Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Πάντα στον πληθυντικό γιατί ποτέ δεν είναι μία. Ή, κι αν είναι, δεν είναι μονοκόμματη. Είναι αυτές που μας έχουν κάνει να περπατάμε με το κεφάλι κάτω. Που όταν τις πατάμε νιώθουμε χειρότερα απ' ό,τι αν διαμελιζόμασταν από μια πραγματική νάρκη. Τις συναντάμε καθημερινά, στα πεζοδρόμια, στα πάρκα, έξω από το σπίτι μας. Και θα έρθει η αποφράς στιγμή κατά την οποία, παρά την προσοχή μας, θα τις πατήσουμε, θα τις νιώσουμε να απλώνονται σε όλη την επιφάνεια της σόλας του παπουτσιού μας και θα τις μεταφέρουμε (ολόκληρες ή τα κατάλοιπά τους) μες το σπίτι ή μέσα στο αυτοκίνητο. Είναι το σήμα κατατεθέν της χώρας που επιμένει να το παίζει τσιβιλιζατσιόν χωρίς να τηρεί τους βασικούς κανόνες -μάλλον γιατί οι κανόνες ακόμα είναι μεγαλύτερη ντροπή και ταμπού από τη μπόχα και τα σκατά.

Νάρκες είναι, για όσους δεν το πιάσαν ακόμα, ό,τι αφήνει πίσω της μια βόλτα με τον (κατοικίδιο και ποτέ αδέσποτο, γιατί οι τελευταίοι ξέρουν να καλύπτουν τα ίχνη τους) σκύλο. Και ας μην κατηγορούνται άδικα οι σκύλοι ούτε όμως και οι Φιλίππες που τους βγάζουν βόλτα. Τα αφεντικά είναι πλήρως υπεύθυνα γι' αυτό. Και προσωπικά ξέρω μόνο δύο αφεντικά που κυκλοφορούν με το περίφημο σακουλάκι και δεν αφήνουν τις κουράδες των σκύλων τους εκτεθειμένες. Πού και να είχαμε και άλογα, όπως στη Λόντρα ή στο Νιουγιόρκ.

Για να λέμε όμως και του στραβού το δίκιο, στις χώρες αυτές έφτυσαν αίμα για να επιβάλουν τον νόμο καθότι η βρωμιά του δυτικού κόσμου έχει γράψει ιστορία την οποία δεν πρόκειται, ευτυχώς, να γράψουμε εμείς ποτέ.

Ο υπερθετικός βαθμός είναι (στον ενικό αυτή τη φορά, γιατί είναι μία και καλή): τούρτα. Και αφορά τα άλογα, τις αγελάδες και τους ελέφαντες.

Πρόσεχε μαλάκα πού πατάς γιατί αυτή την εποχή πέφτουν τα φύλλα από τα δέντρα και είναι πολύ επικίνδυνο να πατήσεις νάρκες κρυμμένες από κάτω χωρίς να το πάρεις χαμπάρι.

(από ironick, 09/11/08)

βλ. και ναρκοπέδιο, τούρτα, κουρατζίνα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το γενικώς βρώμικο και αηδιαστικά φτιαγμένο έτοιμο φαγητό. Θα το βρείτε κυρίως σε πλατείες όπου οι βαθύτατα φιλόζωοι μαγαζάτορες επιτρέπουν στα πεινασμένα και κακομεταχειρισμένα περιστέρια να βρουν καταφύγιο εντός του εστιατορίου...

- Πάμε πλατεία να φάμε κάνα σάντουιτς;
- Πάλι περιστερόπιτα...

"Αηδονόπιτα" (από Vrastaman, 28/10/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έντονος γέλωτας ο οποίος συνοδεύεται από ακατάσχετο, ανελέητο, βροντερό και εν πάση περιπτώσει φρικτή ευωδία. Συνηθέστερο δε είναι ύστερα από κατανάλωση αμυλούχου γεύματος ήτοι φασόλια και άλλα ψυχανθή.

Φαίδων: - Έξοχο αστείο! Χα χα (πρρρρρρρ...) χε χε (πρρρ..)
Τίμων:
- Εάν εγνώριζα ότι θα πρόβαινες εις κλάνογελον τέτοιας ισχύος, θα σιωπούσα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αντικειμενικός και σαφής όρος που περιγράφει ό,τι και οι ανούσια εξευγενισμένοι όροι χαρτί υγείας, χαρτί τουαλέτας κτλ. Εφόσον η χρήση περιορίζεται σε κάτι τόσο συγκεκριμένο, τι χρειάζονται οι ευγένειες;

Πάντως το κωλόχαρτο χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά το 1880 στην Αγγλία όχι ως ρολό αλλά ως φύλλα χαρτιού σε κουτί. Παλιότερα υπήρχαν οι εξής μέθοδοι καθαρισμού:

  • Φύλλα ή κλαδιά.
  • Εφημερίδες.
  • Το αριστερό χέρι (παραδοσιακή μέθοδος Ινδίας).

Σε δύσκολες περιπτώσεις ο μέσος πολιτισμένος άνθρωπος επανέρχεται στις πρωτόγονες μεθόδους.

Σε κάποιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται και για έγγραφα ή βιβλία που μας είναι εντελώς άχρηστα (πτυχία, δημόσια έγγραφα, σχολικά συγγράμματα κ.ά.).

Πληροφορίες: http://www.focusmag.gr/articles/view-article.rx?oid=222430

Παρακαλώ όποιος βρεθεί πρωινή ώρα στο Πολυτεχνείο να περάσει από την υπηρεσία καθαρισμού και να τους πει ότι τελείωσε το κωλόχαρτο.
Αν δεν είναι κάποιος εκεί να το πει στην επιστασία.
Και οι δύο υπηρεσίες βρίσκονται στο ισόγειο της πρυτανείας.
Όποιος το κάνει να με ενημερώσει μετά.
(την επόμενη φορά θα στείλω στη λίστα του αναξιοπρεπούς!)

(https://theatre.ntua.gr/pipermail/zucco/2008-April/000053.html)

Δες και πατόχαρτο, σκατόχαρτο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το γνωστό δοχείο που έβαζαν στα παλιά χρόνια κάτω απ' το κρεβάτι για να αντιμετωπίζουν τις ακάλεστες, αιφνίδιες επισκέψεις της νυχτερινής ενούρησης (κυρίως αυτής, γιατί άμα τους ερχόταν να κάνουν το χοντρό τους βραδιάτικα, τότε ίσχυε το «χέσε μέσα» με όλη του τη σημασία).

Αναγκαίο σκεύος υγιεινής τότε που τα σπίτια δεν διέθεταν καμπινέδες. Ευτυχώς οι απολίτιστοι αυτοί καιροί παρήλθαν ανεπιστρεπτί, έπειτα από δικαιωμένους κοινωνικοπολιτικούς αγώνες, λάβαρο και ένδοξο σύμβολο των οποίων υπήρξε ο μπιντές, κι έτσι σήμερα εμείς οι πολιτισμένοι απολαμβάνουμε καμπινέδες με ιλουστρασιόν πλακάκια, επώνυμα είδη υγιεινής, τζακούζι, χαμάμ και τα λοιπά απαραίτητα είδη κάθε αξιοπρεπούς σπα.

Η χρήση του καθικιού έχει περιοριστεί πλέον στα νήπια που βρίσκονται στο μεταβατικό στάδιο από την πάνα προς στη λεκάνη της τουαλέτας και ως τέτοιο αποκαλείται σαχλά και δήθεν ευγενικά «γιο-γιο».

Και τα παλιά χρόνια όμως για λόγους ευπρέπειας, το καθίκι λεγόταν «δοχείο νυκτός». Ευπρέπεια ωστόσο που δεν εμπόδισε τη μεταφορική χρήση της λέξης ως βρισιά. Τόσο κλασική και διαδεδομένη πια που δεν αποτελεί καν αργκό, αλλά δεν παύει, ακόμη και σήμερα, κάτω από ειδικές περιστάσεις να είναι ιδιαιτέρως προσβλητική. Σε υπερθετικό βαθμό, ο βρωμιάρης / -α στους τρόπους και κυρίως στο ήθος αποκαλείται και καθίκι «άπλυτο» ή «λερωμένο».

Άλλη χρήση της λέξης γίνεται, ως παρομοίωση, για τα δεικτικού σχήματος καπέλα και γενικά υπερβολικά αξεσουάρ που κοσμούν το κεφάλι και κάνουν τον φέροντα να παρουσιάζει ένα γελοίο θέαμα. Κατά προέκταση, καθίκια λέμε τα πάσης φύσεως κέρατα (ιδίως τα μεγαλόσχημα που είναι κατασκευασμένα από πολύτιμα μέταλλα και κοτρώνες) που φοράει το παπαδαριό στο κεφάλι, όπως καλυμμαύκια, μήτρες, τιάρες κ.λπ.

Μία ακόμη και σχετικά πιο πρόσφατη χρήση της λέξης γίνεται με χαϊδευτικό ύφος όταν πειράζουμε αθώα κάποιον -και χωρίς προφανή λόγο («είσαι ένα καθίκι εσύ!» π.χ. προς ένα χαριτωμένο παιδάκι), αλλά συνήθως σε περιπτώσεις που ο άκακος μπαγαμπόντης προδίδεται για κάτι ασήμαντο και αστείο συνήθως (βλ. παράδειγμα 4).

Γράφεται και καθήκι, προέρχεται από το κάθημαι ή το καθίζω και συνώνυμό του είναι το αγγειό (μάλλον γιατί αρχικά κατασκευαζόταν από πηλό, ενώ η ίδια λέξη, αγγειό ή 'γγειό, μάλλον περιγράφει και άλλα κεραμικά οικιακά σκεύη). Με τη μεταφορική έννοια, της βρισιάς, σχηματίζεται το αρσενικό ο «καθήκης» αλλά και το λιγότερο συνηθισμένο θηλυκό η «καθηκού».

1 – κυριολεκτικά:
Αγλαΐα, το καθίκι! χέζεται το πιτσιρίκι!

2 – μεταφορικά:
- Αυτοί οι Παπαδοπουτσοπουλέοι είναι σαν την «εταιρεία δολοφόνων» ένα πράμα, το 'χουν πάρει γραμμή να γιατροπορεύουν γερόντια και καλά, αλλά στην ουσία τα ξεπουπουλιάζουν...
- Γνωστό κωλόσογο απ' τα παλιά, από πάππο προς πάππο όλοι τους καθίκια άπλυτα! Απ' όπου και να τους πιάσεις λερώνεσαι!

3 – μεταφορικά (για καπέλο):
- Τι, έτσι θα 'ρθεις στη θάλασσα; μ' αυτό το καθίκι στο κεφάλι; Ρεζίλι θα γίνουμε!
- Καλά εσύ κάτσε παραπέρα και κάνε ότι δεν με ξέρεις!

4 – πειραχτικά-χαιδευτικά:
- Είδες χτες Μαμαλάκη;
- Πφφφ… αμάν με το Μαμαλάκη κι εσύ πια. - Βρε είχε ένα κατσικάκι στη γάστρα άλλο πράμα σου λέω, μου τρέχανε τα σάλια!
- Αρνάκι ήταν!
- Α ώστε τό 'δες κι εσύ, καθίκι, ε καθίκι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φυσικά και δε μιλάμε για του πουλιού το γάλα. Μιλάμε για την ανεξίτηλη σφραγίδα κάποιου κοτσιλοβομβαρδιστικού πτηνού. Κάποιου βομβιστή των αιθέρων. Κάποιου φτερωτού χεστικού. Κάποιου ελεύθερου σκοπευτή των αιθέρων. Το κοτσιλόσημο αποτελεί προσφορά του ουράνιου επισκέπτη και αποτελεί πλέον οικόσημο του αποδέκτη του.

Πάντως όπως η τύχη είναι τυφλή έτσι και αυτό χέζει στα τυφλά και εσύ έχεις ραντεβού (με την γκαντεμιά) στα τυφλά. Χέζει από ψηλά, εφαρμόζοντας την ατάκα: Χέσε ψηλά κι αγνάντευε.

Αν τη φας τώρα στο κεφάλι, και το κοιτάξεις απορημένα, τι περιμένεις να σου πει; Λες να παραφράσει τον Καζαντζίδη και να σου πει: «Υπάρχω, κι όσο υπάρχεις θα υπογράφω, σκλάβα την κεφαλή σου θα 'χω και δεν πρόκειται να μην ξαναχεστώ»;

Ρίχνει κατά ριπάς στου κασίδη το κεφάλι κι όποιον πάρει ο χάρος. Μέσω της ρίψης του κοτσιλόσημου, δηλώνει την ύπαρξη του. Παραφράζοντας τον Καρτέσιο, το πουλί είναι σα να λέει: «χέζω άρα υπάρχω». Ο ιπτάμενος κωλανδός δεν κάνει διακρίσεις, ούτε είναι δύσκολος στις επιλογές του αναφορικά με τη ρίψη του αυτοσχέδιου οικοσήμου. Ο ιπτάμενος φίλος χαλαρώνει και αρχίζει να υπογράφει αυτόγραφα στο κεφάλι, στο μηχανάκι (οϊμέ), στο αυτοκίνητο, στο παγκάκι, οπουδήποτε. Τα βομβαρδιστικά βομβαρδίζουν ανηλεώς χωρίς τελεσίγραφα και διαμεσολαβητές.

Τα κοτσιλοβομβαρδιστικά αποκαλούνται επίσης και spitfire (εκ των βρετανικών καταδιωκτικών αεροσκαφών που έδρασαν στο β' παγκόσμιο πόλεμο). Επειδή πολλές φορές ο αποστολέας του κοτσιλόσημου δε διακρίνεται κατά τη ρίψη της κοτσιλοβομβίδας, αποκαλείται ως: στελθ (αόρατος, εκ της τεχνολογίας των μη ορατών πολεμικών αεροσκαφών).

Ο ιπτάμενος φίλος δε χρειάζεται να εμπνευστεί για να δημιουργήσει ούτε τα αυτοσχέδια κονσέρτα του, που τα δίνει σε καλλιτεχνικές γωνιές, στις φυλλωσιές των δέντρων, αλλά ούτε και τα κοτσιλόσημά του που τα μοιράζει απλόχερα. Δημιουργία το να υπογράφει αυτόγραφα του κώλου; Βεβαίως. Μια μορφή δημιουργίας είναι.

Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του κοτσιλόσημου, κατά ISO 9001 καθορίζονται από: το μέγεθος της κωλοτρυπίδας του πτηνού, την πυκνότητά του, την οσμή του, την κατάσταση της υγείας του (μπορεί να 'ναι γριπιασμένο), το σχήμα του, την ώρα παραγωγής του (άλλο πράγμα είναι να 'ναι φρεσκότατο, άρτι αφιχθέν από το φούρνο του, κι άλλο είναι να είναι ξερό και ληγμένο), το ύψος πτήσης, τους ανέμους που πνέουν στην περιοχή.

Το κοτσιλόσημο λειτουργεί ως ρουτινοσπάστης, γιατί ανατρέπει τη στάσιμη ροή των πραγμάτων. Πας για παράδειγμα να αράξεις το αμάξι σου, που το έχεις πλύνει πριν λίγο, κάτω από ένα δέντρο και το πρωί δε βρίσκεις αμάξι. Βόθρο βρίσκεις. Η κοτσιλιά έχει οξύ που οξειδώνει την επιφάνεια και αφήνει στάμπα και μετά πρέπει να βάψεις τον ουρανό, εξαιτίας της φωνής απ' τον ουρανό.

Άλλες φορές πάλι η φάση λειτουργεί ως υποστηρικτικό εργαλείο στο νόμο του Μέρφυ, κάνοντας μια κακή μέρα χειρότερη.

Άλλες φορές πάλι λειτουργεί ως εξισορροπητικός παράγοντας, όταν η τύχη μάς ευνοεί ατέλειωτα. Για παράδειγμα, πάμε και θαυμάζουμε ένα ωραίο τοπίο μαζί με το ταίρι μας, βλέπουμε τον ήλιο να βουτάει στο πέλαγο την ώρα του δειλινού θαυμάζοντας τα μοναδικά χρώματα της πλάσης, κι εκεί που ετοιμαζόμαστε για ζαχαρώματα, έρχεται το κοτσιλοβομβαρδιστικό και πετάει την πινελιά στον πίνακα. Και, ω του θαύματος, αυτή η μικρή πινελιά έρχεται να επιτελέσει ραγδαία αλλαγή στο σκηνικό. Ενώ πριν 1 δευτερόλεπτο είχαμε εικόνες παραδείσου, σε 1 sec, έχουμε σκηνές από την εκδίωξη των πρωτοπλάστων απ' τον παράδεισο, διά της ακούσιας παρεμβάσεως ενός τσιτσιφρίγκου.

Άλλο σκηνικό: Σκέπτεσαι να πας με το νέο αμόρε σου για ένα τρυφερό τετ α τετ, σε ένα υπαίθριο εστιατόριο και να κάτσεις σε ένα κατάμεστο εστιατόριο κάτω από το μοναδικό τραπεζάκι που βρίσκεται κάτω από ένα δέντρο, με πυκνές φυλλωσιές και παχιά σκιά. Και θεωρείς πως οι άλλοι είναι ηλίθιοι που δεν το προτίμησαν. Και ενώ αυτοσυγχαίρεις τον εαυτό σου, σε λίγο αρχίζει να βρέχει μέσα από το sky firewall (τείχος προστασίας από τον ουρανό), όταν ένα σμήνος πουλιών με ελάχιστη διαφορά φάσης το ένα από το άλλο αρχίζουν να βομβαρδίζουν κατά ριπάς το τραπέζι σου όπως οι Αμερικάνοι τη Σερβία. Και βομβαρδίζουν ανεξαιρέτως: κεφάλια, φαγητά, το φως των κεριών, το καινούριο μοντελάκι που αγόρασες από το Κολωνάκι για να κάνεις εντύπωση. Τα βομβαρδιστικά βομβαρδίζουν τα πάντα. Κι εσύ σηκώνεις τη χαρτοπετσέτα ως λευκή σημαία. Αλλά αυτά δεν ξέρουν από διεθνείς συνθήκες. Σε κλάσματα δευτερολέπτου απομυθοποιούνται τα πάντα. Και ρομαντικά σκηνικά και μοντελάκια. Τα πάντα. Τα κοτσιλοβομβαρδιστικά παίζουν με live σενάριο, χωρίς πρόβες και δοκιμές, χωρίς μοντάζ, χωρίς κομμένα πλάνα και σου φτιάχνουν μια ταινία που θα τη ζήλευε κι ο καλύτερος σκηνοθέτης.

Κάποιοι μαζόχες πάλι γουστάρουν να βασανίζονται και κάποιοι θεωρούν τον εαυτό τους γκαντέμη επειδή δεν πέρασαν το βάπτισμα του κοτσιλοχεστικού πυρός.

Κάποιοι άλλοι πάλι λένε: Γούρι... γούρι, και πάνε να παίξουν προπά και λόττο. (Τι κακό κι αυτό να θεωρεί κάποιος κάτι κακό σα γούρι).

Λένε πάλι κάποιοι: αν δεις σκατά στον ύπνο σου, λεφτά θα πάρεις. Το θέμα είναι τι γίνεται αν φας κουτσουλιά στον ξύπνιο σου;

Κάποιοι λένε πάλι, με κοτσίλισε πουλί, ε... σημάδι ήταν πως σήμερα το βράδυ το πουλί μας θα εκπυρσοκροτήσει.

Πολλοί επίσης αντί να κοιτούν την ουσία, το προσεγγίζουν το θέμα φιλολογικά, λέγοντας πως η λέξη κοτσιλιά φανερώνει εκλεπτυσμένη δημιουργία, ενώ η λέξη κουτσουλιά βλαχιά.

-Που λες περνούσα ατάρχα και δεν είχα προσέξει ότι στα σύρματα της ΔΕΗ, την είχε αράξει ένα εκτελεστικό απόσπασμα από περιστέρια. Πριν προλάβω να κάνω κίχ άρχισε τις βολές κατά ρυπάς και μ΄έκανε αγνώριστο.
-Σε βλέπω δόλιε.Το κοστούμι σου έγινε πουά απ' τα κοτσιλόσημα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κουράδα υπερβολικά μεγάλου μεγέθους σε μήκος και διάμετρο, απαιτεί μεγάλη προσπάθεια για να βγει (η πουτάνα) και προκαλεί πέταγμα των ματγιώνε όκσω από το υπερβολικό σφίξιμο, κοκκίνισμα προσώπου και τσούξιμο της κωλοτρυπίδας. Κατεβαίνει μονοκόμματη.

Κατά τη διάρκεια του μαγκουροχεσίματος, λόγω του υπερβολικού σφιξίματος, ακούγονται διάφορα ακατάληπτα και μακρόσυρτα φωνήεντα (αααααααα ουουουουου ιιιιιιιιι) ενίοτε ανακατεμένα με δυνατές κλανιές. Σε αυτή την περίπτωση αν υπάρχει παρέα σε κοντινό δωμάτιο συμμετέχει φωνάζοντας «Σκίσουουουουου».

Τη στιγμή που ακουμπάει η κάτω άκρη της στη λεκάνη στραβώνει λίγο και μοιάζει με μαγκούρα. Συνήθως δεν προκαλεί πιτσίλισμα της κωλοτρυπίδας με σταγόνες από το νερό της λεκάνης. Η αιτία της δημιουργίας της μπορεί να οφείλεται σε πολλούς λόγους;
α) δυσκοίλιοτητα
β) σε ακατάσχετο πορδισμό που προκαλεί αφύγρανση των σκατών (το σκατό μου παξιμάδι)
γ) σε αλλαγή περιβάλλοντος. Πολύς κόσμος λόγω παιδικών βιωμάτων δε μπορεί να χέσει σε ξένη λεκάνη. Αυτό λύνεται με ψυχαναλυτικές συνεδρίες, ίσως και αναδρομές.

Λόγω της σφιχτής της δομής δεν μπορεί ο σφιχτήρας της κωλοτρυπίδας να τη κόψει σε μερίδες (κουρκουμπίνια), με αποτέλεσμα να κατεβαίνει αγέρωχη και ολόϊσια μέχρι να κοπεί από μόνη της λόγω της βαρύτητας (gravity is a bitch που έλεγε και ο Σταλόνε στο «Βαρομετρικό χαμηλό»). Πολλές φορές είναι τόσο μεγάλη που δε χωράει να πάρει τη στροφή στη λεκάνη για να εξαφανιστεί και χρειάζεται σπρώξιμο με το πιγκάλ (πως το λένε το γαμημένο στα Ελληνικά;) και πολλά τραβήγματα του καζανακίου.

1) - Τι έκανες ρε μαλάκα τόση ώρα στον καμπινέ; Τον έπαιζες;
- Άσε με ρε μπατζανάκη. Έβγαλα ένα μπαστούνι νααααα (μετά συγχωρήσεως)... Πήρε φωτιά ο κώλος μου!
- Αααα, γιαυτό τράβαγες 10 φορές το καζανάκι;

2) - Σκίσουουουουουουου
- Τι φωνάζεις ρε μαλάκα
- Καλά δεν τον ακούς που σφίγγεται; Καμιά μαγκούρα θα βγάζει πάλι.

(από nick, 18/09/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αποτελεί περιγραφή χρώματος (!) και εντάσσεται σε μία ευρύτερη ομάδα λέξεων που προσπαθούν να προσδιορίζουν ακαθόριστα χρώματα και αποχρώσεις.

Όλα ξεκίνησαν πριν από πολλά χρόνια με τις γυναίκες κυρίως να χρησιμοποιούν κάτι περίεργες λέξεις για να περιγράψουν διάφορα χρώματα και αποχρώσεις, κυρίως ρούχων και υφασμάτων, ενίοτε και άλλων πραγμάτων όπως μαλλιών, ψιμυθίων, αξεσουάρ, κ.λπ. Οι λέξεις αυτές ήταν εντελώς ακατανόητες από την πλειονότητα των αρσενικών που στην καλύτερη περίπτωση ζητούσαν επεξηγήσεις, συνήθως όμως περιορίζονταν σε συγκαταβατικό κούνημα του κεφαλιού. Το ελληνικό λεξιλόγιο εμπλουτίστηκε πάραυτα με λέξεις αμφίβολης προέλευσης που επιπλέον τις χαρακτήριζε η θολούρα ως προς την ουσία του χρώματος που σκόπευαν να περιγράψουν, όπως για παράδειγμα:

Εκρού - καθώς και εκρού του νεκρού (σε μια απέλπιδα προσπάθεια επεξήγησης) -, ιβουάρ, εκάι, πετρόλ, αρζάν, βεραμάν, καφέ-ο-λέ, παστέλ, οφ-μπλακ, λιλά, άσπρο του πάγου, αλλά και λουλακί, κροκί, κοραλί, ουρανί, κ.λπ. Καθώς το πράγμα ξεσάλωνε περαιτέρω, επιστρατεύτηκε το φυτικό βασίλειο (σαπιομηλί, λαχανί, φυστικί, ροδί, κανελί, λαδί, κυπαρισσί, καροτί, ροδακινί, κ.λπ) αλλά και το ζωϊκό (ποντικί, ελεφαντί, τιγρέ, λεο-παρδαλέ, καναρινί, κορακί, κ.λπ).

Μέχρι εδώ, οι λέξεις αυτές δεν συνιστούν αργκό παρά την εισβολή τους στην καθομιλουμένη. Το θέμα που μας αφορά όμως εδώ είναι η εξέλιξη αυτής της παλέτας που συν τω χρόνω πήρε τη μορφή καζούρας. Πολλοί ήταν αυτοί που, ορμώμενοι από αυτές τις περίεργες περιγραφές χρωμάτων, άρχισαν να τις περιπαίζουν και να αυτοσχεδιάζουν με αποτέλεσμα την επέκταση σε ακόμη πιο σουρεάλ αποχρώσεις.

Στην αρχή έκαναν αθώα την εμφάνισή τους πιο χειροπιαστά χρώματα όπως το σκατί, το κουραδί, το τσιρλί, το κατρουλί, το μυξί, για να προστεθούν σύντομα πιο αφηρημένα «χρώματα» όπως το κλανί, το πορδί, το καμπινεδί (το οποίο απαντάται ως προσδιορισμός, π.χ. ροζ καμπινεδί), το κομοδινί κ.ο.κ., καθώς και το κλασικό πλέον σιμπιζάκι (από το γνωστό ανέκδοτο).

Έτσι πλέον μιλάμε για μία γκάμα λέξεων που χρησιμοποιούμε πια στην καθομιλουμένη και μπορεί να χαρακτηριστεί αργκό, όταν θέλουμε να περιγελάσουμε πρόσωπα, αντικείμενα και καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από περίεργες έως ανέφικτες πλην όμως γελοίες «χρωματικές αποχρώσεις». Το «κλανί» αποτελεί αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της εν λόγω συλλογής.

1
- Χρυσή μου, πού να στα λέω... εχτές έπεσα πάνω στην Σούλα που έβγαινε από το κομμωτήριο και κόντεψα να παραπατήσω! καλέ τι φανταχτερό κομοδινί έβαψε το μαλλί της!
- Α ναι, την είδα κι εγώ το πρωί στη στάση, καλέ αυτό δεν είναι κομοδινί, προς το πορδί φέρνει για την ακρίβεια!

2
- Κόψε σαραβαλάκι ο παππούς, πώς κυκλοφορεί ρε τούτο ακόμη!
- Κορόλα του '60 φίλε, η πρώτη που κυκλοφόρησε! και από χρώμα δεν μπορείς να πεις ε; σκίζει το τσιρλί!
- Τι τσιρλί ρε, κλανί δε λες καλύτερα;!

Οινοπνευματί Χριστουγεννιάτικη μπάλα. Η συγκεκριμένη απόχρωση απαντάται και στο μαλλί κυριών μιας κάποιας ηλικίας. (από allivegp, 17/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το νερόβραστο φαγητό, με πολύ ζουμί και ελάχιστη γεύση. Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από τον ήχο που ακούγεται ρίχνοντας στερεά υλικά στο νερό που βράζει.

- Ψηλέ, τι έχουμε για φαΐ;
- Πατάτες μπλουμ.
- Πάλι ρε πούστη μου... Πατάτες μπλουμ, μακαρόνια μπλουμ, για το πούτσο είναι ο μάγειρας... Πότε θα πάω σπίτι μου να φάω σαν άνθρωπος...

O νερόβραστος δήμαρχος της Νέας Υόρκης Michael BLOOMberg. (από Vrastaman, 12/09/08)Πάλι μπλουμ ... (από poniroskylo, 12/09/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ηδύποτο αισχίστου είδους και γεύσης που παράγεται κυρίως στη Αχαΐα. Η γεύση του είναι ασύμμετρα αηδιαστική σε βαθμό που να μην μπορεί να παρομοιαστεί με κάτι άλλο. Συνηθίζεται να σερβίρεται στο τέλος σε μαγαζιά της Πάτρας, αλλά λόγω της αθλιότητας του ακόμα και οι πιο τελειωμένοι αλκοολικοί φοιτητές δεν το πίνουν. Ορκισμένη φανατική της τεντούρας φαίνεται να είναι η γιαγιά στην κάβα πλησίον της Αγ. Νικολάου, όπου και πάλι όσες φορές όσοι και αν πάνε στη κάβα δεν ενδίδουν στο αποτρόπαιο κέρασμά της που ακούει στο όνομα τεντούρα...

- Να σας βάλω λίγη τεντούρα παιδιά;
- Εεε, όχι ευχαριστούμε άλλη φορά...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία