Στο άσχετο, δεν τό 'δα νά 'ρχεται, μ' έπιασε εξαπίνης, σιγά και μην το περίμενα, αλλιώς τα περιμέναμε, αλλιώς μας ήρθαν. Λέγεται και στο ξεκούδουνο, αλλά η ουσία παραμένει: αιφνιδιαστήκαμε.

- Καθόμαστε λοιπόν Μερόπη μου στον καναπέ και πίνουμε τον καφέ μας ήσυχα κι ωραία και μιλάμε και ξαφνικά στο ξεκούδουνο γυρίζει και μου χουφτώνει το βυζί.
- Ναι, πες μας τώρα ότι δε σου άρεσε κιόλας...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έχω φλιπάρει, έχω πάθει ταράκουλο, έχω γίνει φεύγα, έχω σαλτάρει, όχι για τα καλά, αλλά προσωρινά, ένα μικρο-σοκ δηλαδή, συνήθως επειδή τρόμαξα, έπαθα την μούνα μου από κάτι, αιφνιδιάστηκα, ερωτεύτηκα, τέτοια.

Μπορεί όμως και να σημαίνει ότι την έχω ακούσει δια παντός, έχω λαλήσει.

Προφ από το λα λα λα που τραγουδάει (;) ο τρελός.

  1. Μιλάμε το άτομο έχει πάθει λαλά από τότε που γνώρισε το πρόσωπο. Μας έχει όλους κλασμένους.

  2. Η μάνα της κάποια στιγμή έπαθε λαλά και άρχισε τα κορακίστικα κι έκτοτε μιλάσει μόνο έτσι.

Λάλησε ο Λάλας (από GATZMAN, 22/04/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κατά βάση εννοούμε το άνοιγμα της σελίδας facebook, αν και κυρίως γίνεται χρήση του όρου σε περιπτώσεις αιφνιδιαστικού ελέγχου μετά από (αντικειμενικά ή όχι) κουτσομπολιά από φίλους φίλων για ανατριχιαστικά και άκρα κοσμοανατρεπτικά γεγονότα, τα οποία θα χρησιμοποιήσουμε για πειστήρια στον επόμενο τσακωμό με φίλους/ες, γκόμενους/ες, μακρινούς θείους, κατοικίδια και όλα τα συναφή. Δεν είναι σπάνιο να ρίξουμε ένα βλέφαρο και από ένα fakebook.

– Καθώς οδηγούσα που λες Τάκη μου στην εθνική και είχα έναν μπάρμπα-Μπρίλιο στην αριστερή λωρίδα να μου τα πρήζει, μου λέει η Κατινούλα ότι η Σούλα έκανε τον Μπάμπη κερατά και κατευθείαν βγάζω την κινητούρα να το τσεκάρω.
– Καλά δεν φοβάσαι να φεϊσμπουκάρεις ενώ οδηγείς; Και αν τρακάρεις;
Δε νομίζω Τάκη! Και να αφήσω τέτοιο λαγό;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πάγωσα, κοκκάλωσα, αιφνιδιάστηκα σε σημείο που ακινητοποιήθηκα. Μάλλον από τη λέξη φελλός.

Το θυμάμαι σαν και τώρα. Άσπριζα την αυλή μου και μου φωνάξανε οι γειτόνισσες «Τά 'μαθες; ο Χ. πέθανε!» ... Εκείνη την ώρα φέλλωσα...
(από τις αφηγήσεις μιας γιαγιάς στη Μήλο)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία