Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Ακατάπαυστη μη ορθολογιστική λογοδιάρροια ένεκα πιώματος.

Διάλογος σε ταβέρνα:
- Καλά, πολύ εκνευριστική αυτή παρέα. Δεν μπορούμε να συζητήσουμε πλέον για επαγγελματικά θέματα εδώ μέσα. Αλκαλικές μπαταρίες τους βάλανε και ολό μιλάνε, γελάνε, χειρονομούν;
- Δεν είναι αλκαλικές. Αλκοολικές είναι οι μπαταρίες τους.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οι ανεξέλεγκτες συνέπειες μιας αχαλιναγώγητης αλκοολοποσίας.

- Ήπιανε το άμπακο, ήρθαν στο κέφι και τελικά σπάσανε τα πάντα το μαγαζί.
- Καλά τι κρασοπατινάδα ήταν αυτή;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μας άδειασαν τα καύσιμα (κυρίως αναφέρεται για αλκοολούχα ποτά). Mέσω της φράσης, αυτής πέραν της διαπίστωσης περί μηδενισμού του υγρού πυρός, γίνεται ταυτόχρονα παρότρυνση για επόμενο γύρο αλκοολοκατανύξεως.

(Σε ταβέρνα)
- Άντε να πάμε για επόμενη γύρα γιατί εδώ και ώρα είμαστε σε φάση έμπτι φιούελ.
(Μετά από μισή ώρα απραξίας)
- Πότε θα παραγγείλουμε επιτέλους; Εδώ και ώρα ο σένσορας καυσίμων είναι καρφωμένος στο κόκκινο. Σε φιλολογική διάλεξη βρισκόμαστε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέγεται αλλιώς και η έκχυση αλκοολούχου καυσίμου στο αντιδραστήριο του στομάχου με στόχο το ανέβασμα θερμοκρασίας, τη ρευστοποίηση και τη διαλυτικότητα της πεζής πραγματικότητας, την αυθόρμητη εκπυρσοκρότηση της φαντασίας και την εξαγωγή φευγάτων ιδεών με απώτερο στόχο το τσακίρ κέφι και το γράψιμο ανεπανάληπτων αναμνήσεων.

- Σου εύχομαι σήμερα που γιορτάζεις, να καταναλώσεις άφθονο υγρό πυρ και να το κάψεις δεόντως

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πίνω ξύδια.

- Πού ήσουνα αχαίρευτε; Τι ώρα είναι αυτή;
- Ε, να...
- ΣΚΑΣΜΟΣ! Μιλάς κι από πάνω... Πάλι τα κοπανούσες με αυτά τα κοπρόσκυλα τους φίλους σου; Αλλά τι ρωτάω, αφού βρωμοκοπάς ούζο!
- Έλεος, μην φωνάζεις, έχω πονοκέφαλο...
- ΝΤΟΥΠ! (ο ήχος της παντόφλας)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Γενικά κάποιος που βρίσκεται υπό την έντονη επίρροια ουσιών ή/και αλκοόλ.

  2. Αυτός που βρίσκεται υπό την επίρροια κοκαΐνης ή (σπανιότερα) γενικά ο χρήστης κοκαΐνης.

-Πω ρε, μες την τσίτα είναι ο Μπάμπης.
- Ε ναι ρε αφού είναι γνωστό κόκκαλο.

Δες και λιάρδα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συντομογραφία του αποκαΐδι. Αρχικά: ο κατεστραμμένος από drugs, ξίδια και άλλες έξεις. Πλέον συνδέεται με κάθε είδους κολλήματα και μονομανίες, αλλά και συγκεκριμένες στυλιστικές επιλογές και το όλο πλασάρισμα.

- Πάμε Mall να δούμε καμμιά ταινία;
- Άσε ρε μαλάκα, είναι πήχτρα από emo καΐδια, μου έρχεται να τα ψεκάσω τα μαλακισμένα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έχω λιώσει από κούραση, ξενύχτι, αλκόολ, ναρκωτικά ή και όλα μαζί.

- Ξύπνα! Είχαμε πει ότι θα πάμε θάλασσα σήμερα!
- Άσε με να κοιμηθώ ρε μαλάκα, είμαι κομμάτια από χθες...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάποιος που γίνεται αλοιφή από υπερβολική χρήση αλκόολ ή άλλων ουσιών.

- Άσε, χθες βγήκα με τα παιδιά και να τα κεράσματα, να τα σφηνάκια, φιλτιμπίνι έγινα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κένωση μετά από μεθύσι, νερουλή και με χαρακτηριστική μυρωδιά.

- Φίλε μετά τα χθεσινοβραδινά έχω πάει σήμερα 3 φορές στην τουαλέτα.
- Μπεκροχέσα;
- Άστα να πάνε...

Βλ. και Bud Mud.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία