1. Οι μικρές νιφάδες χιονιού. Κατά τον πασαδόρο Γκάτσμαν η έκφραση χρησιμοποιείται στις περιοχές Νάουσας και Έδεσσας.

  2. Ο βλάκας. Την ίδια σημασία έχει και το κουρκούτι.

  3. Τα απλωμένα και γι' αυτό επισφαλή πούλια σε παίγνια του ταβλιού.

  4. Στην πανεπιστημιακή ιδιόλεκτο, είναι οι φωτοτυπίες, δελτία και βιβλία που απλώνει ο φοιτητής, όταν γράφει εργασία.

  5. Η έκφραση τον απλώνει τον τραχανά είναι ένα από τα πολλά συνώνυμα του την τρίζει την όπισθεν.

  1. - Χιονίζει σ΄ εσάς; - Ε, λίγο τραχανά τον ρίχνει...
    - Σ' εμάς ρίχνει παπάδες! Μιλάμε για ΤΟ τσόκρυο!

  2. Όταν ένας Έλληνας τραχανάς αντί να αυνανίζεται δημιουργεί video στο YouTube έρχεται ένας άλλος βαλκάνιος τραχανάς και του απαντάει με τη δική του μαλακία. (Οι τραχανάδες των Βαλκανίων).

  3. Με τον τραχανά που έχεις απλωμένο, θα σε πλακώσει.

  4. Δεν σε καλώ σπίτι γιατί έχω απλώσει τραχανά για το ΠουΤσουΝτού.

  5. ΘΕΟΣ ΟΠΩΣ ΠΑΝΤΑ ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΥΩ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ ΟΤΙ ΤΟΝ ΑΠΛΩΝΕΙ ΤΟΝ ΤΡΑΧΑΝΑ ;;;;;;; ΩΧ ΔΕΝ ΧΟΡΤΕΝΩ ΝΑ ΤΟΝ ΒΛΕΠΩ!!!!! (Εδώ).

(από daisy_mantroskylos, 10/03/11)(από daisy_mantroskylos, 10/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Επίθετο)

Φιλική επευφημία, ευρέως αναφερόμενη εντός νωχελικών παρεών επιδιδόμενων εις το αρχαιότατον πάρεργον «τάβλι», που αναφέρεται όταν στον έναν εκ των παιχτών έχει ανοίξει ο κώλος και τους έχει πάρει όλους σερί...

Χρησιμοποιείται επειδή συνδέει το τάβλι με την επευφημία καυλιάρης.

1.- Μαλάκα, τους γάμησα σήμερα στο τάβλι, πέντε διπλά τους έφερα...
- Αϊτός ο ταβλιάρης...

  1. - Εξάρες!!! Σε γάμησα φίλε μου...
    - Γεια σου ρε Μήτσο ταβλιάρη...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χιουμοριστικά ο ταβλαδόρος. Συναντάται και ως «ταβλαδόρ» (εκ του «ματαδόρ» = ταυροπνίχτης ισπανιστί).

Δεισιδαίμων, σκαιός μπινελικωτής της μοίρας, αναλόγως στο ζάρι άλλοτε Καζαντζίδης κι άλλοτε Κοντορσέ (πεφωτισμένος εγκυκλοπαιδιστής που παίρνει σβάρνα τις πολυκατοικίες), μακιαβελικώς σκώπτει νικητής και εκλογικεύει ηττημένος, μανιώδης τζογαδόρος που ξέρει ότι στο τάβλι δεν έχει αργυρό μετάλλιο, κάποτε έφθασε μέχρι και μανσέτες λογιστού να φορεί στα καφενεία, για να μην φθείρεται το σακάκι του απ' το πολύ παιχνίδι!

Ο ταβλομάχος, εκτός του ότι πρέπει να ευχαριστιέται το παιχνίδι τόσον αυτός όσο και ο αντίπαλός του, δεν κλέβει (παρ’ ότι ξέρει ταχυδακτυλουργίες π.χ. παίζοντας ανάποδα), δεν τσιμπάει ζάρι και παίζει τους συνδυασμούς ζαριών και τους κανόνες στα δάχτυλα (π.χ. στο φεύγα. όταν ο άλλος δεν έχει να παίξει τίποτα. του ανοίγεις έστω και ένα μες στο σπίτι σου), έχει κρυστάλλινη αντίληψη του χώρου και να κάνει σοφά υπολογισμένες σε βάθος χρόνου κινήσεις (calculated risks), οφείλει να γνωρίζει και τα εις απανταχού την επικράτεια καλοπροαίρετα σκώμματα μεταξύ παικτών (βλ. καλά του' κανες, ξέρεις εσύ, με ασσόδυο κανείς δε γάμησε κλπ), της απαραίτητης (αλλιώς παίξε σκάκι) δεισιδαιμονίας των μανιωδών παικτών (π.χ. σπάσ' τα και ξαναρίχ' τα κ.α.), τους ηθικούς κανόνες (π.χ. μόνον ΜΙΑ φορά δικαιούσαι να κόψεις ζαριά), καθώς και το ειδικό γλωσσάρι για τα αριθμητικά π.χ. ασσέοι πολλοί (άσσοι), τριήρεις (τριάρες), πένθιμες (πεντάρες), εξαιρετικές (εξάρες), εξάπαντος (έξι-πέντε), άνοιξε το τριώδιο ή το πονηρόν και το ακάθαρτον (τρία-δυο), ντορτελίνια (ντόρτια), δίπλες (διπλές), τετράδιο (τέσσερα-δυο), πενήντα-τέσσερα (πέντε-τέσσερα), παιδί (πέντε-δυο) κτλ.

Αφού λοιπόν πληροί όλες τις προϋποθέσεις του Pantagruel, τότε μπορεί να αυτοσχεδιάσει!

Τέλος, παρ’ ότι γνωρίζει τα Κομφουκιανά ζεύγη ρητών:
- Αν νικήθηκες από καλύτερό σου γιατί διαμαρτύρεσαι;
- Αν νικήθηκες από χειρότερό σου γιατί διαμαρτύρεσαι;
Και
- Αν νίκησες καλύτερό σου γιατί θριαμβολογείς; - Αν νίκησες χειρότερό σου γιατί θριαμβολογείς;
δεν ξέρει να χάνει, τσαντίζεται, βρίζει και τραβάει τα μαλλιά του όταν χάνει, ή πλέει σε πελάγη ευτυχίας και κομπορρημοσύνης όταν κερδίζει, και παρουσιάζει την ασθένεια της επιλεκτικής μνήμης, σχετικά με παλαιότερους θριάμβους ή ήττες του: στη νίκη έχει τη μνήμη του ελέφαντα, στην ήττα του ψαριού.

Διότι έτσι είναι. Διότι έτσι πρέπει.

- Σε πειράζει να παίξω ένα στα γρήγορα με το Σπύρο;
- Εμένα τι να με πειράξει; Μόνο τα φασόλια κρύα… Εσένα θα σου πάρει τα σώβρακα. Μέγας ταβλομάχος!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η πιο γλυκιά, πιο όμορφη, πιο τρυφερή λέξη στον κόσμο, διαθέτει και τη «σκοτεινή» σλανγκική πλευρά της. Καθεμιά από τις ποικίλες τούτες σλανγκικές χρήσεις παραπέμπει / εστιάζει σε κάποιο / κάποια από τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της βιολογικής μητέρας, π.χ. την εμπειρία της, τον εποπτικό της ρόλο, την υπεύθυνη θέση της, τον προστατευτισμό της, την αυθεντικότητά της.

  1. Χαρακτηρισμός προσώπου ιδιαίτερα επιδέξιου / ικανού / έμπειρου σε κάποιον τομέα. Κάθε σχετική του προσπάθεια στέφεται κατά κανόνα με αξιοσημείωτη επιτυχία. Συνώνυμο: μάστορας.

    • Ο Κωστάκης είναι μανούλα στα ηλεκτρολογικά.
    • Η Αννούλα είναι μανούλα στα τσιμπουκώματα εν κινήσει. Εγώ οδηγούσα κι αυτή ρούφαγε.
    • Ο χρήστης Khan φαίνεται μανούλα σε θέματα μεσαιωνικής σχολαστικής φιλοσοφίας.
  2. Πρόσωπο που μεριμνά για άλλους, έχει την ευθύνη των πράξεών τους, τους εποπτεύει, τους επιβλέπει.

    α. Στα πλοία του Πολεμικού μας Ναυτικού, μάνα του πλοίου είναι ο Ύπαρχος, ο δεύτερος και λεγόμενος. Όπως η κλασική μητερούλα, ο ύπαρχος αναφέρει στον πατέρα του πλοίου (καπετάνιος) τις μαλακίες που έκαναν τα παιδιά (το υπόλοιπο πλήρωμα). Όχι όλες βέβαια, μόνο τις πιο σοβαρές, αυτές που δεν κουκουλώνονται με τίποτις.

    β. Στον Στρατό Ξηράς, ο επιλοχίας είναι η μάνα του λόχου.

  3. Σε διάφορα παίγνια, τυχερά και μη, μάνα είναι παίχτης επιφορτισμένος με ιδιαίτερο ρόλο, συχνά προνομιακό.

    α. Στο μπλακ-τζακ η μάνα είναι αυτός που μοιράζει τα φύλλα στους άλλους παίκτες, ενώ η ίδια τραβάει φύλλο τελευταία. Για να «καεί» η μάνα, πρέπει κάποιος παίχτης να έχει μεγαλύτερο φύλλο απ' αυτήν. Αν έχει το ίδιο φύλλο, η μάνα κερδίζει και διατηρεί τη θέση της.

    β. Σε πολλά παιδικά παιχνίδια, όπως το «αλάτι ψιλό - αλάτι χοντρό», «πινακωτή-πινακωτή» κ.α. Βλ. αναλυτικά εδώ και εδώ.

  4. Ειδικά στο τάβλι, μάνα είναι η πρώτη θέση όπου τοποθετούμε αρχικά όλα τα πούλια. Συνεκδοχικά είναι και τα ίδια τα πούλια που βρίσκονται εκεί. Στις πόρτες (παιχνίδι που οι παραδοσιακοί ταβλαδόροι περιφρονούν λόγω της απλότητάς του και μετά βίας το κατατάσσουν στις του ταβλίου παραλλαγές) δεν υπάρχει μάνα.

  5. Το εργοστάσιο κατασκευής ενός μηχανήματος, συνεκδοχικά τα ίδια τα μηχανήματα στην αρχική τους μορφή, χωρίς κάποια μεταγενέστερη προσθήκη / τροποποίηση / μετατροπή (βλ. και σχετικό λήμμα μαμίσιο). Συνώνυμο: κούτα, της κούτας.

    Τίποτα ρε σου λέω δεν έχω πειράξει, το μηχανάκι είναι μαμά, όπως το πήρα, της κούτας.

Ενδιαφέρον γραμματικό φαινόμενο είναι, εν προκειμένω, η χρήση του ουσιαστικού (μάνα) ως επιθέτου (μανίσιο / μαμίσιο), όταν πρόκειται να δηλωθεί η προέλευση, η καταγωγή. Π.χ. πήρα μηχανάκι Ιαπωνία αντί πήρα γιαπωνέζικο μηχανάκι.

  1. - Που λες αγόρι, μάνα η Αμαλίτσα στο τσιμπούκι. Μιλάμε η γυναίκα έχει αναγάγει το προφορικό σε επιστήμη, διδάκτορας πεολειχίας κι έτς. Στεγνό τον βάζει στο στόμα, στεγνό στον βγάζει. Ούτε σταγόνα δεν πάει χαμένη.

  2. - Ο πουσταράς ο ύπαρχος μ' έχει πάει γαμιώντας τώρα τελευταία. Μιλάμε για τρελό χώσιμο..
    - Εμ, η μάνα του πλοίου είναι, τη δουλειά του κάνει ο άνθρωπας.
    - Να μου το θυμηθείς, μάνα-ξεμάνα, θα του γαμήσω τη μάνα εγώ αυτού του καριόλη κάποτε.

  3. Άντε βρε μαλάκα, πήρες εργολαβία τη μάνα. Χάσε καμιά φορά να κάνει και κανάς άλλος...

  4. - Ντορτάκια! Σου πλακώνω τη μάνα καριόλη, τέλος! - Μάθε πρώτα να μετράς ρε καραγκιόζη, με ντόρτια χτυπάς την παραμαμά...
    - Στ' αρχίδια μου! Τι μάνα, τι παραμάνα, το ίδιο κάνει. Σ' έχω σκίσει ούτως ή άλλως.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Στο άθλημα της υδατοσφαίρισης (water polo), φουνταριστός είναι ο κατεξοχήν επιθετικός παίχτης, ο πλέον προωθημένος. Δουλειά του είναι να βάζει τη μπάλα στο πλεχτό, κάτι που θεωρητικά ξέρει καλύτερα από κάθε άλλο συμπαίκτη του. Για να το πετύχει αυτό είναι μονίμως «αγκυροβολημένος» μπροστά στο αντίπαλο τέρμα (goalpost) περιμένοντας την κατάλληλη πάσα από κάποιον περιφερειακό.

    Η θέση του φουνταριστού είναι η πλέον εκτεθειμένη, κάτι σαν να βρίσκεσαι στο λάκκο με τα κωλοδάχτυλα. Διότι, αν και το πόλο είναι γενικά «αντρικό» και σκληρό παιχνίδι, το ξύλο που τρώει ειδικά ο φουνταριστός δεν περιγράφεται. Δέχεται πολλά «βρόμικα» χτυπήματα (κάτω από το νερό) που ο διαιτητής δεν σφυράει διότι α) πολύ απλά δεν τα βλέπει, β) το ξύλο είναι αναπόσπαστο μέρος του αθλήματος.

    Εννοείται πως μόλις ο φουνταριστός πάρει πάσα, έχει στη διάθεσή του ελάχιστα κλάσματα του δευτερολέπτου να κινηθεί και να σκοράρει, πριν πέσουν πάνω του οι αντίπαλοι αμυντικοί και γίνει της Κορέας...

  2. Στο πόλο ο όρος είναι πλήρως καθιερωμένος, χρησιμοποιείται όμως και σε άλλα αθλήματα, όπως το ποδόσφαιρο. Και πάλι, φουνταριστός είναι εν προκειμένω ο βασικός επιθετικός της ομάδας, ο γκολτζής απ' τον οποίο όλοι περιμένουν το θαύμα.

    Λέγεται και κυνηγός, επειδή κυνηγάει α) πάσες συμπαικτών του, που προσπαθούν να τον «βγάλουν» σε θέση για γκολ, β) το ίδιο το γκολ.

    Λέγεται επίσης και εννιάρι. Αυτό το νούμερο φόραγαν παλιά στη φανέλα οι βασικοί κυνηγοί μιας ομάδας, ενώ έγινε μέχρι και ταινία βασισμένη σε ομώνυμο μυθιστόρημα του Μ. Κουμανταρέα. Τώρα βέβαια έχουν αλλάξει τα πράγματα: ο βασικός γκολτζής μπορεί να φοράει φανέλα με ότι νούμερο του καυλώσει, π.χ. 79 ή 00 και άλλα άκυρα...

  3. Στο τάβλι. Στην παραλλαγή του πλακωτού, φουνταριστός είναι το πούλι εκείνο που ο παίχτης «προωθεί» ριψοκίνδυνα, χωρίς κάλυψη, με σκοπό να πλακώσει / χτυπήσει πούλι του αντιπάλου σε ευαίσθητη θέση, δλδ κοντά στη μάνα / μαμά (ει δυνατόν και την ίδια τη μαμά, οπότε η σεμνή τελετή περατούται πάραυτα). Γι' αυτόν που γουστάρει να παίζει με αυτόν τον τρόπο, λέμε ότι την έχει δει καμπόης, το δε παιχνίδι τρέπεται εις καουμπόικο.

    Ο φουνταριστός του ταβλιού λέγεται και κυνηγός (όπως ο ποδοσφαιρικός φουνταριστός), λέγεται όμως και μπάτσος (που ψάχνει να «συλλάβει» κάποιο αντίπαλο πούλι). Τέλος, οι ναυτικοί μας χρησιμοποιούν τον όρο βατσιμάνης (από το watchman), θέλοντας να περιγράψουν αυτό ακριβώς το πούλι που βγήκε από το μαντρί «για να κόψει κίνηση».

  1. Ο προπονητής του ΝΟΛ, Νίκος Βλαζάκης, θέλει τον φουνταριστό του παίκτη να είναι πραγματικό «θηρίο». Να είναι δηλαδή πάνω από δύο μέτρα και με μεγάλη δύναμη στις φάσεις.
    Από εδώ.

  2. Ροντρίγκο, ο πράσινος φουνταριστός έρχεται! Ένας παγκόσμιος πρωταθλητής έκλεισε στον ΠΑΟ!
    Από εδώ.

  3. Μπα, τι βλέπω αγορίνα μου, βγάλαμε και μπάτσο να μας φυλάει; Ακόμα δε βγήκες απ' τ' αυγό σου, μας θες και καουμποϊλίκια; Εμένα που με βλέπεις έχω κάνει στη θάλασσα, και κάτι τέτοιους βατσιμάνηδες τους τρώω για πρωινό...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

1) Ο χαλασμένος
2) Ο εξαιρετικά άσχημος
3) Η κοκάλα, από κατάχρηση ουσιών.

- Καλά ρε μαλάκω, από όλους στον καφένε, αυτόνε βρήκες να ρωτήσεις, για το πώς θα πάμε στο χωριό της βάβως σου;;;;
- Ναι καλέ μου, γιατί τι είχε;
- Αυτός, Φούλη μου, ήταν σαν να τον βάρεσε η Παναγία με το τάβλι!!

...αφού τσαντίστηκε που όλο έφερνε ασσόδυα... (από Khan, 26/12/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση η οποία χαρκτηρίζει ανθρώπους με ψυχολογία looser, γκαντέμηδες, άτυχους και άσχετους σε σοβαρά αθλήματα όπως το τάβλι.

- Πάλι άσσο δύο έριξα ....
- Τι κατσίκι είσαι βρε αδελφάκι μου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο παίκτης ταβλιού ο οποίος παίζει τις ζαριές με ρυθμούς παρτίδας σκακιού.

Άντε ρε σκακαδόρε παίξε το ασσόδυο, νυχτώσαμε!

Αρρωστούργημα του Γκαμπριέλ Ορόθκο (από Khan, 15/09/10)

Σύγκρινε: ταβλιτζής.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που κουνά τα ζάρια για 3 λεπτά, τα φυσά, τα ευλογεί, τους κάνει τρισάγιο κ.α. εκνευρίζοντας μέχρι φόνου ή αυτοκτονίας τους συμπαίκτες του.

«Αν είναι ν' αρχίσεις τις συνηθισμένες ζαρχιδιές σου, θα παίξω με τον Μπάμπη», προειδοποίησε ο Μήτσος τον φίλο του.

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία