Επιπλέον ετικέτες

Κάποτε λεγόταν έτσι η Καλλιθέα (κατά τον Ηλία Πετρόπουλο τουλάστιχον).

Γενικά, ο όρος χρησιμοποιείται για την υποτίμηση και την υποβίβαση μια πόλης η οποία, απ' όλες τις απόψεις, μας κάνει τη ζωή δύσκολη (λες και η πόλη είναι κάτι μόνο του χωρίς τους κατοίκους, τεσπα).

Λογοπαίγνιο και με την Λιμνούπολη του Ντίσνεϋ.

  1. - Τά 'μαθες; Ο Γιώργος και η Νίκη έφυγαν από Αθήνα, ζούνε τώρα στα Γκράβαρα και καλλιεργούν λαχανάκια.
    - Όχι θα καθόντουσαν στη Σκατούπολη σαν και μας του μαλάκες.

  2. Ποιά Μπουγατσαδούπολη; ΣΚΑΤΟΥΠΟΛΗ πρέπει να λέμε τη Θεσσαλονίκη!
    (από μπλογκ)

Καλλιθιώτισσα τσακίστρα (1940 Γ. Καρίπης - Σ. Παγιουμτζής) (από HODJAS, 10/11/10)(από Δημήτρης Αρναούτης Οικονομάκης, 29/10/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ο ταμπάκης που χρησιμοποιούσε ακαθαρσίες σκύλων (δες) και υβριστικά ο κάτοικος της Άμφισσας που ήταν γνωστή για τα ταμπάκικά της (δες).

Εγώ πάντως ως παιδί πρόλαβα τους σκυλοσκατάδες να μαζεβουν κόπρανα για τα βυρσοδεψεία. Ωραίες εποχές που μας τέλειωσαν όταν όλοι θέλαν να γίνουν σαν την Αθήνα. (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ανόητη παραλλαγή της έκφρασης στου διαόλου τη μάνα και των λοιπών που θα βρείτε στο αντίστοιχο λήμμα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ορίτζιναλ. Η μητέρα όλων των εκφράσεων που προσδιορίζουν κάποιο μέρος που και έτη φωτός μακριά είναι και που κανείς δεν ξέρει πού ακριβώς βρίσκεται - αν και τώρα τελευταία λέγεται ότι ο Μάκης ξέρει...

Στου διαόλου τη μάνα καταλήγουμε διότι

α) κάποιος ανόητος μας έδωσε τη λάθος διεύθυνση
β) ο/η συνοδηγός δεν ξέρει να διαβάζει το χάρτη
γ) κάποιος από την παρέα είχε ιδέα να πάμε σε μια καλή ταβέρνα για την οποίαν του είχαν πει
δ) η αποκέντρωση του κρατικού μηχανισμού σε αυτή την περίπτωση λειτούργησε πέραν πάσης προσδοκίας.

Απαντάται και η ρωσσότροπη εκδοχή «στου διαόλου τη μανίτσκαγια». Όπου, εκτός όλων των άλλων, κάνει και κρύο.

Συνώνυμα: στου διαόλου το κέρατο, στου διαόλου τον πούτσο, στου διαόλου τον κώλο, στου διαόλου το ξεσταύρι

- Ρε πούστη μου, δεν είναι κράτος αυτό ... μια κωλοβεβαίωση για το οικόπεδο ήθελα ... στου διαόλου τη μάνα μ' έστειλαν σ'ένα γραφείο ... και μετά μου λένε πρέπει να την καταθέσω και στο υποθηκοφυλακείο ... τρέχα πάλι, μαλάκα, στου διαόλου τον κώλο ... γαμώτο, δηλαδή

...λίγο ευθεία θα πας, δε θα το χάσεις... (από Jonas, 18/03/09)

Βλ. και αλησμονιά, τέρμα Θεού, αρχές Αλλάχ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ιδιωτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα, απαξιωτικά.

Εκφέρεται με το σκεπτικό (διαδεδομένο κυρίως σε παλαιότερες εποχές) ότι η ιδιωτική εκπαίδευση αφορά πρωτίστως μπούληδες με άι κιου ραδικιού που δεν την παλεύουν σε δημόσια σχολεία ή πανεπιστήμια.

Από το στουρνάρι και το γαμοσλανγκοτέτοιο -άδικο. Βλ. επίσης: κολεγιόπαιδο, μωραϊτόπαιδο, Πανεπιστήμιο του Πούτσεστερ, Πανεπιστήμιο του Μίκυ Μάου.

  1. άντε καιρός είναι να στείλετε τα παιδιά σας μακριά, εκεί στα στουρναράδικα της Ευρώπης να γίνουν κάτι σαν Σαμαροπαπανδρέοι ή γιάπις...
    (εδώ)

  2. Γιάννης Στουρνάρας... με μεταπτυχιακό από το στουρναράδικο της οξφόρδης στις υπηρεσίες του έθνους...
    (εκεί)

  3. Χτες έγραψε η «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» ότι έχω στείλει την κόρη μου στο Deree. Οντως, έτσι είναι. Ενα παιδί αν δεν μπορεί ή δε θέλει να πάει στο Πανεπιστήμιο, δεν έχει διέξοδο στην Ελλάδα, τι θα κάνει μετά το Λύκειο. Κάπου πρέπει να πάει.
    (Αλέκα Παπαρήγα για την χρησιμότητα των στουρναράδικων, παραπέρα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται ως μη ανδροπρεπής χαιρετισμός, αλλά και ως εκδήλωση θαυμασμού. Συχνά την χρησιμοποιεί κανείς όταν θέλει να μιμηθεί κάποιον gay γιαυτό και η λέξη αυτή είναι άμεσα συνδεδεμένη με τους ομοφυλόφιλους.

- Γιαννάαααααακηηη; Τσουτσουμπρούτζου!

- Τι καλέ αυτός δηλαδή είναι τσουτσουμπρούτζου τελείως;

- Άσε με ρε μαλάκα, εγώ είμαι άντρας, δεν τα μπορώ αυτά τα τσουτσουμπρούτζου.

ΑΜΑΝ (τσουτσουμπρούτσου) (από patsis, 09/09/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κρητική λέξη, προερχόμενη -προφ- από το χαλικούτης, χαλικουτίζω, η οποία χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα μέρος που είναι τρομερά ακατάστατο ή/ και βρώμικο, και συνήθως κατοικείται από πολλούς. Προφέρεται με υποτιμητική διάθεση.

-Θα 'ρθείς στου Σήφη το βράδυ;
-Είντα λες μπρε, κουζουλός 'σαι; Εκειά μέσα είν' χαλικουταριό! Ούτε να μπεις δε χωρείς!

Χαρακτηριστικό παράδειγμα χαλικουταριού (από mafie, 20/03/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία