Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Ὁ τεμπέλης στὰ καλιαρντά.

Ἡ λέξι χρησιμοποιήθηκε κυρίως γιὰ τεκνὰ (ἐξαιρουμένων τῶν πιπιλογαμούληδων) καὶ ἀρρενωποὺς κιναίδους, διότι ἀναδίδει μιὰ τουρκομπαρὸκ ἀρχοντιὰ καὶ λεβεντιά, ἀνάρμοστη γιὰ λοῦγκρες, λουγκρέτες καὶ λοιπὲς ἀναξιοπαθοῦσες καὶ πασχίζουσες γιὰ τὸν καθημερινὸν πέοντα γατοῦλες, κροτάλες καὶ κωλκανοπριγκιπέσσες, πλὴν περιπαικτικῶς.

Ἡ ἐτυμολόγησι προφανὴς, ἀπὸ τὸ πανελλήνιον σπαρίλα καὶ μπέης.

  1. - Ἄντε μωρή, ξεκοῦνα νὰ πᾶς γιὰ τροτουάρ νὰ δοῦμε Θεοῦ πρόσωπο!
    - Νάκα Ἀντρέα κατετζόρνα, βαρυέμαι! Θὰ ντὶκ κρυσταλλοσινοῦ... Ἂει κυβοκοκκαλιάσου νὰ ματσωθῇς, οὔφ...
    - Ἴσα ρὲ σπαριλόμπεη (εἰρωνικά)! Ντὰπ, ντούπ (τὸν πλακώνει...)

  2. Ἀβέλει σόγι-κουραβελτὲ ἡ Γεωργία, καπιάζει τὸ πακέτο τοῦ κατὲ καὶ τοῦ μπενά λουπαρτέ:
    - Τί φωτογένεια! Θὰ μοῦ ἀβέλῃς μωρό μου; Ντέζιασ´ ἡ πούλη μου γιὰ σουάντες... Ἂχχχ!
    Καὶ κοντραστάρει ὁ σπαριλόμπεης:
    - Νάκα μωρή! Ἐμάντε ἀβέλῃς πομπίνο-φραπέ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος, ο κωλομπαράς.

Είναι μπαρός ο κύριος...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο γκόμενoς, η γκόμενα.

Πιθανώς γύφτικης προελεύσεως. Βλ. και κατέ.

-Που λές αυτή η υψομετρού, αβέλει σερμελιά φίφα και σολονταπιάζεται -Μα είναι δυνατόν ;
-Μαξ και λαντί. Μου το μπέναψε η καλέ του γαργαρότεκνου, που την δίκελλε τις προάλλες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μάτσο και μπρουτάλ φαναρτζής- επισκευατζής- υπάλληλος γκαράζ στα καλιαρντά. Εκ του γκαράζ + τεκνό. Η χαρά του κάθε πισωγιομίδη που σέβεται τον εαυτό του, αλλά και κάθε γυνής με έφεση σε αρσενικά του τύπου Σάκης ο υδραυλικός.

...Και δικέλω από απέναντι ένα λατσό γκαραζότεκνο...

(από GATZMAN, 30/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα καλιαρντά η ψωροφαντασμένη.

Ο Πετρόπουλος το συσχετίζει με τη ρεμπέτικη λέξη αγαθολουλούδης.

Ντικ πως δικέλει ιμάντες η αγαθόκλα τσαρδόφατσα! Τζους μωρή!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα καλιαρντά, καλιαρντός είναι ο κακός και ο άσχημος. Αντίθετο είναι το λατσός.

Απο εκεί βγαίνει και το ίδιο το όνομα των καλιαρντών!

Ο Πετρόπουλος υποθέτει ότι προέρχεται από το γαλλικό gaillard (προφ. «γκαγιάγ») που σημαίνει «εύθυμος, αναιδής»

Βέβαια σημειωτέον ότι η λέξη gaillard σχετίζεται με το Αγγλικό gay (=εύθυμος) αλλά δεν ξέρουμε αν αποτελεί σύμπτωση. Αν είναι έτσι, καλιαρντός κανονικά σημαίνει «γκεϊδίστικος» και είναι ιδανική λέξη για να περιγράψει τη γλώσσα τους. Δεν ξέρουμε όμως ποια έννοια ήρθε από ποια (ακούω θεωρίες και γνώμες!)

τζους καλιαρντό γκουγκού!!

Γιάννης Λάτσης (Λατσός;) (από GATZMAN, 04/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η αρκούδα. Δηλαδή χοντρή λύκαινα.

Δικέλεις την κατέ μπαρότατη; Ου μωρη μπαλογουγούλφω!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Στα «ντούρα» καλιαρντά (σύμφωνα με τον Πετρόπουλο) είναι ο κακάσχημος.

Σημαίνει «πελάτης πόρνης», δηλαδή είναι τόσο άσχημος που μπορεί να πάει μόνο με πόρνη.

Δικέλεις παραντίκ κατέ; και πουρό και θεόμπαρο και πουτανοκονσόμης!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

ο θεόμπαρος ή το θεόμπαρο είναι ο παχύσαρκος.

Προέρχεται απο τον μπαλό, οπου παρατειρείται μετατροπή του λ σε ρ.

Στη λατσοβεγγέρα δικέλαμε τα θεόμπαρα να αβέλουν μπαλόμπα και λατσά χαλέματα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο τρυφερός εραστής όπως λέγεται στα καλιαρντά, τα (ή καλιαρντή). Αυτός που ως εραστής είναι αγαπησιάρης και πολύ συναισθηματικός. Ενδείκνυται δε να κάνει τακτικά εξετάσεις αίματος προκειμένου να ελέγχει τα επίπεδα σακχάρου καθώς η μεγάλη κατάναλωση σιροπιού τον ανάγει σε ομάδα υψηλού κινδύνου για εκδήλωση διαβήτη.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος, στο βιβλίο «Καλιαρντά», λέει για την λέξη:

Βγαίνει από το πιπίλας και γαμούλης (<γαμώ), όπου ο «πιπίλας» είναι ο αγαπητός, ο προσφιλής (από τα «πιπίλα», «πιπιλίζω» και έχει συνώνυμα τα πιπιλάκης και πιλίπης από αναγραμματισμό).

Συνώνυμα του πιπιλογαμούλη:
γατουλογαμούλης, πιλίπης-γατάκης και πιπιλογατούλης.

- Τι κάνατε ρε χθες το βράδυ; βγήκατε τελικά με τους νιόγαμους;
- Άσ' τα..
- Γιατί ρε, δεν περάσατε καλά; τι έγινε;
- Άσ' τα σου λέω... ρε συ τι πιπιλογαμούληδες είναι τούτοι; όλο το βράδυ κουβέντα δεν γύρισαν να μας πουν, μες το μπαλαμούτι και τις γλύκες ήταν, δεν είχαν μάτια παρά μόνο ο ένας για τον άλλον, άσε που κόντεψαν να τα βγάλουν και μπροστά μας... κολλήσαμε από τα σορόπια πια!
- Άντε από 'δω ρε μπαγλαμά, μη δεις ερωτευμένο άνθρωπο, αμέσως να ξινίσεις... να 'τανε η ζήλια ψώρα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία