Κρητική έκδοση της έκφρασης «άι στο διάολο!» και, πιο συγκεκριμένα, για την περιοχή των Σφακίων.

Ο Γκίγκιλος είναι μια από τις κορυφές των Λευκών Ορέων στην Κρήτη, όπου οι κάτοικοι της περιοχής θεωρούσαν ότι κατοικεί ο διάβολος και επομένως, όταν ήθελαν να ξαποστείλουν κάποιον, του έλεγαν να πάει στον Γκίγκιλο.

Ουφ, μας τα 'πρηξες... Άμε στον Γκίγκιλο μωρέ!

(από pvnrt, 26/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άλλη μια παραδοσιακή ύβρις από Κρήτη (Χανιά μεριά) που διαδόθηκε έναν καιρό από την ύπαιθρο στην πόλη μέσα από τη γνωστή οδό η οποία θα μπορούσε να περιγραφεί ως
«τ' ακούω στο χωριό μου, το λέω στο σχολειό μου»
η οποία είναι νομίζω πολύ συνήθης για τις σλανγκ των επαρχιακών πόλεων.

Κυριολεκτικά σημαίνει: «άντε στο διάολο για να ξέρω που σε έχω [τοποθετήσει, αφήσει, εντοπίσει]»...

- Ουσιαστικά είναι μια φράση που χρησιμοποιείται για να μειωθεί κάπως η ένταση της αποστολής κάποιου στο διάολο μέσα α. από το γεγονός ότι σε στέλνω στο διάολο όχι για άλλο λόγο, παρά μόνο χρηστικά για να ξέρω πού βρίσκεσαι τοπικά, πού συχνάζεις....
β. από το γεγονός ότι, για να χρησιμοποιώ τον διάολο ως αποθηκευτικό μου χώρο, παναπεί πως κι εγώ τα ξέρω τα κατατόπια, είμαι δλδ κι εγώ διαολοσταλμένος ουκ ολίγες...
- Καμιά φορά λέγεται και σε 2 χρόνους δηλαδή «άμε στο διάολο [παύση] να κατέω που σ' έω«, και τότε πραγματικά έχει στόχο να ελαφρύνει λίγο το πράμα, δλδ να τονίσει ότι σε στέλνω στο διάολο καθαρά για λόγους γεωεντοπισμού.
- Από την άλλη όμως, το ότι με τη βρισιά αντιμετωπίζεις τον άλλο ως αντικείμενο ή και ζώο που το πας, το φέρνεις και το αποθηκεύεις, κάνει τη φράση αρκετά ηχηρή βρισιά....

- Μανώλη, σου βάλε απουσία ο Ρακοκαζανάκης...
- Κι εσύ ρε τσίρακα γιατί την έγραψες...
- Δε μπορούσα να κάνω αλλιώς γιατί το υπογράφει αμέσως...
- Ο μπεκρής ρε μαλάκα; Τ' αρχίδια του ελέγχει... απουσιολόγε, άμε στο διάολο... άμε στο διάολο να κατέω που σ' έω...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο εξαιρετικά ατσούμπαλος (ή στην Κρήτη «ανατζούμπαλος»), χαζός, κακοφτιαγμένος, χοντροκομμένος και χοντρόπετσος, αλλά ενιότε και θρασύς, σκληραγωγημένος και καταφερτζής άνθρωπος.

Έχει στοιχεία από λέτσο, χαρμπαγιάγκαλο, αρούγκανο, Αρναούτη, γκάβακα κ.α..

Λέγεται στην Κρήτη, όπου άρκαλος είναι η τοπική ονομασία για τον ασβό (ονομασία Λινναίου Meles Meles). Οι αρκάλοι γενικά θεωρούνταν ηλίθια και επιβλαβή ζώα, επειδή κυρίως κατέστρεφαν τις καλλιέργειες, σκάβοντας μεγάλες τρύπες και λαγούμια. Γράφει λ.χ. ένας Αμαριότης (εδώ):
«Είναι αλήθεια πως μασε κάνανε αρκετές ζημιές στσοι πατάτες κυρίως, που σκάβανε και ανεχουμίζανε τον κόσμο για να τσοι βγάλουνε και να τσοι φάνε».

1) -Που πάεις μωρέ άρρρκαλε με τη μηχανή μέσα στο μαγαζί;!!

2) Ε το μπούστη τον Αντρέα τον άρκαλο, μπαίνει εκεία στσι ξένες κι ότι πιάσει, δε κωλώνει κι ας μη κατέει να μιλήσει γρι εγγλέζικα...

(από xalikoutis, 02/03/09)(από xalikoutis, 03/03/09)Peace \'n\' Love in da Ghetto! (από Vrastaman, 03/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το Αρναούτης ή Αρναούτος στην Κρήτη είναι πολύ συνηθισμένο προσβλητικό επίθετο, χειρότερο από το Γρόθος.

Προέρχεται από το τούρκικο Arnaut που σημαίνει Αρβανίτης, οι παλαιότεροι αποκαλούσαν Αρναούτες τους κατοίκους της Αττικής και της Πελοποννήσου, συμπεριλαμβανόμενης και της Μάνης κατά τον 18ο αιώνα όταν άρχισαν να βγάζουν την κατάληξη -άκης από τα επίθετά τους.

Ένα άλλο κρητικό στολίδι είναι το Ρούτης ή Ρούτος, που είναι το χαϊδευτικό του Αρναούτης και είναι ποιο ελαφρύ, έχει την έννοια τις αδεξιότητας και της γκάφας γενικά.

  1. Ολημερίς το χτίζανε τη νύχτα γκρεμιζόταν… ιντα να περιμένεις από Αρναούτες...

  2. Άρχισες πάλι τσι ρουθιές; Θα σε ποβγάλω…

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο γρόθος από τη δυτική και την ανατολική Κρήτη αντίστοιχα.

- Τά 'μαθες; Οι Βησιγρόθοι και οι Οστρογρόθοι δικηγόροι έχουνε βάλει μεγάλο καυγά για το Εφετείο Κρήτης.
- Πιάσ' τον ένα, χτύπα τ' αλλουνού.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται υβριστικώς για να δηλώσει χοντρή γυναίκα, που έχει και συναφή χαρακτήρα, δηλαδή χαρακτηριστικά όπως παχύδερμη, αδιάφορη, άτσαλη, ατσούμπαλη κ.τ.λ. Βεβαίως, ως βρισιά ενίοτε αποδεσμεύεται από την συγκεκριμένη σημασία της χοντρής και γίνεται πιο απροσδιόριστη.

Ο Ν. Σαραντάκος εδώ διερωτάται ποιο ζώο είναι η γκαμούζα και φαίνεται ότι προέρχεται από αιγυπτιακή αραβική λέξη για το βουβάλι, ενώ σε ελληνικά τοπικά ιδιώματα, όπως στην Κρήτη και την Κύπρο η τζαμούζα μπορεί να σημαίνει την βουβάλα ή την αγελάδα. Βλ. και εδώ.

  1. ΚΑΤΕΒΑ ΜΩΡΗ ΓΚΑΜΟΥΖΑ ΑΠ' ΤΟ ΜΗΧΑΝΑΚΙ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩ ΚΕΡΩΣΕΙ !!!! (Εδώ)

  2. Η Μπεμπέ Λιλύ είναι ένα βουβαλομωρό που ψάχνει τον παππού. Όχι τον παππού της, έναν παππού γενικά. Του τηλεφωνεί στο σπίτι και απαντά μια κοπελιά (πιθανότατα η αποκλειστική που του προσέχει το χόλτερ) αλλά αυτή η γκαμούζα δεν τον δίνει στο τηλέφωνο αν δεν μάθει πρώτα ποιά τον ζητάει. (Εδώ).

  3. «Χέστηκα» θα μου πεις και θα 'χεις και δίκιο αλλά καλοκαίρι είναι και δεν υπάρχει λόγος να γίνεσαι γκαμούζα με τη πίκρα του πλησίον σου. (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μαλάκας, στα κρητικά. Χρησιμοποιείται με την αρνητική έννοια του μαλάκα.

- Κοίτα με έναν γρόθο που έχουμε μπλέξει επαέ πέρα. ©2006(Φυλάκιο Δ.Β. Αστυπάλαιας)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γρόθος είναι κάτι περισσότερο απ' τον μαλάκα, είναι ο παράξενος που είναι και μαλάκας δηλαδή, καταλαβαίνετε...

Ρε αυτός είναι μεγάλος γρόθος!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δαυλός στον κώλο σου: Σκληρή, Δυτικοκρητική απ' όσο ξέρω, βρισιά, η χρήση της οποίας κινείται μεταξύ του «άντε γαμήσου» και του «φωτιά στα μπατζάκια σου», κάτι δηλαδή σε φάση «κάνεις μαλακίες και «τώρα άντε γαμήσου, τράβα κουπί σκλάβε στη γαλέρα».

Τώρα μπορείτε να φανταστείτε πόσο αστείο φάνηκε στη λεβεντογέννα το περιοδικό «Δαυλός» κρεμασμένο στα περίπτερα.

- Έλα ρε Κώστα, θα 'ρθείς να πεις δυο λογάκια στην Τιτίκα γιατί τα 'χω κάνει μπουρδέλο εδώ πέρα...
- Τι λέει;
- Έλα ρε συ να βοηθήσεις την κατάσταση γιατί...
- Δαυλός στο γκώλο σου ρε μαλάκα, που θες και να 'ρθω, μαλάκα, που έβαζες τσίτες για μένα στη Λιλίκα τόσο καιρό και τώρα μου τηλεφωνείς ρε ρουφιάνε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

διάλε τσ' απολυμάνες/απολυμάνους σου

Η έκφραση είναι Κρητικιά και χρησιμοποιείται σε καταστάσεις συναισθηματικής φόρτισης από τον ομιλητή, κυρίως δυσάρεστες που του προκαλούν αγωνία, θυμό, αγανάκτηση. Προέρχεται από τις λέξεις "διά((β)ο)λος" και τη μετοχή παρακειμένου "απολελυμένους" και μεταγενέστερα "απολυμένους" που στην εκκλησιαστική ρητορεία είναι αυτοί που έχουν φύγει από το ποίμνιο της επίγειας Εκκλησίας κι έχουν καταλήξει στην Εκκλησία του Θεού, δηλαδή οι πεθαμένοι (που έχουν απολυθεί από τον ζυγό των επίγειων και τους περιορισμούς της σάρκας, έχουν πάρει "απολυτήριο"), οι συγχωρεμένοι (ή κι ασυγχώρητοι, βλ. Χίτλερ).

Αποτελεί συνεκφορά, διότι δεν αναφέρεται στους συγχωρεμένους του διάλου (Θεός φυλάξοι!),αλλά μπορεί να αποδοθεί ως "ανάθεμα(, σ)τους νεκρούς σου" (προγόνους κυρίως, λόγω του κτητικού "σου"). Είναι έκφραση βαρυσήμαντη όταν χρησιμοποιείται για ανθρώπους (αφού βρίζεις τους νεκρούς κάποιου και ρίχνεις ανάθεμα στο ριζικό του απ'όπου προήλθε) και περιπαικτική όταν απευθύνεται σε άψυχα πράγματα, που λόγω ανιμισμού, ποιητική αδεία, πολλές εκφράσεις απευθύνονται από ανάγκη να επικοινωνηθεί ένα συμβάν αλλά δεν υπάρχουν μάρτυρες να το δουν και να το ακούσουν παρά μόνο αυτό το ίδιο το πράγμα για το οποίο γίνεται ντόρος.

α. - Μπάρμπα, πάλι εξέχασα τα κλειδιά τ'αμαξιού.
- Διάλε τσ' απολυμάνες σου, ανέ δεν έχεις κουζουλαθεί τελείως!Κι εδά, μπρε μπαϊλντισμένε (=σκασμένε), πώς να μπούμε μέσα θέλει;(= θα μπούμε)

β. Βαστά το Μαριώ ν-το δίσκο, μα πέφτει κάτω και ν-το σπα. Λέγει ν-του μεγάλα (=με μεγάλη φωνή, φωνιάζοντας):
"Διάλε τσ' απολυμάνες σου για δίσκος"!

Σύνταξη

  1. Χωρίς πρόσθετα, απλή εκφορά ως έχει. Η απάντηση του μπάρμπα στο πρώτο παράδειγμα, μπορεί να σταματήσει στην έκφραση χωρίς να συνεχιστεί. Αποδέκτης είναι ο ανεπρόκοπος ανεψιός ολόκληρος!

  2. Διάλε τσ' απολυμάνες σου + αρνητική υπόθεση (α(νέ) δεν) όταν θέλουμε να συμπληρώσουμε με πρόταση ένα σχόλιο. Απαλύνει το ξεσταύρισμα αλλά δεν το εξαλείφει. Αντιθέτως το γεγονός ότι το μετριάζει, κάνει την ειρωνεία πιο τσουχτερή, σε μια ψευδοπροσπάθεια να συμμαζευτούν τα ασυμμάζευτα που είναι ηλίου φαεινότερα κι έτσι τα καταδεικνύει χειρότερα. Με λίγα λόγια του τη λες του άλλου κανονικότατα.("ανέ δεν έεις κουζουλαθεί τελείως" = που πράγματι έχεις τρελαθεί εντελώς)

  3. Διάλε τσ' απολυμάνες σου + ουσιαστικό (με συμπληρωματικό δείκτη το "για") όταν θέλουμε να επεξηγήσουμε το πού/σε ποιον απευθύνεται ακριβώς η έκφραση και τί/ποιον αφορά. Μπορεί μετά το ουσιαστικό να γίνει και δεύτερη επέκταση με δευτερεύουσα αναφορική. Η απάντηση του μπάρμπα στο πρώτο παράδειγμα μπορεί να γίνει:

"Διάλε τσ' απολυμάνες σου, για μυαλό απού το'(χ)εις".

Τέλος μπορεί να προστεθεί και τρίτη επέκταση με αρνητική υπόθεση και να γίνει πλήρως:

"Διάλε τσ' απολυμάνες σου, για μυαλό απού το'(χ)εις, ανέ δεν είναι χάρβαλο σα γ-κι απατός σου"(=χαλασμένο σαν κι εσένανε τον ίδιο, δηλώνει την έμφαση).

Είναι τόσο σκωπτικό όσο και υποτιμητικό εδώ γιατί στα άψυχα ή μέρη του σώματος αναθεματιζουμε τα γονικά τους. Τα πρώτα δεν έχουν, παρά μόνο το ανθρώπινο χέρι που τά'φτιαξε και τα δεύτερα έχουν εμάς τους ίδιους αφού είναι μέρος μας.

Σχόλιο: Η έκφραση είναι τυποποιημένη και έχει επιφωνηματική χρήση. Γι' αυτόν το λόγο και δεν αναλύεται από το φυσικό ομιλητή στα περαιτέρω συστατικά της, εφόσον η λέξη "απολυμένος" μ' αυτή τη σημασία είναι απολίθωμα και δε χρησιμοποιείται πουθενά αλλού. Έτσι είναι επιρρεπής σε φωνολογικές αλλοιώσεις. Η κατάληξη "-ους" της αιτιατικής του πληθυντικού τις περισσότερες φορές ακούγεται ως "-ες". Το νόημά της είναι βαρύ αν και ασαφές για πολλούς χρήστες της έκφρασης σήμερα με μητρική γλώσσα την κρητική διάλεκτο. Η ίδια η έκφραση είναι απολίθωμα, μια νίλα που η αρχική της χρήση και προέλευση χάνεται στο χρόνο, στα μεσαιωνικά - βυζαντινά ελληνικά. Μόνο το "διάλε" είναι γόνιμο στη χρήση από μόνο του και ως συντόμευση όλης της έκφρασης αλλά και ως αντικατάστατο του "ανάθεμα". "Διάλε τσι παράδες σου, α δε μας εκάψανε" (= ανάθεμα τα λεφτά σου που - πράγματι - μας καταστρέψανε).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία