος στο σύνολο αυτό, μπορεί να είναι μεγαλύτερος στην ηλικία από αυτόν που εκφέρει την ατάκα και μπορεί να έχει την... εμπειρία. Εντούτοις δεν αποκλείεται αυτός, να είναι και στον κόσμο του.

Αυτός που εκφέρει τον όρο, μπορεί να αποκαλεί τον άλλο, ξεψάρωτο, να του καταλογίζει αυθάδεια, κλπ. Ωστόσο δεν αποκλείεται να τον ζηλεύει όταν τον βλέπει να τεκμηριώνει αυτά που λέει και να τυγχάνει αποδοχής από τους υπόλοιπους. Πολλές φορές πάλι, αυτός που εκφέρει τον όρο μπορεί να ήταν ψαράςκατά την είσοδο του σ' αυτό το σύνολο και να μην ανέχεται ανθρώπους με ελευθερία γνώμης. Για την περίπτωση αυτή, βλ. παρ. 2.

1) Κοίτα πώς ντύθηκε το χθεσινό αυγό. Όλα έξω τα πέταξε.

2) Κοίτα ρε... Έχει τρεις μήνες στη δουλειά το χθεσινό αυγό και το παίζει μέντορας.

(από nick, 30/04/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

H έκφραση δηλώνει την παντελή αδιαφορία τινός σε καταστάσεις οι οποίες απαιτούν υπευθυνότητα, άμεση ανταπόκριση, ή τεσπά μια ενεργητική αντιμετώπιση. Είναι συνώνυμη των ξύνω, ματώνω, εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται, λαμβάνει όμως πιο απαξιωτική χροιά για τον δέκτη, η οποία εξαρτάται κυρίως από το υφάκι του πομπού.

Όπως και να το κάνουμε το να ξύνεις τ' αρχίδια σου σε μια προτροπή είναι πιο αντρουά από το να ασχολείσαι με τον καλλωπισμό της τριχοφυΐας των οπισθίων σου. Συνεπώς ο εκστομίζων τη προκείμενη, στοχεύει εκτός από τον εγωισμό σου, το φιλοτιμό σου κ.τ.λ., εις το να πλήξει τον ανδρισμό σου. Διότι στον καλλωπίζωντα τις κωλότριχες, κουμπώνει (μεταφορικά και κυριολεκτικά ) το κάνε χωρίστρα κι έρχομαι.

Υπάρχει και η περίπτωση να χρησιμοποιείται σκοπίμως, από μερίδα ανδρών:

  • είτε γιατί το ξύσ' τ' αρχίδια σου δεν συνάδει με τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό και προτιμούν τις γκεϊλιτεχνικές εκφράσεις,
  • είτε γιατί θέλουν να αντιστρέψουν - διασκεδάσουν το κλίμα που προσπαθεί να δημιουργήσει ο εκάστοτε σπασαρχίδης. Και, παρ' όλο που την καπότα δεν τη βγάζουν κλάνοντας, δηλώνουν στον συνομιλητή τους ότι, όχι μόνο δεν τους ακούμπησε η ατάκα, αλλά έχουν γραμμένη και την οποιαδήποτε άποψη, αυτός θα σχηματίσει, με τα λεγόμενά τους.

    Η περίπτωση να χρησιμοποιείται απο το γυναικείο φύλο αποκλείεται, ή δεν έχει, τουλάστιχον εις κατάστιχον, επισήμως καταγραφεί.

Με διαφορετική προσέγγιση, η έκφραση χτενίζω κωλότριχες είναι συνώνυμη των παρκάρω πούτσες, βαράω μαλακία στους κουλούς, ξυρίζω αρχίδια και τέλος, γυρνάω μεριά τις ψωλές σε πλάζ γυμνιστών, να μην αρπάξουν. Η τελευταία εργασία (ένσημα βαρέα ανθυγιεινά) με γαντάκι και καλάμι, απαραίτητα αξεσουάρ.

  1. (Μεταξύ φίλων: )
    - Δεν είπαμε να έρθεις στις 03.00 για να προλάβουμε;
    - Δε προλαβαίνουμε;
    - Εμ δεν προλαβαίνουμε. Άμα χτενίζεις τις κωλότριχές σου δυο ώρες, τι να προλάβουμε;

  2. (Στο εργοτάξιο: )
    - Ωχ, έσκασε μύτη ο σπασοκλαμπάνιας
    - Ρε σεις οι δυο εκεί κάτω! Πάλι τις κωλότριχές σας χτενίζετε; Έχουμε δουλειά!

  3. (Στο γκέημπαρ: )
    - Δε μου λες χρυσή μου, έκανες τίποτα το πουτσουκου;
    - Μπα, χτένιζα τις κωλότριχές μου.

  4. (Στο καψιμί: )
    - Ρε στραβάδι πάλι τα ξύνεις; Για έλα εδώ παιδάκι κι ότι έψαχνα αγγαρειομάχο
    - Δε παίζει αμίγκο, μετά το ξύσιμο έχω να χτενίσω τις κωλότριχές μου.
    - Εκδηλώθηκες, μωρή κρυφή!
    - ...

  5. (Στο νοσοκομείο: )
    Ο νοσοκόμος Λιλιάμτης, προετοιμάζει γερόντιο για αφαίρεση αιμορροΐδων κι έχει ξεχάσει την πόρτα του θαλάμου ανοικτή. Διερχόμενος γνωστός του από το στρατό (έχουνε χρόνια να ιδωθούνε), τον ρωτάει:
    - Ε, Λιλιάμτη! Που είσαι αρά χαμένους; Τι φκιάνς;
    - Αρ, δε γλιέπς; Κωλότριχες χτενίζου.

(από BuBis, 08/09/09)άλλος; (από BuBis, 08/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ιδιαιτέρως επιθετικό λήμμα, χρησιμοποιούμενο σε στενό κύκλο ατόμων και σε απόλυτο σύζευξη με το λήμμα, γαμιάρης.

Ψωλιάρης, ο του πέους, ο γου-του-πού γενικώς ή αλλιώς ο ψωλονοιάρης, αυτός που νοιάζεται για ευτελή πράγματα ή αλλιώς και ο σεξουαλικώς εκφυλισμένος ανήρ. Χρησιμοποιείται κατά κόρον για να προσβάλλει και να ευτελίσει τον αποδέκτη του εκάστοτε υβριστή.

Ιδιαιτέρως επίσης προσβλητικό για γυναίκα, η ψωλιάρα, το κατά συρροήν πορνίδιον επ' ευτελών αμοιβών, η εκφυλισμένη γυναίκα που δεν έχει χρόνο να σκεφτεί τίποτε άλλο παρά τα της ψωλικής επιστήμης.

Προτροπή προς τον αναγνώστη-χρήστη: Ίνα τονίσουμε την ύβρη, τονίζουμε πάντα στο γράμμα ψ σαν να ακούγονται 5ψ μαζί προτού της κορύφωσης της λέξεως. Επί παραδείγματι: ΨΨΨΨΨωλιάρα (στην ουσία σαν να ακούγεται πσσσσσωλιάρα), κάνε και συνδυασμούς.

  1. Νααα γαμιααάρη, νααα ψψψψψωλιάρη. (εις αντίπαλό μας που έχουμε νικήσει κατά κράτος, ή που εκείνη τη στιγμή νικάμε, το πόσο θα τονίσουμε το ψ, θα δείξει και το βαθμό της νίκης για εμάς ή του δράματος του αντιπάλου μας).

  2. Αυτή η Κούλα...το πάει το γράμμα. Και λίγα λες για την ψψψωλιάρα.

  3. Τον είδες; Της την έπεφτε έντεχνα. Ναι μωρέ ο παλιοψψωλίαρης, αέρα δεν την άφησε να πάρει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκ του «ψωλή» και «βροντώ», απαντάται και στην ευγενικότερη μορφή «ψιλοβροντώ». Σημαίνει μαλακίζομαι, κυρίως χρησιμοποιείται μεταφορικώς. Ακούγεται κυρίως στο νότιο Αιγαίο περισσότερο στα Δωδεκάνησα.

- Την τελείωσες την εργασία για το εργαστήριο ηλεκτρονικής Αναξίμανδρε;
- Τώρα όπου νά 'ναι θα την αρχίσω, αύριο δεν πρέπει να την παραδώσουμε; Έχω χρόνο.
- Καλά ρε παιδί μου, πέντε μέρες στο λέω κι εσύ ψωλοβροντάς.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το φαντασμένο, ξιπασμένο ανθρωποειδές.

Εκ του ψωνάρα (υπερθετικό του ψώνιου) και του γαμοσλανγκοψευδογαλλοεπιθέματος -ρέ.

- Το παίζω σκυλάκι της, δεν με παίρνει κι αλλιώς. Είναι η πρώτη γκόμενα στα μέρη μας, το ξέρει, μπορώ να σου πω καλύτερη από κάτι σούργελα που βλέπεις στην τηλεόραση. Είναι λίγο ψωναρέ μα δεν με χαλάει καθόλου, μην σου πω ότι με φτιάχνει κιόλας. Αυτό το υφάκι, αφ' υψηλού και υπεράνω, με κάνει να αισθάνομαι ότι όποτε είμαι δίπλα της κάτι γίνεται, κάτι συμβαίνει.*
εδώ

- gt na iste toso psonare oles re pousti; dn iparxi mia p na ine kanoniki oute mia omos...
ekei

- Κινητά των 400 ευρώ κάθε χρόνο ή κάθε 6 μήνες, λογαριασμοί κινητής τριψήφιοι κάθε μήνα. Αλλαγή αυτοκινήτου κάθε 2-3 χρόνια γιατί «συνέφερε περισσότερο» . Σ/Κ σε Ναύπλιο, Αγόριανη, σαλέ, πισινέ, ψωναρέ. 2-4 ΙΧ ανά οικογένεια...
περαπέρα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία